ΝΩΡΙΤΕΡΑ ΤΗ ΦΕΤΙΝΗ ΧΡΟΝΙΑ συμπληρώθηκαν εξήντα χρόνια από την ημέρα που οι Beatles –τέσσερεις πιτσιρικάδες από την εργατική τάξη του Λίβερπουλ– προσγειώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1964 στην Αμερική, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει ούτε πού βρίσκονται ούτε βέβαια ότι την έχουν ήδη κατακτήσει. Σ’ εκείνες τις «σεισμικές» στιγμές όχι μόνο για τη μουσική αλλά και για την σύγχρονη κουλτούρα εν γένει μας μεταφέρει με μαγικό τρόπο αυτό το ντοκιμαντέρ που έστησε ο Ντέιβιντ Τεντέσκι, μόνιμος συνεργάτης του Μάρτιν Σκορσέζε στα μουσικά ντοκιμαντέρ του.
Δεν θα μπορούσε να λείπει κι από αυτήν εδώ την παραγωγή ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης, ο οποίος, εκτός από τον τίτλο του παραγωγού, εμφανίζεται (ακούγεται κυρίως) σε κάποια σημεία να συνομιλεί με τον Ρίνγκο Σταρ, τον έναν από τους δύο «επιζώντες» του μυθικού (κυριολεκτικά) συγκροτήματος.
Ο άλλος είναι φυσικά ο Πολ Μακάρτνι, ο οποίος σημειώνει ότι οι Beatles –αλλά και σύσσωμο σχεδόν το βρετανικό μουσικό κύμα των αρχών της δεκαετίας του ’60– ίσως να μην είχαν υπάρξει ποτέ, αν δεν είχε καταργηθεί η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1960. Λέει επίσης για τις μέρες εκείνες που οι Beatles βρέθηκαν ξαφνικά στη δίνη ενός συναρπαστικού και αδιανόητου κυκλώνα που φαινόταν να συνεπαίρνει ένα ιδιαίτερα εκδηλωτικό κομμάτι της αμερικανικής νεολαίας (και όχι μόνο), με τους ίδιους στο κέντρο του: «Ίσως η Αμερική να χρειαζόταν κάτι σαν τους Beatles για να αναδυθεί από το πένθος και να πει "η ζωή συνεχίζεται"».
«Κάποιες φορές η μουσική μπορεί να φουσκώσει την καρδιά σε σημείο που να κινδυνεύει να σκάσει. Δάκρυα ευτυχίας κυλάνε από τα μάτια σου και δεν μπορείς να πιστέψεις ότι μπορεί να έρχεται τόση ομορφιά από μερικές νότες».
Ο Τζον, ο Πολ, ο Τζορτζ και ο Ρίνγκο πάτησαν το πόδι τους στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης μόνο μερικές μέρες αφότου είχε μετονομαστεί σε «John F. Kennedy Airport», τρεις μήνες μετά την δολοφονία του «πρώτου rock ‘n’ roll Προέδρου».
Όμως ο θρίαμβος του Beatles ‘64 δεν έγκειται στα ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά στοιχεία που προσφέρουν στην ταινία οι «ομιλούσες κεφαλές», αλλά στην εξαιρετική διαχείριση του πρωτότυπου, αρχειακού υλικού στο οποίο βασίζεται, την ταινία δηλαδή που είχαν γυρίσει τότε, ακολουθώντας για δύο εβδομάδες τα ζαλισμένα «σκαθάρια» και τη μικρή ακόμα κουστωδία τους από απόσταση αναπνοής, οι περίφημοι πρωτοπόροι κινηματογραφιστές και βιρτουόζοι του σινεμά βεριτέ, αδελφοί Ντέιβιντ και Άλμπερτ Μέιζλες.
Η ταινία είναι αφιερωμένη σ' αυτούς και δικαίως, αφού είναι η δική τους κάμερα που μας προσφέρει αυτήν τη μοναδική πρόσβαση στο συγκρότημα, που την περισσότερη ώρα βρίσκεται φυλακισμένο σε μια σουίτα του ξενοδοχείου Plaza και περικυκλωμένο σε κάθε βήμα σχεδόν από ορδές φανατικών οπαδών (έφηβων ή σχεδόν έφηβων κοριτσιών κυρίως) σε μόνιμη κατάσταση παροξυσμού. Λειτουργεί ως μια απίστευτη χρονοκάψουλα αυτό το υλικό, ειδικά στην κρυστάλλινη, 4K μορφή αποκατάστασής του, ενώ εξίσου φοβερή δουλειά έχει γίνει από τον Τζάιλς Μάρτιν στον ήχο από τις ζωντανές εμφανίσεις, που πάντα έμοιαζε να πνίγεται στα ουρλιαχτά του κοινού.
