Ο απόηχος είναι ακόμα αισθητός. Ενός μαγαζιού και μιας εποχής που για όσους τα έζησαν αναφέρονται σε αυτά σαν να επρόκειτο για κάτι ανεπανάληπτο. Άλλωστε, όποιος επέστρεφε από το Βερολίνο του τότε είχε να το λέει. Έμπαινες στο μπαρ-εστιατόριο της Φώφης, περνούσες καταπληκτικά και ζαλιζόσουν από τους διάσημους που μετρούσες γύρω σου. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν είχε καν «πόρτα». Αν δεν «κολλούσε» κάποιος, τον έδιωχνε το ίδιο το μαγαζί, η ίδια η κατάσταση που έβρισκε. Το «Εστιατόριον», όπως λεγόταν επίσημα, αλλά που όλοι αποκαλούσαν Fofi's, βρισκόταν στην αριστοκρατική Fasanenstraße στο νούμερο 70, απέναντι σχεδόν από το Kempinski. Και για τα είκοσι χρόνια που λειτούργησε αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, ένα ορόσημο του πρώην Δυτικού Βερολίνου, πριν από την πτώση του Τείχους, αλλά και για όσο έμεινε ανοικτό, και μέχρι το 1995. Το στέκι μιας γενιάς καλλιτεχνών της πρωτοπορίας, το αγαπημένο εστιατόριο διασημοτήτων, η πλέον κοσμική διεύθυνση μιας εικοσαετίας.
Πριν από λίγες μέρες άνοιξε στο Μουσείο Άλεξ Μυλωνά στην πλατεία Αγ. Ασωμάτων μια έκθεση με τίτλο «Fofi's Berlin» με έργα τέχνης από την προσωπική συλλογή της Φώφης Ακριθάκη. Τη βραδιά των εγκαινίων πολλοί απ' όσους πέρασαν ήταν φίλοι και φίλες της από εκείνη την εποχή που θέλησαν να ξαναζήσουν αμυδρά εκείνη τη γλυκιά παραζάλη των '80s, ξανακοιτάζοντας, επί τη ευκαιρία, τα έργα που κάποτε κρεμόντουσαν στους τοίχους του θρυλικού εστιατορίου.
Για τα είκοσι χρόνια που λειτούργησε αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, ένα ορόσημο του πρώην Δυτικού Βερολίνου, πριν από την πτώση του Τείχους, αλλά και για όσο έμεινε ανοικτό, και μέχρι το 1995. Το στέκι μιας γενιάς καλλιτεχνών της πρωτοπορίας, το αγαπημένο εστιατόριο διασημοτήτων, η πλέον κοσμική διεύθυνση μιας εικοσαετίας.
Συνάντησα τη Φώφη στο σπίτι της στο Κολωνάκι. Κατάλευκοι τοίχοι, άπλετο φως, λίγο σαν να βρίσκεσαι σε νησί, λίγο σαν σε γκαλερί. Παντού κυριαρχούν έργα του άντρα της, Αλέξη Ακριθάκη. Μαζί πρωτοπήγαν στο Βερολίνο το 1968, αφήνοντας πίσω την Αθήνα των συνταγματαρχών, με μια υποτροφία DAAD για καλλιτέχνες που κέρδισε εκείνος. Εκείνη, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, αποφάσισε τις ελεύθερες ώρες της να δουλεύει κι έτσι άνοιξε με δύο φίλους της το μπαρ ΑΧ ΒΑΧ. Της άρεσε, ήταν γεννημένη γι' αυτό. Με το που έπεσε η χούντα επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά μετά από λίγο, πίσω στο Βερολίνο, θα αναλάμβανε ένα άλλο λιλιπούτιο μπαράκι στην άκρη ενός μεγαλύτερου. Όνομα δεν είχε και ήταν σχεδόν αθέατο, αλλά η Φώφη τού έδωσε ζωή! Θες οι μεζέδες της, που κουβαλούσε από το σπίτι με ταξί, θες η τρέλα της, το μπαράκι τράβηξε όλους τους αντισυμβατικούς ανθρώπους της έτσι κι αλλιώς ιδιόρρυθμης πόλης. Οι θαμώνες ήταν από μέλη της Μπάντερμαϊνχοφ μέχρι τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και τον μετέπειτα υπουργό εξωτερικών Ότο Σίλι. Φυσικά και όλοι οι νέοι καλλιτέχνες, διανοούμενοι και φοιτητές των αρχών του '70.
