Τις τελευταίες μέρες διαβάζουμε συχνά δηλώσεις του Ζακ Σνάιντερ για το πώς στη Warner Bros δεν εκτίμησαν το όραμα του για το Justice League και δεν τον άφησαν να ολοκληρώσει την εποποιία που οραματίστηκε, η οποία θα ολοκληρωνόταν σε τρεις ταινίες. Υποστήριξε επί λέξει ότι οι άνθρωποι του στούντιο είναι «αντι-Σνάιντερ», θυμίζοντας λίγο τον αείμνηστο Νικόλα Αλέφαντο που στην εκπομπή της Έλλης Στάη καλούσε βουρκωμένος τον διαιτητή Δούρο να βγει στο τηλέφωνο, για να λογοδοτήσει που τον στοχοποίησε και έσφαξε την ομάδα του στο ντέρμπι.
Το Netflix λοιπόν, που είναι pro-Σνάιντερ, όπως φαίνεται, του έδωσε λευκή επιταγή για να γυρίσει την επόμενη ταινία του ακριβώς όπως την οραματίστηκε. Και εκείνος τα έκανε μούσκεμα.
Υπάρχουν μερικά στοιχεία που κάνουν την υπογραφή του Σνάιντερ διακριτή. Είναι η μεγαλοσχημοσύνη, το slow motion, το μοντάζ πάνω σε τραγουδιστικές επιτυχίες των ‘60s και των ‘70s, η ψηφιακή σκηνογραφία, η θεματολογία του φανταστικού, ο μεσσιανισμός και, βέβαια, η ευλαβική στάση του απέναντι στους ήρωες του, τους οποίους προσεγγίζει με το δέος ενός πιστού.
Παρακολουθώντας τη μέχρι τώρα πορεία του, παρατηρείς και κάτι ακόμα, ότι τη μοναδική φορά που δεν στηρίχθηκε σε προϋπάρχον υλικό και επινόησε εξαρχής ο ίδιος το φιλμικό σύμπαν, προέκυψε το Sucker Punch (2011), όπου δεν είχαμε απλώς επικράτηση του στυλ απέναντι στην ουσία, είχαμε πολύ στυλ, όπως το εννοεί ο ίδιος, και καθόλου ουσία.
Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, συνειδητοποιείς ότι παρακολούθησες μια ταινία άνευ αντικειμένου, ότι ο Σνάιντερ έκανε μια ταινία που δεν μιλά για απολύτως τίποτα.
Καμία εντύπωση λοιπόν που, παρά το γεγονός ότι το Army of the Dead συνιστά τη δεύτερη κατάθεσή του στη μεγάλη των ζόμπι κινηματογραφική σχολή, μετά το υποσχόμενο (τότε) ντεμπούτο του, το Dawn of the Dead (2004), τελικά σηματοδοτεί πολλά βήματα πίσω για τον ίδιο σε σχέση με εκείνο, ίσως γιατί εδώ δεν έχει το πολιτικό υπόβαθρο της original ταινίας του Ρομέρο, για να προσδώσει μια σχετική βαρύτητα στα δρώμενα.
Από εκείνη την ταινία θα δανειστεί τα υπερκινητικά ζόμπι, μόνο που, επειδή στο μεταξύ έμαθε να εμπιστεύεται τις εικόνες του μόνο αν υπάρχει μια μυθολογία από πίσω, πασχίζει να πλάσει μια τέτοια για τα ζόμπι του εδώ, καταφέρνοντας μόνο να παρατείνει κι άλλο την ήδη διογκωμένη διάρκεια του έργου.
Περαιτέρω, επιχειρεί να παντρέψει το zombie horror με το heist movie, την «ταινία απάτης», όπως τη λέμε στη χώρα μας. Κι αν στη μακροσκελή εισαγωγή του παραθέτει, στη σύγχρονη παράδοση του είδους, τον τρόπο που θα φέρουν εις πέρας το κόλπο, μοντάροντας παράλληλα την αφήγηση του σχεδίου με εικόνες από ένα δυνητικό μέλλον όπου αυτό εκτελείται, στην πράξη καμία σπουδή δεν έχει να επιδείξει στο στήσιμο του κόλπου, ούτε κατά την προπαρασκευή, ούτε κατά την περάτωση, σε βαθμό που διερωτάσαι γιατί έφαγε τόσο χρόνο για να μας μιλήσει για αυτό και να μας παρουσιάσει την επίλεκτη ομάδα που θα το εκτελέσει. Η οποία ομάδα αποτελείται ως επί το πλείστον από τριτοκλασάτους, κινηματογραφικά αδιάφορους πρωταγωνιστές, βεβαιώνοντας ότι τα κονδύλια από τον προϋπολογισμό της παραγωγής διοχετεύτηκαν κυρίως στην ψηφιακή αναπαράσταση του ερημωμένου Λας Βέγκας.
Για ατμόσφαιρα ούτε λόγος, ενώ σε μεγάλο μέρος της ταινίας καταχράται ένα εφέ, όπου ο χαρακτήρας που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο είναι ευκρινής και το υπόλοιπο κάδρο είναι φλουταρισμένο – μια αισθητική επιλογή που αδυνατούμε να καταλάβουμε τι εξυπηρετεί, πέραν από το να καλύψει, ίσως, μια ενδεχόμενη ένδεια της παραγωγής. Περιέργως, στη μοναδική σκηνή που το εφέ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πρόκληση τρόμου, εκείνη με την κοιμώμενη απειλή και τους ήρωες που πρέπει να περάσουν ανάμεσά της δίχως να την ξυπνήσουν, τα πάντα εντός του κάδρου είναι ευδιάκριτα.
Το gore μάλλον είναι λιγότερο γενναιόδωρο από όσο θα ήθελαν οι πιο σκληροπυρηνικοί φαν του είδους, η τίγρης-ζόμπι που έκλεψε την παράσταση στο trailer αξιοποιείται μόνο για να επέλθει ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος και να τιμωρηθεί ο πιο αντιπαθητικός χαρακτήρας, οι σκηνές δράσης πριμοδοτούν τη φασαρία έναντι της χορογραφίας, αλλά το βασικό πρόβλημα της ταινίας εντοπίζεται αλλού. Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, συνειδητοποιείς ότι παρακολούθησες μια ταινία άνευ αντικειμένου, ότι ο Σνάιντερ έκανε μια ταινία που δεν μιλά για απολύτως τίποτα.
Και δυόμισι ώρες είναι πάρα πολλές, για να ακούς κάποιον να φωνάζει στο αυτί σου και να μη λέει τίποτα. Και αυτήν τη φορά ο Σνάιντερ δεν μπορεί να κατηγορήσει το στούντιο, αυτό που παρακολουθήσαμε είναι αναμφίβολα το Zack Snyder Cut του Army of the Dead.