ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ της πανδημίας – όταν δόθηκε δηλαδή το σήμα για το πρώτο λοκντάουν – είχε κάνει πρεμιέρα στο Netflix, το οποίο έμελλε τους επόμενους μήνες να γιγαντωθεί λόγω των συνθηκών εγκλεισμού, ένα (stand up) comedy special που, παρότι είχε γυριστεί από πριν, έμοιαζε να συλλαμβάνει με ανατριχιαστικά προφητικό τρόπο την ατμόσφαιρα δέους και αποκάλυψης που έμοιαζε να απλώνεται πάνω απ’ τον κόσμο. Ήταν το “End Days Fun” του σπουδαίου και αγαπητού Marc Maron.
Και τώρα, που αχνοφαίνεται ας πούμε στον ορίζοντα ένα κάποιο τέλος αυτής της συνθήκης, σκάει στην ίδια πλατφόρμα μια παραληρηματική φαντασμαγορία που επίσης ανήκει, κατ’ όνομα έστω, στο είδος της μαγνητοσκοπημένης κωμικής παράστασης και αποτελεί, μεταξύ πολλών άλλων, ένα συνταρακτικό και συναρπαστικό μνημείο της ζωής μας μέσα στην ερμητική, σουρεαλιστική, απόκοσμη παράνοια του λοκντάουν αλλά και του ίντερνετ γενικώς. Λέγεται “Inside” και ο τίτλος του μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως.
Ο Μπο Μπέρναμ είχε γίνει διάσημος από τα 16 του ήδη με αυτό το μίγμα σάτιρας και εξομολόγησης μετά μουσικής που θα χαρακτήριζε και στη συνέχεια την δουλειά του, ως ένας από τους πιο ταλαντούχους σταρ του YouTube.
Πρόκειται για το αποκλειστικό δημιούργημα του νεαρού κωμικού, performer, τραγουδοποιού, (δραματικού) ηθοποιού, σκηνοθέτη, (και) ποιητή Bo Burnham, ο οποίος δεν είναι καθόλου «λίγο απ’ όλα» ή «ό,τι να’ ναι», αντιθέτως έχει αποδείξει ότι «το έχει» και με το παραπάνω σε όλες τις παραπάνω μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, ακόμα και στην ποίηση, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Σε ένα από τα "σκετς" αυτής της ταινίας ας την πούμε (εκτροχιασμένο μιούζικαλ; one man performance piece; ταξίδι στα όρια της έκφρασης και της λογικής;) η οποία ανακατεύει σχεδόν κάθε οπτικοακουστικό μέσο και κάθε αισθητική φόρμα που υπάρχει, εμφανίζεται να κλείνει απομονωμένος τα 30 του χρόνια, το βιογραφικό του όμως είναι ήδη κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό και ψαρωτικό.
Ο Μπο Μπέρναμ είχε γίνει διάσημος από τα 16 του ήδη με αυτό το μίγμα σάτιρας και εξομολόγησης μετά μουσικής που θα χαρακτήριζε και στη συνέχεια την δουλειά του, ως ένας από τους πιο ταλαντούχους σταρ του YouTube. Έξι χρόνια αργότερα, το 2013, προβλήθηκε το πρώτο του comedy special στο Netflix (τίτλος του, “what” ) και πριν από πέντε χρόνια, το δεύτερο, που είχε τίτλο “Happy” (αμφότερα υπάρχουν διαθέσιμα στην πλατφόρμα για όποιον/α θέλει να αναζητήσει τα ίχνη που οδηγούν στο “Inside”).
Κάπου εκεί άρχισε να βασανίζεται από κρίσεις πανικού στη σκηνή και αναγκάστηκε να διακόψει τις ζωντανές εμφανίσεις και να ασχοληθεί με την σκηνοθεσία (μεταξύ άλλων είναι υπεύθυνος για την εξαιρετικής ευαισθησίας και πολυβραβευμένη δραματική κομεντί “Eighth Grade” του 2018) και την δραματική ηθοποιία (έπαιξε πέρσι πλάι στην Κάρι Μάλιγκαν στο “Promising Young Woman” ενώ πρόκειται να ερμηνεύσει και τον ρόλο του Λάρι Μπερντ σε μια νέα παραγωγή για την ζωή του διάσημου μπασκετμπολίστα).
Στις αρχές όμως του 2020, όπως μας λέει στην αρχή αυτής της πολυεπίπεδης αυτοβιογραφικής ταινίας (ή «οτιδήποτε είναι αυτό το πράγμα», όπως λέει ο ίδιος) που γύρισε μόνος του στον ξενώνα του σπιτιού του κάνοντας μεγαλειωδώς εμπνευσμένη χρήση κάθε πιθανού μέσου που είχε στη διάθεσή του (κάμερες, φώτα, προτζέκτορες, μουσικά όργανα, ψηφιακά εφέ, σχιζοειδές μοντάζ), ένιωθε πολύ καλύτερα και είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην σκηνή και στις περιοδείες, «όταν ξαφνικά συνέβη το πιο περίεργο πράγμα στον κόσμο», δηλαδή η πανδημία.
Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να πραγματοποιήσει την θεαματική επανεμφάνισή του ως stand up ερμηνευτής, έστω και χωρίς κοινό, έστω και χωρίς να ξέρει πόσο θα τραβήξει και πού θα τον οδηγούσε αυτή η διαδικασία που κράτησε μήνες μέσα στην καραντίνα και μέσα στο κεφάλι του. Ασχέτως αν λειτουργούν απολύτως όλα τα αστεία, τα «μουσικά νούμερα», οι μετα-μετα-μεταμοντέρνες συνεκδοχές, οι λιτανείες και οι ανεξέλεγκτες πτυχές μιας ευρύτατης θεματολογίας (από το «κάψιμο» του διαδικτύου και τον Τζεφ Μπέζος μέχρι την φρενήρη και χαοτική ανάπτυξη του ύστερου καπιταλισμού εντός και εκτός πλαισίου πανδημίας), το αποτέλεσμα προκαλεί δέος ως οπτικοακουστική πανδαισία (ή φρενίτιδα) και ως η πιο παραστατική ίσως μεταφορά των συνθηκών απομόνωσης που ζήσαμε, περιφερόμενοι εκτός τόπου και χρόνου ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, ανάμεσα στον δημιουργικό, αεικίνητο οίστρο και στην καθηλωτική παράλυση.