Όταν, λοιπόν, της πρότειναν οι συμπατριώτες της Βασίλης Κουράφαλος και Κώστας Κασάμπαλης να ανοίξουν ένα νέο εστιατόριο, ήξεραν ότι η Φώφη ήταν εγγύηση επιτυχίας. Και δεν έπεσαν έξω. «Είπαμε στην αρχή να μην το ονομάσουμε Fofi's για να μη γίνει προσωπικό, αλλά τελικά δεν το αποφύγαμε» μου λέει και γελάει με το χαρακτηριστικό, τρανταχτό της γέλιο. Το ίδιο που κέρδισε ένα βράδυ τον Άλαν Μπέιτς, ο οποίος μπήκε μέσα στο μαγαζί με κατάξανθα βαμμένα μαλλιά για μια ταινία που γύριζε στο Βερολίνο με τον Σαμπρόλ. Όχι μόνο δεν προσβλήθηκε, αλλά έγινε σταθερός πελάτης και πολύ φίλος της. «Ποιοι ήταν οι πραγματικά σταθεροί;» τη ρωτάω. «Η εικαστικός Ρεμπέκα Χορν ήταν από τους "ιδρυτές", θα λέγαμε, αλλά και ο σπουδαίος ηθοποιός Ούντο Ζάμελ, ο Ελβετός σκηνοθέτης θεάτρου Λυκ Μπόντι, ήταν πάντα εκεί. Πολλοί ηθοποιοί ερχόντουσαν κάθε βράδυ, όλη η Σάουμπινε».
Ο χώρος, ισόγειο σε ένα νεοκλασικό του 19ου αιώνα, είχε μακρά ιστορία στον χώρο της εστίασης. Υπήρξε ανέκαθεν εστιατόριο, τη δεκαετία του '30 μάλιστα εκεί μέσα έτρωγαν αξιωματικοί της Γκεστάπο, ενώ λίγο πριν το αναλάβει η Φώφη ήταν κλαμπ με drag show και παρουσίαζε το πρόγραμμά της η θρυλική Γαλλίδα τρανσέξουαλ Κοξινέλ. Αλλά και επί Φώφης το μέρος το χαρακτήριζε η απόλυτη «ανεξιθρησκία» – από την άποψη τύπων ανθρώπων που το θεωρούσαν στέκι τους. Από τα πιο αναρχικά πνεύματα μέχρι την πιο αμφισβητούμενη εξουσία. Καταρχάς, ο ίδιος ο Αλέξης Ακριθάκης, ο οποίος, εκτός από τη διακόσμηση του μαγαζιού, με τις «ακρότητές» του παράσερνε και την ίδια (αλλά και όλους) σε μια ανάλογη «δημιουργική» τρέλα. Εξάλλου, κάθε ιδιορρυθμία που τυχόν γινόταν εκεί μέσα ενθουσίαζε τους Γερμανούς και το μαγαζί αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερη φήμη. «Έβγαζα το τακούνι. Όταν έβλεπα ότι ετοίμαζε κάτι. Έβγαζα τη γόβα και ορμούσα πάνω του και στον φίλο του τον Χαρίση και τους χτυπούσα με το τακούνι» θυμάται και γελάει.
