Νεοαφιχθείς σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη, ο κύριος Πόνζα, υπάλληλος στη νομαρχία, έχει αναστατώσει την τοπική κοινωνία. Η γυναίκα του δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι – ακόμα και με τη μητέρα της επικοινωνεί από απόσταση. Κάτι περίεργο συμβαίνει μ’ αυτούς τους τρεις, που τροφοδοτεί με ενδιαφέρον υλικό τις συζητήσεις στα σαλόνια. Τρεις κυρίες αποφασίζουν να λύσουν το μυστήριο πάση θυσία και μια άτυπη ανακριτική διαδικασία θα ξεκινήσει. Ο Πόνζα, η πεθερά του και εν τέλει η γυναίκα του θα κληθούν με τη μία ή την άλλη πρόφαση να δώσουν εξηγήσεις.
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι αν έχει κανείς το δικαίωμα, ή και την υποχρέωση, να παρεμβαίνει στη ζωή τρίτων, στην περίπτωση που έχει ενδείξεις ότι κάτι κακό συμβαίνει στο σπίτι τους – αν οι υποψίες πρέπει να αντιμετωπίζονται με σιωπή και ανοχή, με ενδεχόμενο να συγκαλύπτουν εγκληματικές συμπεριφορές. Δεν είναι, ωστόσο, αυτό που απασχολεί τον ιδιοφυή Λουίτζι Πιραντέλλο (1867-1936) στο Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε) (1917). Το ζήτημα που τον απασχολεί είναι η σχετικότητα της αλήθειας και η πολυσημία της «πραγματικότητας», άρα το άτοπο των βεβαιοτήτων με τις οποίες οι άνθρωποι ρυθμίζουν τη ζωή τους.
«Μελετάω τους ανθρώπους στις πιο συνηθισμένες ασχολίες τους, μήπως και καταφέρω να ανακαλύψω σ’ αυτούς εκείνο που λείπει από μένα στο καθετί που κάνω: τη βεβαιότητα. Μήπως αυτοί, τουλάχιστον, καταλαβαίνουν αυτό που κάνουν.
Καταρχάς, ναι, μου φαίνεται πως πολλοί την έχουν αυτήν τη βεβαιότητα από τον τρόπο που κοιτάζονται και χαιρετιούνται, καθώς τρέχουν εδώ κι εκεί, πίσω από τη δουλειά ή τα καπρίτσια τους. Όταν σταματάω, όμως, για να τους κοιτάξω για λίγο βαθιά στα μάτια με τα δικά μου, προσεχτικά και σιωπηλά, αμέσως βλέπω τα δικά τους να σκοτεινιάζουν. Μερικοί, μάλιστα, αναστατώνονται τόσο ώστε αν συνέχιζα λίγο ακόμη να τους παρατηρώ, θα με προσέβαλαν ή θα μου επιτίθεντο» γράφει στην αρχή του Κινηματογραφιστή (QuadernidiSerafinoGubbio, operatore, 1925).
«Τι μπορούμε να ξέρουμε πραγματικά για τους άλλους;» αναρωτιέται ο Λαουντίζι, το πλέον κρίσιμο πρόσωπο στην πινακοθήκη του Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, σύγχρονη εκδοχή ενός σαιξπηρικού τρελού που λέει τις αλήθειες που κανείς δεν θέλει ή δεν μπορεί να δεχθεί. Θα δώσει εμμέσως την απάντηση από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου: αν οι πληροφορίες που μου δίνουν οι αισθήσεις μου δεν συμπίπτουν με τις δικές σου για το ίδιο πράγμα, τότε δεν μιλάμε για την ίδια «πραγματικότητα». Πώς μπορεί να πιστεύει κάποιος ότι ξέρει τι συμβαίνει με τους άλλους, όταν ούτε για τον εαυτό μας δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι (από τη στιγμή που καθένας από τους γύρω μας έχει διαφορετική ιδέα γι’ αυτό που οι ίδιοι νομίζουμε ότι είμαστε, και με δεδομένο ότι η προσωπικότητα είναι διαρκώς εξελίξιμη). Ζωή σημαίνει αλλαγή, μεταβολή, που αφορά εξίσου τον παρατηρητή και τον παρατηρούμενο. «Να είσαι, δεν θα πει τίποτα. Να είσαι, θα πει να γίνεσαι» λέει η «Άγνωστη» σ’ ένα μεταγενέστερο έργο του, στο Όπως με θέλεις (1929-30).