Τέσσερις μέρες μετά την άφιξή τους στη Νέα Υόρκη είχε προγραμματιστεί να γίνει η ιστορική εμφάνισή τους στο Ed Sullivan Show, όπου έσπασαν κάθε ρεκόρ θεαματικότητας, αλλά την ώρα της μετάδοσης του προγράμματος, οι αδελφοί Μέιζλες στρέφουν την κάμερά τους στο φτωχικό περιβάλλον μιας οικογένειας «Λατίνων» και εστιάζουν στις αντιδράσεις των δύο κοριτσιών του σπιτιού που παρακολουθούν έκθαμβα από το τραπέζι της κουζίνας τους Beatles σε μια μικρή τηλεόραση.
Ακολούθως, και σε άμεση αντιδιαστολή μ’ αυτό το σκηνικό, μεταφερόμαστε στο μεγαλοαστικό λίβινγκ ρουμ της οικογένειας του Λέοναρντ Μπερνστάιν, όπου επίσης παρακολουθούν το κοσμογονικό, εκ των υστέρων, γεγονός. Ο ίδιος ο διάσημος μαέστρος δηλώνει μάλιστα: «Πιστεύω ότι αυτή η μουσική έχει κάτι τρομερά σημαντικό να πει σ’ εμάς του ενήλικες».
Παρούσα τότε ήταν κι η μικρή κόρη του και φανατική οπαδός του συγκροτήματος, η συγγραφέας Τζέιμι Μπερνστάιν, η οποία εξήντα χρόνια μετά μιλάει συγκινημένη στο Beatles ‘64 για την επείγουσα, σωματική σχεδόν ανάγκη να εκφράσει κάτι «πρωτόγονο» που προκαλούσε το συγκρότημα στα κορίτσια της εφηβείας.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα επίσης κομμάτια του ντοκιμαντέρ είναι ένα κλιπ από μια τηλεοπτική εμφάνιση της Μπέτι Φρίνταν λίγο μετά την εισβολή των Beatles στην Αμερική και έναν χρόνο περίπου μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της, The Feminine Mystique, βίβλου του δεύτερου φεμινιστικού κύματος, όπου λέει για το συγκρότημα: «Αυτά τα αγόρια με τα μακριά μαλλιά και την όλη συμπεριφορά τους λένε όχι στον αρρενωπό μυστικισμό, όχι στη σκληρή, μάτσο, σαδιστική, λακωνική, τύπου Έρνεστ Χέμινγουεϊ αρρενωπότητα. Εκπροσωπούν τον άνδρα που έχει τη δύναμη να είναι ευγενικός – αυτό είναι ένα νέο είδος άνδρα».
Οι συνεντεύξεις που παίρνουν από «ανώνυμα» πρόσωπα οι αδελφοί Μέιζλες δείχνουν επίσης τον βαθμό στον οποίον ο αντίκτυπος των Beatles υπερέβαινε φυλή, μόρφωση και κοινωνική τάξη. Μια νεαρή σπουδάστρια του περίφημου Τζούλιαρντ, που κρατά παρτιτούρες από άριες στα χέρια της, δηλώνει ότι δεν αντέχει το rock ‘n’ roll, αλλά πεθαίνει για τους Beatles, ενώ κάποια μαύρα κορίτσια στο Χάρλεμ επίσης εκφράζουν τον θαυμασμό τους για το συγκρότημα.
Αντιθέτως, ένας νεαρός μαύρος λέει ότι η μουσική τους του φαίνεται παιδαριώδης συγκριτικά με τα δικά του είδωλα – τον Μάιλς Ντέιβις και τον Τζον Κολτρέιν. Αυτό για το οποίο δεν τίθεται καμία αμφισβήτηση είναι η αγάπη των Beatles για τη μαύρη μουσική (τα μπλουζ, το rock n’ roll, το R&B, την pop/soul Motown), όπως επιβεβαιώνουν στις συνεντεύξεις τους στο ντοκιμαντέρ θεότητες όπως ο Σμόκι Ρόμπινσον, η Ρόνι Σπέκτορ και ο Ρόναλντ Άιζλι.
Η κάμερα ακολουθεί τους Beatles στην πρώτη τους αμερικανική συναυλία, στην Ουάσινγκτον, όπου η βρετανική πρεσβεία τούς παραχώρησε μια δεξίωση κατά την οποία το προσωπικό της τους πρόσβαλλε διαρκώς και με τον χειρότερο τρόπο. Σ’ εκείνη την παρθενική ζωντανή τους εμφάνιση στη χώρα, ένας από τους εκστασιασμένους θαμώνες ήταν και ο Ντέιβιντ Λιντς, μαθητής γυμνασίου τότε, ο οποίος περιγράφει σήμερα στο ντοκιμαντέρ με συγκινητικό τρόπο την ένταση και την αιώνια μοναδικότητα εκείνης της εμπειρίας: «Κάποιες φορές η μουσική μπορεί να φουσκώσει την καρδιά σε σημείο που να κινδυνεύει να σκάσει. Δάκρυα ευτυχίας κυλάνε από τα μάτια σου και δεν μπορείς να πιστέψεις ότι μπορεί να έρχεται τόση ομορφιά από μερικές νότες».
Beatles ‘64 | Official Trailer