Ο Ακριθάκης υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία, τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Και, φυσικά, δεν υπολόγιζε τις συμβατικότητες. Έμπαινε μες στο μαγαζί με τη μηχανή του, πετούσε τα σκουπίδια στη σάλα, δεν είχε κανένα σχεδόν όριο. Ενοχλούσε; Ίσως, αλλά τελικά κανείς δεν έφευγε. Όχι μόνο δεν έφευγαν, αλλά ερχόντουσαν ξανά και ξανά. Μια μείξη σούπερ κοσμικών ανάκατα με φευγάτους καλλιτέχνες και διανοούμενους. «Κάποιοι θα έπιναν πολύ» σχολιάζω. «Πρώτη-πρώτη η ιδιοκτήτρια» μου λέει και ξεσπάει σε γέλια ακόμα μια φορά. «Υπήρχαν και οι διάσημοι πότες που ήταν θαμώνες σας, απ' όσο ξέρω, όπως ο Φράνσις Μπέικον» συμπληρώνω. «Ήταν ένας κούκλος, τέλεια ντυμένος με κοστούμι Savile Row. Ερχόταν κι έπινε με τις ώρες». Ο σπουδαίος Βρετανός είχε μείνει για έναν μήνα στο Βερολίνο με αφορμή μια έκθεσή του, βρισκόταν κάθε βράδυ εκεί και στο τέλος της χάρισε και ένα έργο του. Σήμερα κρέμεται και αυτό στους τοίχους του Μουσείου Μυλωνά, όπως και τα υπόλοιπα έργα της έκθεσης που είναι δώρα σπουδαίων καλλιτεχνών που τα χάρισαν στη Φώφη και τα οποία εκείνη τα κρεμούσε στους τοίχους του Εστιατόριον. Ποιο είναι το αγαπημένο της; «Αγαπώ πολύ την εγκατάσταση με το τραπεζομάντηλο που συνυπογράφουν η Ρεμπέκα Χορν, ο Γιάννης Κουνέλλης και ο Χάινερ Μίλερ. Ήταν τα γενέθλια της Ρεμπέκας και του Γιάννη –συμπίπτουν με μια μέρα διαφορά– και συζητούσαν μαζί με τον Μίλερ. Άρχισαν να φτιάχνουν κάτι πάνω στο τραπέζι με το μαχαίρι, τα τσιγάρα, διάφορα αντικείμενα, και στο τέλος μου ζήτησαν να μην το πειράξουμε. Την επομένη ήρθε η Ρεμπέκα και το ξεμοντάρισε, το φιξάρισε, κόψαμε και τα πόδια του τραπεζιού, και έμεινε στο μαγαζί ως έργο. Τώρα βρίσκεται κι αυτό στην έκθεση. Επίσης, μου αρέσουν πολύ οι τηλεοράσεις του Εντ Κίλχοτζ, πολύ μεγάλο όνομα της Γερμανίας σήμερα. Είχε έρθει και τις τοποθέτησε ο ίδιος. Μια άλλη φορά, πάλι, η Ρεμπέκα καθόταν με τον Μπομπ Γουίλσον και τον Πατρίς Σερώ και μιλούσαν μέχρι τα ξημερώματα, ενώ άκουγαν την "Κάστα Ντίβα" με την Κάλλας. Έφυγαν στις 5:00 το πρωί, εγώ ήμουν εξαντλημένη και την επομένη ήρθε ο Μπομπ και μου έφερε το σχέδιο της Μήδειας. Ο Ράουσενμπεργκ αγαπούσε πολύ τον Αλέξη κι ερχόταν συχνά στο Βερολίνο για κάποιον λόγο. Και τα δικά του έργα μου αρέσουν».
Η Φώφη σε όλη της τη ζωή υπήρξε η απόλυτη κοσμοπολίτισσα. Έχοντας ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια, πέρασε από την Αθήνα, το Λονδίνο, έμεινε δύο χρόνια στο Καράτσι – δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. «Η Φώφη είναι σικ με τους αστούς, καλλιτεχνίζουσα με τους καλλιτέχνες, αναρχική με τους αναρχικούς, λαϊκή με τους λαϊκούς, Ελληνίδα, Αγγλίδα, επικοινωνεί με όλους» λέει ο φίλος της Κώστας Γώγος
Η Φώφη σε όλη της τη ζωή υπήρξε η απόλυτη κοσμοπολίτισσα. Έχοντας ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια, πέρασε από την Αθήνα, το Λονδίνο, έμεινε δύο χρόνια στο Καράτσι – δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. «Η Φώφη είναι σικ με τους αστούς, καλλιτεχνίζουσα με τους καλλιτέχνες, αναρχική με τους αναρχικούς, λαϊκή με τους λαϊκούς, Ελληνίδα, Αγγλίδα, επικοινωνεί με όλους» λέει ο φίλος της Κώστας Γώγος που είναι παρών στη συζήτηση και ο οποίος υπήρξε για 15 χρόνια μπάρμαν του Fofi's. «Έπαιξε ρόλο το ελληνικό σας ταμπεραμέντο;» ρωτάω αυτήν τη σύγχρονη Κίρκη που μάγευε τόσο κόσμο και θεωρούσαν το μαγαζί της τόσο οικείο που δεν ξεκολλούσαν. «Δεν είμαι και τυπική Ελληνίδα, αλλά, ναι, υπήρχε και αυτό το στοιχείο της ανεμελιάς και της τυπικής ελληνικής ανευθυνότητας. Αν και, κατά τα άλλα, όλα λειτουργούσαν ρολόι. Οι σερβιτόροι, το σέρβις, όλα» μου απαντάει.
