Θυμόμουν το «φυσικό» σκηνικό που είχε πέρσι ο χώρος (ένα αστικό σαλόνι με φανερά τα σημάδια του ξεπεσμού) στη μονολογική παράσταση της Γιούλας Μπούνταλη Καυκασιανός Φοίνικας και απογοητεύτηκα όταν τον είδα απογυμνωμένο. Θα ταίριαζε και στην ερμηνεία των τριών «μονολόγων» της Λυδίας Κονιόρδου, σκέφτηκα στην αρχή. Αλλά όχι, δεν είχα δίκιο. Γιατί οτιδήποτε πέραν του απολύτως γυμνού χώρου θ’ αλλοίωνε την ουσία της παράστασης, δηλαδή την επιστροφή στο απολύτως αναγκαίο, που για το θέατρο εξακολουθεί να είναι ο ηθοποιός και ο λόγος, το κείμενο. Τίποτε άλλο. Στον «Προσωρινό» δεν υπήρχαν καν θεατρικά φώτα.
Η παράσταση αρχίζει. Δεκατρείς μαυροφορεμένοι νέοι, σαν Χορός τραγωδίας, εισέρχονται και μπαίνουν στη σειρά, ψιθυρίζοντας λόγια από τα κείμενα της Αναγνωστάκη, προτού, ο ένας μετά τον άλλον, βγουν έξω, βροντώντας δυνατά την πόρτα. Θα μείνουν στο εξωτερικό χώρο μπροστά από την είσοδο, σαν μικρό άγημα που βηματίζει εν ρυθμώ, οριοθετώντας και «προστατεύοντας» το θεατρικό γεγονός από απρόσμενους εξωτερικούς παράγοντες. Ο χώρος δεν είναι θεατρικός, γίνεται θεατρικός επειδή αυτοί οι 13 άνθρωποι τον αντιμετωπίζουν ως τέτοιο, διαμορφώνοντας τη «σκηνή» στην οποία τρία λεπτά αργότερα θα λάμψει το δαιμόνιο της Κονιόρδου.
Η ηθοποιός, φορώντας κοντή καμπαρντίνα και μποτάκια, νέα απροσδιορίστου ηλικίας κι αυτή, ανοίγει την τζαμένια πόρτα, νευρική και αγχωμένη, και μπαίνει μέσα. Είναι η Σοφία από το Σ’ εσάς που με ακούτε, μια νεαρή γυναίκα που βρέθηκε στη Γερμανία σε μια προσπάθεια να γλιτώσει από ένα γεγονός που άφησε ανάπηρο τον αδελφό της, κατέστρεψε την οικογένειά της και υποθήκευσε διά παντός τη δυνατότητά της να ζήσει καλά, δημιουργικά, με όση ευτυχία αναλογεί σ’ έναν άνθρωπο.
Η ηθοποιός θα ερμηνεύσει τον μικρό μονόλογό της μπροστά στην τζαμένια πόρτα, φωτισμένη μόνο από τα φώτα της Δεινοκράτους κι από ένα φορητό προβολάκι που κρατά ο νεαρός άνδρας απέξω, κατευθύνοντας το φως πάνω της.
Οι ήχοι από τα τύμπανα το μοναχικού τυμπανιστή (Μανούσος Κλαπάκης) στο κέντρο της αίθουσας χωρίζουν τα τρία μέρη της ωριαίας παράστασης. Ή δηλώνουν τις μικρές διακοπές ή τις στροφές στη ροή του λόγου της Σοφίας Αποστόλου από το Ο ουρανός κατακόκκινος, το βασικό/κεντρικό μέρος της σκηνικής πράξης. Τώρα η δράση μεταφέρεται στον 2x2 χώρο του φωταγωγού - δύο μεγάλα παράθυρα, αντί τοίχων, επιτρέπουν στο κοινό να παρακολουθεί την εξομολόγηση της αλκοολικής ηρωίδας. Λευκό φως από νέον, η Λυδία Κονιόρδου με γυαλιά-πεταλούδα, ένα ριχτό λουλουδάτο ρούχο και ελαφρό τρέμουλο στη φωνή αποκαλύπτουν πώς η κατάρρευση του ατόμου μπορεί να σημαίνει την κατάρρευση ενός ολόκληρου κόσμου, της κοινωνίας, των ιδεών και των αγώνων που καθόρισαν τη ζωή των ανθρώπων όλο τον προηγούμενο αιώνα.
Τα εύσημα, βέβαια, ανήκουν πρώτα στη μεγάλη Λούλα Αναγνωστάκη, που έγραψε αυτό το βαθύ, οξύ κείμενο για τον ηρωισμό που απαιτεί η καθημερινότητα, για τη ροπή μας στο Κακό (χωρίς να υπάρχει απαραιτήτως κάποιος ψυχολογικός ή άλλος σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί την επιλογή μας), για την αληθινή ελευθερία που είναι πρωτίστως προσωπικό, «εσωτερικό» επίτευγμα. Αλλά επειδή οι λέξεις μόνες τους είναι πάντα λίγες, δεν μπορώ να μη θαυμάσω αυτή την ερμηνευτική ευλυγισία (χαμηλόφωνη και εσωτερική, στον αντίποδα του μεγέθους των ερμηνειών της στην τραγωδία), αυτό τον πλούτο των παραμικρών αισθηματικών αποχρώσεων, αυτήν τη φωτιά που καίει την Κονιόρδου -και μένα- όταν λέει τις καταληκτικές προτάσεις του έργου Ο ουρανός κατακόκκινος:
«… Εγώ δεν βολεύομαι. Δεν είμαι ο μέσος όρος. Δεν είμαι απ’ αυτούς που ρίχνουν νερό στον μύλο των ισχυρών και νομίζουν πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε! Δεν έχω καν αλυσίδες για να τις χάσω. Ποτέ δεν είχα αλυσίδες εγώ! Εγώ. Κάνω τη δική μου επανάσταση!».
Η παράσταση κλείνει με κυκλική επαναφορά: επανερχόμαστε στο Σ’ εσάς που μ’ ακούτε, μόνο που τώρα η ηθοποιός ερμηνεύει την Έλσα, τη μητέρα της Σοφίας, η οποία δίνει τη δική της εκδοχή για την οικογενειακή τραγωδία και αρνούμενη να διαχωρίσει το προσωπικό της δράμα από το δράμα ενός κόσμου που έχει απολέσει κάθε έννοια δικαίου και πρόνοιας προς τους αδύναμους.
Η Λούλα Αναγνωστάκη απέδωσε το 2002 με εντυπωσιακή δραματουργική εμβρίθεια και οξυδέρκεια αυτό που θα ακολουθούσε, αυτό που συμβαίνει σήμερα. Η Λυδία Κονιόρδου, ερμηνεύοντας τον λόγο της Αναγνωστάκη, προσφέρει την έμπρακτη απόδειξη πολλών εξ όσων έχει γράψει ο master Πίτερ Μπρουκ. Ένα μάθημα υποκριτικής στον άδειο χώρο.
σχόλια