Όσο το έργο εξελίσσεται, θα δοθούν τέσσερις εξηγήσεις/εκδοχές για το τι συμβαίνει στην «πραγματικότητα». Ούτε οι Αρχές με τα λογής πιστοποιητικά τους, ούτε οι μάρτυρες που εντοπίζονται μπορούν να πουν με βεβαιότητα ποια απ’ όλες είναι η «σωστή». Μεταξύ άλλων σημαντικών, δηλαδή, ο Πιραντέλλο θίγει εδώ και το μείζον δράμα της αδυναμίας ασφαλούς διάκρισης του αληθούς από το ψευδές. Ανοίγοντας μια παρένθεση, να θυμίσω ότι ήδη από το β’ μισό του 5ου αι. φιλόσοφοι και σοφιστές/δάσκαλοι της ρητορικής αρνούνταν την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας, αντιμετωπίζοντας την αλήθεια ως υποκειμενικό φαινόμενο. Τους απασχόλησε το μη αναγώγιμο του πραγματικού στον λόγο (ένα απλοϊκό παράδειγμα: το τριαντάφυλλο είναι κόκκινο – αλλά τι σημαίνει κόκκινο, και μπορείς να το περιγράψεις σ’ έναν τυφλό;) Έπειτα, μια αισθητή παράσταση μπορεί να είναι εσφαλμένη, όντας αληθινή – τρεις αυτόπτες μάρτυρες δεν θα περιγράψουν όμοια το ίδιο γεγονός. Ο Πρωταγόρας αρνιόταν την ισχύ του νόμου της αντίφασης και πίστευε ότι όλες οι γνώμες των ανθρώπων είναι αληθινές. Ο Αριστοτέλης του απάντησε: αν δεχθούμε, όμως, ότι καμιά πρόταση δεν μπορεί να είναι αντικειμενικά αληθινή, δεν θα είναι αληθινή και αυτή η πρόταση που λέει ότι δεν ισχύει ο νόμος της αντίφασης.
Μα, τότε, τι γίνεται στο πεδίο της θεσμικής απονομής δικαιοσύνης; Αν η αλήθεια (αυτό που πραγματικά συνέβη), για να νοηθεί ως τέτοια, πρέπει να είναι αληθοφανής και χρειάζεται τις δυνατότητες της Πειθούς και τα ρητορικά τεχνάσματα για να επιβληθεί;.
Δύσκολα ζητήματα. Και πώς να ζήσεις χωρίς βεβαιότητες «ασφαλείας»; Ο Πιραντέλλο μοιάζει να λέει ότι το πρόβλημα ακυρώνεται από τη στιγμή που θα δεχθούμε ότι η αλήθεια δεν είναι μία και ότι καλό και σωστό δεν είναι κατ’ ανάγκην αυτό που εμείς πιστεύουμε ως τέτοιο. Η ζωή συνεχίζεται απρόσκοπτα, αρκεί να σεβόμαστε αυτά που εκφράζουν οι άλλοι, ακόμα κι αν είναι εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που πιστεύουμε εμείς. Κόλαση δεν είναι οι άλλοι, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο μπορεί να είναι κόλαση ο ίδιος ο εαυτός μας.
Για καλή του τύχη, τα φιλοσοφικά ζητήματα που απασχόλησαν επίμονα τον συγγραφέα στο σύνολο του έργου του ήταν τέτοιας ποιότητας, που βρήκαν στο θεατρικό σανίδι τον ιδανικό τόπο και τρόπο για να εκτεθούν. Πώς να μιλήσεις καλύτερα για τις ψευδαισθήσεις της πραγματικής ζωής, αν όχι μέσα από τις ψευδαισθήσεις της σκηνής; Η θεατρικότητα γίνεται ουσία που ξεπερνά και ενοποιεί τα διαφορετικά επίπεδα ψευδαίσθησης μεταξύ σκηνής/επινόησης και πλατείας/πραγματικότητας. Ο Δημήτρης Καραντζάς αξιοποίησε στην παράστασή του στην Κεντρική Σκηνή αυτό το μείζον χαρακτηριστικό της δραματουργίας του και έστησε το Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε) σαν σκηνικό παιχνίδι που καμία σχέση δεν θέλει να έχει με τον ρεαλισμό. Οι δραματικοί τόποι (σαλόνι και γραφείο) έγιναν μια θεατρική σκηνή εντός της αχανούς μαύρης σκηνής του θεάτρου, στην οποία η ιστορία εξελίσσεται ως φάρσα, ως παιγνιώδης αντιστροφή ενός σοβαρού αστικού δράματος. Οι κινήσεις, οι φωνές, οι συμπεριφορές των προσώπων μεγεθύνθηκαν (ενίοτε σε βαθμό ενοχλητικό): με κάποιες εξαιρέσεις (τον έξοχο Κώστα Μπερικόπουλο στον ρόλο του ρεζονέρ Λαουντίζι, την Ξένια Καλογεροπούλου, την Υβόννη Μαλτέζου), οι ηθοποιοί της παράστασης υπηρέτησαν θαυμάσια την «παράλογη» σκηνοθετική ερμηνεία. Η οποία, αν και συμβατή προς το θέατρο του Πιραντέλλο, επιτρέπει να προβληματιστούμε ως προς το εξής: μήπως πρέπει να εμπιστευτούμε ξανά και να διερευνήσουμε τον ρεαλιστικό τρόπο; Ταλαντούχοι σκηνοθέτες της νέας γενιάς από τους οποίους πολλά περιμένουμε, όπως ο Έκτωρ Λυγίζος και ο Δημήτρης Καραντζάς, αντιμετωπίζουν διαφορετικά έργα με παρόμοιο τρόπο, ομογενοποιώντας τα, με ερμηνείες που αρνούνται να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν στην απόδοση της «πραγματικής» ψευδαίσθησης, της ψευδαίσθησης της πραγματικότητας, όπως θα την αποτύπωνε μια σύγχρονη ρεαλιστική ερμηνεία.
Κατά τ’ άλλα, η παράσταση αποτελεί μια θαυμάσια δουλεμένη, συλλογική εργασία, όπου όλα τα στοιχεία (η υποκριτική, η κίνηση της Σταυρούλας Σιάμου, η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου) συμπληρώνουν και αναδεικνύουν το ένα το άλλο.
σχόλια