Ο Γερμανός καλλιτέχνης John Bock θα πρέπει να νιώθει οικεία στην Αθήνα.Έχει παρουσιάσει αρκετές ατομικές εκθέσεις στην Gallery Ελένη Κορωναίου, έχει δείξει έργα του στην Μπιενάλε Αθήνας και είναι ο καλλιτέχνης που το 2009 ανέβηκε σε ένα αστικό λεωφορείο και διέσχισε την ελληνική πρωτεύουσα, παρουσιάζοντας μια ιδιόμορφη περφόρμανς. Ακόμα θυμάμαι τα έντρομα βλέμματα ορισμένων περαστικών που αντιλαμβάνονταν, ξαφνικά, ότι μέσα στο λεωφορείο της γραμμής κάποιος με μακιγιάζ Άλις Κούπερ περνούσε πάνω από τα κεφάλια των θεατών-επιβατών, άλειφε τα πόδια τους με οδοντόκρεμα, έπαιζε κουκλοθέατρο με μια τρύπια βαλίτσα στο κεφάλι και σκαρφάλωνε στα παράθυρα για να απαγγείλει ποίηση.
Ο John Bock δεν είχε επινοήσει, τότε, μια ακραία περφόρμανς, προσαρμοσμένη στον δημόσιο χαρακτήρα της δράσης του. Την ίδια «αλλόκοτη» και παράλογη συμπεριφορά αναπτύσσει, εδώ και χρόνια, σε βίντεο, σε γκαλερί αρκετών πόλεων του κόσμου, στην Μπιενάλε της Βενετίας, στην Documenta του Κάσελ ή στο MOMA της Νέας Υόρκης.
Την περασμένη Παρασκευή εγκαινιάστηκε στην Gallery Ελένη Κορωναίου η πέμπτη του ατομική έκθεση με τίτλο «Die Walze» («Ο Κύλινδρος»). Μια γλυπτική, ξύλινη κατασκευή μεγάλων διαστάσεων, σε σχήμα κυλίνδρου, με τρία χωρίσματα, κυριαρχεί στον χώρο. Σε μια από τις εσοχές της κατασκευής παρατηρούμε όσα έχουν τοποθετηθεί ή κολληθεί αδέξια επάνω στη λευκή της επιφάνεια: αρχιτεκτονικά σχέδια, ξύλινες και χάρτινες αφηρημένες φόρμες, φωτογραφίες. Υλικά απροσδιόριστης χρήσης που συνθέτουν ένα θεατρικό κολάζ, απομεινάρια μιας «Διάλεξης».
Στο βίντεο που προβάλλεται δίπλα, η μακιγιαρισμένη φιγούρα του καλλιτέχνη –κόκκινο πρόσωπο και ζωγραφισμένο χαμόγελο με τεράστια δόντια– ταλαντεύεται στο κενό, κρατώντας το σκοινί που κρέμεται από την οροφή ενός κλειστοφοβικού, ουδέτερου χώρου, που μοιάζει με φρεάτιο ανελκυστήρα.
Η κάμερα ακολουθεί την ταλάντωση του σώματος, τη δυσφορία που προκαλεί η προσπάθειά του να ισορροπήσει καθώς σκίζει τα υφασμάτινα μαξιλάρια που είναι δεμένα στο σώμα του, απελευθερώνοντας πούπουλα και μικρές, «ανόητες» κατασκευές.
Στην πίσω όψη της κατασκευής αναπαύεται μια υφασμάτινη φιγούρα με όψη εντόμου και χοντρή κοιλιά, παραγεμισμένη με κουρέλια. Οι υβριδικές, τερατόμορφες κούκλες είναι, άλλωστε, αναγνωρίσιμοι επισκέπτες στις εκθέσεις του John Bock. Η αγάπη του για τα κουρέλια γεννήθηκε στα χρόνια των σπουδών του στο Αμβούργο. Τότε άρχισε να αγοράζει ρούχα από τα παζάρια και να τα μεταποιεί.
Σε μια παλιότερη κουβέντα μας είχε αφηγηθεί μια σχετική ιστορία που ορισμένοι θέλουν, σίγουρα, να ξεχάσουν: κάποια στιγμή ζήτησε από τον οίκο μόδας Prada να του παραχωρήσει δέκα δημιουργίες υψηλής ραπτικής, αξίας δέκα χιλιάδων μάρκων η καθεμία, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσει σε μια περφόρμανς.