«Πώς νιώθατε που μια πόλη σαν το Βερολίνο σας είχε αναγάγει σε σύμβολο;» ρωτάω. «Ξέρεις, δεν είμαι ματαιόδοξη. Απλώς ζούσαμε. Αγαπούσα τον κόσμο, τους πελάτες, δεν καλούσαμε εφημερίδες, κάτι που άλλοι το έκαναν». Η Φώφη, με τα χρόνια, χάρη στο Εστιατόριον, απέκτησε όντως διεθνή φήμη. «Μας έγραφαν οι "New York Times", το ιταλικό "Panorama" έλεγε ότι περνάς φελινικές νύχτες στο Fofi's». Φαντάζομαι, εννοούσαν σκηνές από την Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι. «Μα, ερχόντουσαν και νεόπλουτοι με καλλονές;» τη ρωτάω. «Μα, από αυτούς ζούσαμε!» πετάγεται ο Κώστας. «Επειδή το Βερολίνο ζούσε τεχνηέντως, είχε ανάγκη από ενίσχυση. Έτσι, ήταν προορισμός όλων των διάσημων Γερμανών. Εκεί δίνονταν οι "Χρυσές Κάμερες" και μετά από εμάς περνούσαν οι μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί σταρ. Και, ναι, έχουν έρθει και διάσημα μοντέλα όπως η Κλόντια Σίφερ, αλλά και η Ιμάν. Δεν υπήρχε πιο κοσμικό μέρος στην πόλη ολόκληρη! «Η καθημερινότητά μας ήταν αυτή!» εξηγεί ο Κώστας, ο οποίος υπήρξε και το πειραχτήρι του μαγαζιού, που έκανε και όλες τις τρέλες με τους πελάτες. «Έπαιρνε τις πανάκριβες γούνες των κυριών και τις φορούσε πέρα δώθε σαν σε πασαρέλα κι εκείνες έμεναν με ανοιχτό το στόμα» θυμάται η Φώφη και ξεκαρδίζεται.
Ήταν μια πολλή ιδιαίτερη εποχή. Το περίκλειστο από το Τείχος Βερολίνο, η σεξουαλική επανάσταση, η αβανγκάρντ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τα προνόμια που πρόσφερε η γερμανική κυβέρνηση σε όποιον ήθελε να ζήσει εκεί, να απαλλάσσεται από στρατιωτική θητεία και φόρους. Όλα συναινούσαν στο να είναι ένας τόπος ελευθερίας και δημιουργίας. Τη βραδιά που έπεσε το Τείχος ξεχύθηκαν όλοι τους να το γιορτάσουν στους δρόμους. «Η πόλη είχε αρχίσει να μαραίνεται. Είχε καταντήσει μια πόλη–τζάνκι. Δεν μπορούσε να έχει βαριά βιομηχανία, δεν μπορούσε να αναπτυχθεί. Έπρεπε να πέσει το Τείχος» εξηγεί η Φώφη και κάτι θα ξέρει. Άρθρο του «Spiegel» το 1989 άρχιζε λέγοντας ότι μέσα στο Fofi's καταστρώθηκε η πτώση του, ενώ ο συγγραφέας κατασκοπευτικών βιβλίων Τζων Λε Καρέ αναφέρεται στη σοφία της στη Μικρή Τυμπανίστρια. Σε ένα συνέδριο της World Bank είχαν καθίσει να φάνε διπλωμάτες και διεθνείς τραπεζίτες. Μια διαδήλωση έφτασε μέχρι έξω από το μαγαζί και άρχισαν να πετροβολούν. Βγήκε η Φώφη και με μια φωνή τους σταμάτησε. Καγκελάριοι και υπουργοί εκεί κατέληγαν. Ο Κολ, ο Γκένσερ, που έκανε αστειάκια μαζί της, ο Χόλμπρουκ, που της ζήτησε τη γνώμη της για τη Μακεδονία, ο αρχηγός της Μοσάντ –εκείνος που έφερε σε πέρας την αεροπειρατεία στο Έτεμπε–, που μετά από ένα επίσημο γεύμα προς τιμή του, δήλωσε ερωτευμένος μαζί της.
