Η κουβανικής καταγωγής εικαστικός Κάρμεν Χερέρα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 106 ετών. Πέθανε στο σπίτι της στο Μανχάταν, εκεί που έζησε για 60 χρόνια. Η περίπτωσή της είναι μοναδική. Ο κόσμος της τέχνης την ανακάλυψε πολύ αργά, όταν ήταν 89 ετών. Η μοίρα τής επιφύλαξε να ζήσει άλλα 17 χρόνια για να απολαύσει τη φήμη, την αναγνώριση αλλά και το χρήμα που κέρδισε από την τέχνη της.
Τα έντυπα της τέχνης γράφουν ότι «ο κόσμος της τέχνης θρηνεί» την απώλειά της αλλά δεν έδωσαν καμία σημασία επί δεκαετίες σε μια ζωγράφο που δεν θεώρησαν ότι θα γίνει σημαντική, η οποία ζούσε από όσα έβγαζε ο σύζυγός της ως καθηγητής αγγλικών. Όλα άλλαξαν με μια έκθεση το 2004, όταν τα αφηρημένα γεωμετρικά σχήματα που ζωγράφιζε κίνησαν την προσοχή και οδήγησαν στην αναγνώρισή της.
Είναι μοναδική περίπτωση γιατί ο κόσμος της τέχνης ανακαλύπτει νέα ταλέντα και κανένας δεν δίνει σημασία σε μια ζωγράφο που διανύει την έκτη ή την έβδομη δεκαετία της ζωής της.
Όταν ανακάλυψαν τη Χερέρα, η ίδια δεν είχε πλέον μεγάλες προσδοκίες. Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που έφτιαχνε ασπρόμαυρα ή λαμπερά γεωμετρικά σχήματα σε λευκούς καμβάδες. Οι τεχνοκριτικοί της εποχής της είχαν ανακαλύψει την οπ αρτ και τον Έλγουερθ Κέλι, οπότε η παρουσία της Χερέρα, που δεν είχε πρόσβαση σε μεγάλες γκαλερί για να εκθέσει, ήταν σχεδόν περιττή.
Είναι μοναδική περίπτωση γιατί ο κόσμος της τέχνης ανακαλύπτει τα νέα ταλέντα και κανένας δεν δίνει σημασία σε μια ζωγράφο που διανύει την έκτη ή την έβδομη δεκαετία της ζωής της.
Η Χερέρα γεννήθηκε το 1915 στην Αβάνα της Κούβας, σε ένα σπίτι με ανθρώπους του πνεύματος. Οι γονείς της ήταν πρωτοπόροι δημοσιογράφοι της Αβάνας και η μητέρα της συγγραφέας και φεμινίστρια. Η ίδια έκανε μαθήματα τέχνης από την ηλικία των οκτώ ετών. Στα 14 βρέθηκε στο Παρίσι να φοιτά στη Marymount School και επέστρεψε στην Αβάνα για να σπουδάσει αρχιτεκτονική, την οποία εγκατέλειψε τελικά για να ασχοληθεί με τις «ευθείες γραμμές» που την ενδιέφεραν πάντα.
Το 1939 παντρεύτηκε τον καθηγητή αγγλικών Τζέσε Λέβενταλ και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Από το 1943 έως το 1947 σπούδασε με υποτροφία. Από αυτό το σημείο αρχίζει ένας γολγοθάς. Η Χερέρα αγωνίστηκε να συμπεριληφθεί σε εκθέσεις μουσείων και ένιωθε ότι η Αβάνα θα της είχε δώσει περισσότερες ευκαιρίες από όσες της προσέφεραν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετακόμισε ξανά στο Παρίσι. έζησε εκεί άλλα πέντε χρόνια και επηρεάστηκε από το Bauhaus και τον ρωσικό σουπρεματισμό, ενώ συνδέθηκε και με Γάλλους διανοούμενους και φιλοσόφους όπως η Μποβουάρ και ο Σαρτρ. Η επιμελήτρια Ντέινα Μίλερ έγραψε ότι η δουλειά της εξακολουθούσε να περιέχει «πολλή ζωντάνια και ζωή», καθώς και μια «σχεδόν πνευματική ποιότητα».
Το 1950, η Χερέρα έκανε ένα ταξίδι επιστροφής στην Κούβα, όπου ζωγράφισε μια σειρά από αφηρημένα έργα. Τα έργα που δημιουργήθηκαν σε αυτό το ταξίδι αντικατοπτρίζουν τις σύγχρονες εξελίξεις στην αφαίρεση και έχουν ένα στυλ και μια χρωματική παλέτα που δεν παρατηρείται ξανά στα έργα της. Δεν κατόρθωσε να τα εκθέσει στην Κούβα.
Λόγω οικονομικών δυσκολιών επέστρεψαν ξανά στη Νέα Υόρκη και συνέχισε να δουλεύει τους αφαιρετικούς της πίνακες. Σήμερα οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι απορρίφθηκε λόγω του φύλου της. «Το γεγονός ότι ήσουν γυναίκα ήταν εναντίον σου», όπως έλεγε η ίδια. Η γκαλερίστα Ρόουζ Φράιντ της είπε ότι δεν μπορούσε να συμπεριλάβει τα έργα της επειδή ήταν γυναίκα.