Συμφώνησαν με χαρά, χωρίς να φαντάζονται αυτό που θα συνέβαινε: ο Bock κατέστρεψε τις πανάκριβες δημιουργίες και τις συνδύασε με κουρέλια που είχε αγοράσει από τα παζάρια. «Θεωρώ τον συνδυασμό των πανάκριβων ρούχων με τα κουρέλια εξαιρετικό» έλεγε, τότε, με απροσποίητη αθωότητα.
Με τον ίδιο παιδικό ενθουσιασμό αποκάλυπτε την Παρασκευή στους επισκέπτες της νέας του έκθεσης κάποια από τα μυστικά των έργων του. Όσοι στέκονταν, για παράδειγμα, μπροστά στον τεράστιο υφασμάτινο πίνακά του –στην επιφάνειά του εξέχει η διογκωμένη «κοιλιά» ενός πλάσματος απροσδιόριστης ταυτότητας– δεν φαντάζονταν ότι στο «στομάχι» του έργου κρυβόταν ένας μικρότερος πίνακας, στον οποίο είχε ζωγραφίσει το πλάσμα που προσπαθούσαμε να αναγνωρίσουμε στον πίνακα.
Eνα αίσθημα αβεβαιότητας, αμφιθυμίας και δημιουργικού παραλογισμού συνδέει όλα τα έργα της έκθεσης, από τα μικρότερα κολάζ μέχρι το βίντεο που γύρισε στο Τόκιο, λίγες μέρες μετά την τραγωδία της Φουκουσίμα. Σε αυτό παρατηρούμε τον καλλιτέχνη να κυκλοφορεί καλοντυμένος στο μετρό της ιαπωνικής πρωτεύουσας, να στήνει αυτοσχέδιες παραστάσεις στον δρόμο, να παρατηρεί τους περαστικούς ή να συνδέει οπτικό υλικό από την πόλη με τις δικές του, «εξωφρενικές» παραστάσεις.
Όσο κι αν προσπαθήσετε, πάντως, δεν θα αναγνωρίσετε στο βίντεο κάποιο προφανές σχόλιο για την πυρηνική τραγωδία. « Ίσως να έχουν αποτυπωθεί, εμμέσως, κάποιες συναντήσεις μου στην πόλη, η ανάμνηση μιας γιαγιάς που καθόταν στην άκρη του δρόμου σε μια κουβέρτα και όταν τη ρωτούσαν πού ήθελε να πάει, απαντούσε “στο σπίτι μου”», λέει.
Ο John Bock δεν είναι, σίγουρα, ο καλλιτέχνης που θα σου επιτρέψει να ακολουθήσεις με ευκολία τη σκέψη του, ούτε και να τον περιορίσεις σε μια ταυτότητα. Αναμειγνύει με αξιοθαύμαστη ευκολία στο έργο του τα πάντα: τα ψυχολογικά κολάζ με τα θραύσματα ποικίλων αντικειμένων του Kurt Schwitters, τη φωνητική ποίηση του Hugo Ball, την αυθάδεια του νταντά, την ποπ, τον μυστικισμό του Joseph Beuys, το glam rock, τον Ταρκόφσκι και το φτηνό σινεμά, την οικονομία, την επιστήμη, τη βλακεία και τα λάθη.
Είναι ένας αλχημιστής ιδεών και ειδών, που αγαπά τον αυτοσχεδιασμό και το τυχαίο, απεχθάνεται τον διδακτισμό, την αναζήτηση οποιουδήποτε καθησυχαστικού νοήματος και δεν αποδίδει στις καλλιτεχνικές του «χειρονομίες» την πολιτική βαρύτητα που απέδιδαν στο έργο τους οι πρωτοπόροι του 20ού αιώνα.
Αυτή η ρευστή, αταξινόμητη «φλυαρία» θυμώνει συχνά ορισμένους θεατές που προσπαθούν, απεγνωσμένα, να εντοπίσουν μια νησίδα καθαρού νοήματος στα έργα του. Το πιο ισχυρό νόημα της τέχνης του ίσως είναι η προσπάθεια ενός ανθρώπου να διαγράψει όλα τα στοιχεία της ταυτότητάς του αυτοσχεδιάζοντας, ενώ η σχέση του με το παράλογο δεν ισοδυναμεί με την αναζήτηση κάποιας εναλλακτικής αλήθειας, αλλά με βουτιά στο κενό.
σχόλια