Το CODA αγοράστηκε από την Apple έναντι 25 εκατομμυρίων δολαρίων στην αγορά του Φεστιβάλ του Σάντανς του 2021 και ανέβηκε στο Apple TV+ πέρσι το καλοκαίρι. Πήρε θετικές κριτικές, απέκτησε οπαδούς, κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και ήρθε ξανά στην επικαιρότητα πριν από λίγες μέρες, καθώς βρέθηκε υποψήφιο σε τρεις οσκαρικές κατηγορίες, Καλύτερης Ταινίας, Διασκευασμένου Σεναρίου και Β’ Ανδρικού Ρόλου – και σήκωσε και τα τρία βραβεία τη βραδιά της 27ης Μαρτίου.
Αν ξεκινούσες να παρακολουθείς την ταινία στην πλατφόρμα χωρίς καμία πληροφορία γύρω από αυτή, θα διαπίστωνες μέσα σε λίγα λεπτά ότι κάτι σου θυμίζει. Είναι επειδή πρόκειται για ριμέικ της γαλλικής δραμεντί Οικογένεια Μπελιέ, που υπήρξε μεγάλο εισπρακτικό hit στη χώρα μας το καλοκαίρι του 2015, πλησιάζοντας τα 100.000 εισιτήρια.
CODA σημαίνει «παιδί κωφών ενηλίκων» (Child of Deaf Adults) και αναφέρεται στη βασική ηρωίδα του έργου, τη Ρούμπι Ρόσι, το μοναδικό άτομο που έχει την ακοή του σε μια τετραμελή οικογένεια κωφών.
Το CODA εστιάζει περισσότερο στην κατανόηση όχι των διαφορών αλλά των δυσκολιών των κωφών σε έναν κόσμο πλασμένο από εμάς, που θεωρούμε το ευεργέτημα της ακοής δεδομένο, στην κατανόηση της νεανικής ανάγκης για αυτονομία αλλά και της γονικής για συμμετοχή και, υπογείως, για αποδοχή.
Εκτελώντας από νεαρή ηλικία χρέη διερμηνέα ανάμεσα στην οικογένειά της και τον περίγυρό τους, ιδίως κατά τη λειτουργία της οικογενειακής επιχείρησης –η οικογένεια Ρόσι βιοπορίζεται μέσω ενός ιδιόκτητου ψαροκάικου–, η δεκαεπτάχρονη Ρούμπι βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι της ζωής της: θέλει να ακουστεί η «φωνή» της κυριολεκτικά, καθώς έχει ταλέντο στο τραγούδι, αλλά και μεταφορικά, τόσο στο σπίτι όσο και στον έξω κόσμο.
Τόσο στη γαλλική όσο και στην αμερικανική εκδοχή της ιστορίας υπάρχει μια ευαισθησία απέναντι στα άτομα με προβλήματα ακοής, επισημαίνεται η ενεργή συμμετοχή τους σε όλους τους τομείς της ζωής –π.χ. ο μπαμπάς και η μαμά της Ρόσι ερωτοτροπούν σε κάθε ευκαιρία– και επιχειρείται μια κινηματογραφική απόδοση της εμπειρίας τους, πάντα με τους όρους ενός λαϊκού θεάματος.
Και στις δύο ταινίες υπάρχει π.χ. εκείνη η καταπληκτική σκηνή της σχολικής συναυλίας, όπου ανάμεσα στο κοινό βρίσκεται και η οικογένεια της ηρωίδας ξαφνικά κόβεται ο ήχος και παρατηρούμε τα δρώμενα υπό το πρίσμα εκείνων, που αντιλαμβάνονται το ταλέντο της κόρης τους μέσα από τον ενθουσιασμό και τα δάκρυα των υπόλοιπων θεατών.
Ωστόσο υπάρχουν και διαφορές ανάμεσα στις δύο ταινίες. Η Οικογένεια Μπελιέ εστιάζει στον απογαλακτισμό, στη σύγκρουση μεταξύ των επιθυμιών της νεαρής κόρης και εκείνων της οικογένειάς της – πέρα από τις ψυχαγωγικές αρετές της ταινίας, ήταν πιθανότατα κι αυτός ένα λόγος που έπιασε τόσο πολύ στη χώρα μας, όπου η παρεμβατικότητα, η υποχρεωτική στενότητα του δεσμού και η συμμετοχή σε όσα αφορούν τη ζωή των τέκνων έχουν αυτονόητο χαρακτήρα για τη συντριπτική μερίδα των οικογενειών και δεν τίθενται προς διαπραγμάτευση, τουλάχιστον από τη γονική πλευρά, συχνά οδηγώντας τις οικογενειακές σχέσεις σε νοσηρές καταστάσεις.
Επιμένοντας σε άσματα του τραγουδοποιού Μισέλ Σαρντού, το «Je Vole», που επιλέχθηκε ως τραγούδι για την οντισιόν της νεαρής ηρωίδας στη γαλλική ταινία και στοίχειωσε το airplay των ελληνικών ραδιοφωνικών σταθμών το καλοκαίρι του 2015, αναφέρεται σε ένα νεαρό άτομο που ανοίγει τα φτερά του, θέτει τα όριά του στους γονείς του και ετοιμάζεται να χαράξει τη δική του πορεία, εξηγώντας παράλληλα ότι αυτό δεν συνεπάγεται απονιά ή «ατίμωση» του πατέρα και της μητέρας κατά τα οριζόμενα στην Παλαιά Διαθήκη.
Ανάλογη είναι η δραματική λειτουργία του τελικού τραγουδιού και στην αμερικανική εκδοχή της ιστορίας. Μόνο που το CODA εστιάζει περισσότερο στην κατανόηση, όχι των διαφορών αλλά των δυσκολιών των κωφών σε έναν κόσμο πλασμένο από εμάς που θεωρούμε το ευεργέτημα της ακοής δεδομένο, στην κατανόηση της νεανικής ανάγκης για αυτονομία αλλά και της γονικής για συμμετοχή και, υπογείως, για αποδοχή.
Γι’ αυτό και το τραγούδι που επιλέγεται είναι το «Both sides now» της Τζόνι Μίτσελ, αυτό το γλυκόπικρο αριστούργημα ανασκόπησης και ενδοσκόπησης που αναφέρεται σε μια ευρύτερη εικόνα, η οποία μπορεί να προσεγγιστεί μόνο μέσα από την εμπειρία και, ναι, την κατανόηση.
Από κει και πέρα, η κωμωδία λειτουργεί λιγότερο αποτελεσματικά στο CODA, που έτσι κι αλλιώς απαλύνει τα φαρσικότερα στοιχεία της αναφοράς του και αποβάλλει και την υποπλοκή με τις δημοτικές εκλογές.
Tο δράμα, όμως, έχει μάλλον ισχυρότερες δακρυγόνες παρενέργειες, σε μεγάλο βαθμό χάρη στο άγουρο star status της νεαρής Έμιλι Τζόουνς και τις ερμηνευτικές ικανότητες της Μάρλι Μάτλιν και, κυρίως, του νικητή στην κατηγορία του Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου Τρόι Κότσουρ.