Η Χερέρα συνέχισε να δημιουργεί χωρίς αναγνώριση μέχρι την ανακάλυψή της στα τέλη της ζωής της, ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Σε ένα άρθρο για τους «New York Times», ο κριτικός Τεντ Λους συλλαμβάνει συνοπτικά την ουσία του έργου της, που χαρακτηρίζεται από την «τολμηρή απλότητα: έντονα οριοθετημένα μπλοκ χρώματος που συχνά ενεργοποιούνται από μια έντονη διαγώνια γραμμή».
Ποούλησε το πρώτο της έργο τέχνης στα 89 της. Πριν από τις εκθέσεις της στη Lisson Gallery και στο Whitney Museum είχε κάνει μόνο μία σημαντική έκθεση, το 1984, στο Alternative Museum της Νέας Υόρκης που δεν υπάρχει πια. Όπως σημείωσε η Κάρεν Ρόζενμπεργκ, η πρώτη ατομική έκθεση της Χερέρα έγινε πενήντα χρόνια αφότου μετακόμισε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, και αυτό είναι αποτέλεσμα της κυρίαρχης στάσης απέναντι στις γυναίκες στην τέχνη και στους Κουβανούς στην Αμερική, και τα δύο αξεπέραστα εμπόδια που η Χερέρα βρήκε μπροστά της σε όλη την καριέρα της.
Ανακαλύφθηκε κατά τύχη το 2004 όταν ο στενός φίλος της, ζωγράφοςΤόνι Μπέκαρα, ήταν σε ένα δείπνο με τον Φεντερίκο Σεβ, τον ιδιοκτήτη της Latin Collector Gallery στο Μανχάταν. Ο Σεβ ετοίμαζε μια έκθεση με γυναίκες ζωγράφους της γεωμετρικής αφαίρεσης και από την έκθεση είχε μόλις αποχωρήσει μια καλλιτέχνιδα. Ο Μπέκαρα συνέστησε τη Χερέρα. Όταν ο Σεβ είδε τους πίνακές της, στην αρχή θεώρησε ότι έγιναν από τη Lygia Clark, αλλά στη συνέχεια ανακάλυψε ότι οι πίνακες της Χερέρα είχαν γίνει μια δεκαετία νωρίτερα.
Η Κάρμεν Ράμος, επιμελήτρια στο Smithsonian, σημειώνει ότι «σε αντίθεση με πολλούς Ευρωπαίους μετανάστες καλλιτέχνες στις ΗΠΑ, η Χερέρα, η οποία ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις αρχές της δεκαετίας του '20, δεν έχει αναγνωριστεί ως Αμερικανίδα καλλιτέχνις. Η πρόσφατη επιτυχία της φαίνεται βασισμένη στην καταγωγή της από τη Λατινική Αμερική και τελικά κρύβει την ορατότητά της ως καλλιτέχνιδα με έδρα τις ΗΠΑ».
Δεν άλλαξε μόνο η ζωή της αλλά και η περιουσία της.
Το στυλ της προσέλκυσε συλλέκτες και μουσεία όπως το ΜοΜΑ, ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις στο Λονδίνο και την Ευρώπη και η αξία των έργων της εκτοξεύτηκε. Η Χερέρα βρέθηκε με ποσά αδιανόητα, κάθε πίνακας πουλιόταν το λιγότερο 160.000 δολάρια και ο «Observer» του Λονδίνου χαρακτήρισε το έργο της την ανακάλυψη της δεκαετίας, ρωτώντας: «Πώς γίνεται να έχουμε παραβλέψει αυτές τις λαμπρές συνθέσεις;».
Μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων πήγαν σε φροντιστές που είχε όλο το 24ωρο. Χωρίς αυτά τα χρήματα, όπως έλεγε η ίδια, θα είχε καταλήξει σε οίκο ευγηρίας.
Ήταν αδύνατη, καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, ταλαιπωρημένη από αρθρίτιδα, αλλά ζωγράφιζε. Η επιμονή της να ζωγραφίζει μέσα στην ανωνυμία επί δεκαετίες είναι θρυλική, ακατανόητη σχεδόν. «Το κάνω γιατί πρέπει να το κάνω. Είναι ένας καταναγκασμός που μου δίνει επίσης ευχαρίστηση», είπε στους «Times» το 2009.
Όταν το 2015 έκλεισε τα 100, είχε τη θέση της στον κανόνα της μοντέρνας τέχνης του 20ού αιώνα και στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney, όπως της άρμοζε, δίπλα στον Φρανκ Στέλα και τον Τζάσπερ Τζονς. Το Whitney οργάνωσε μια αναδρομική της το 2016, μια έκθεση που θα έπρεπε να έχει γίνει πριν σαράντα ή πενήντα χρόνια. Το όραμά της για τις αφηρημένες γεωμετρικές φόρμες και η επιμονή της ξεπέρασαν τις προκαταλήψεις. Η τύχη την άγγιξε τα τελευταία χρόνια και αντάμειψε μια επίμονη ζωγράφο που κατάφερε να εμποτίσει τον ασκητικό, συνήθως απρόσωπο τρόπο της τέχνης της με συναίσθημα και πνεύμα.