Μετά την πτώση, το Βερολίνο βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος περισσότερο από ποτέ. Οι κινηματογραφικοί σταρ και οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες κατέκλυζαν την Μπερλινάλε. Αν και φαντάζομαι πως αυτό συνέβαινε συχνά, τη ρωτάω αν θυμάται μια νύχτα που το μαγαζί να ήταν γεμάτο από διάσημους του κινηματογράφου. «Α, ναι, ήταν συνηθισμένο, αλλά θυμάμαι την ίδια βραδιά να είναι η Τζούλι Κρίστι, ο Μάικλ Ντάγκλας, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ και ο Μόργκαν Φρίμαν» μου λέει. Αλλά δεν έχει πια νόημα το name dropping, όταν με τα χρόνια έγιναν όλοι φίλοι της: ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Ομάρ Σαρίφ, ο Τομ Χανκς. Όταν ανάμεσα στους πελάτες της συγκαταλέγονταν ο Άντι Γούρχολ, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο Έλτον Τζον, ο Ρομπέρτο Μπενίνι, ο Τζιάνι Ανιέλι και πόσοι άλλοι. «Και από Έλληνες;». «Ο Ιόλας, που του άρεσε πολύ, είχε έρθει μερικές φορές, ο Πάγκαλος, που ήταν φίλος του Αλέξη, η Μελίνα, όταν της έκανε ένα αφιέρωμα το Φεστιβάλ, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Παναγιωτόπουλος με τον Λευτέρη Βογιατζή που γύριζαν μια ταινία, δεν τους θυμάμαι και όλους». «Εγώ σέρβιρα τον Σαμαρά» θυμάται ο Γώγος. «Μα, γιατί το κλείσατε;» ρωτάω σαν να ήμουν κι εγώ απογοητευμένος θαμώνας της, γνωρίζοντας όμως ότι το 1994 είχε φύγει ο Αλέξης Ακριθάκης από τη ζωή. «Ο Αλέξης τα τελευταία χρόνια δεν ερχόταν. Εγώ πια είχα κουραστεί πολύ. Τριάντα χρόνια νύχτα. Και το κακό ήταν ότι συμμετείχα. Έπινα, κάπνιζα, έδινα τρομερή ενέργεια, δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό» λέει. Το Fofi's έκλεισε οριστικά στις 17 Ιουνίου του 1995 με ένα ανεπανάληπτο πάρτι. Πέρασε όλη η πόλη που λένε... «Και δεν σας πίκρανε αυτό;» ρωτάω. «Την άλλη μέρα, ναι».
Για πολλά χρόνια, κάθε φορά που επέστρεφε στο Βερολίνο, που το αγαπάει πολύ, της έριχναν ιδέες για ένα ακόμα νέο μαγαζί. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται. Μπαίνει σε μαγαζιά και τη χειροκροτούν. Άρα, είναι μόνο το άτομο. Δεν υπήρχε εστιατόριο. Υπήρχε η Φώφη. Όπου και να τη βάλεις, θα δημιουργήσει ένα σώμα ό,τι πιο...» συμπληρώνει ο Κώστας Γώγος.
σχόλια