ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟ τα «γεγονότα της χρονιάς» αυτό το επικό ντοκιμαντέρ για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι Beatles στις αρχές του τέλους όχι μόνο των ‘60s αλλά και της ίδιας της θρυλικής μπάντας. Και μάλιστα διά χειρός ενός σκηνοθέτη που έχει αναδειχθεί όχι μόνο ως μάστορας της επικής μυθοπλασίας («Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» κ.λπ.) αλλά και της επιμέλειας αρχειακού υλικού, όπως απέδειξε το προπέρσινο ντοκιμαντέρ του (They Shall Not Grow Old) με θέμα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως πανηγυρικά αποδεικνύει το Get Back στις οχτώ περίπου ώρες που συνολικά διαρκούν τα τρία επεισόδιά του.
Αντιμέτωπος με 60 ώρες υλικού από τα γυρίσματα της ταινίας Let It Be που είχε γυριστεί εκείνο τον καιρό με μεγάλες φιλοδοξίες, αλλά μετά την πρώτη της προβολή αποτραβήχτηκε στη λήθη, ο Πίτερ Τζάκσον μαζί με τους εκλεκτούς συνεργάτες του μας προσφέρει μια μοναδική «fly on the wall» εμπειρία καθώς είναι σα να διανύουμε κι εμείς μαζί με το γκρουπ εκείνες τις 22 μέρες του Γενάρη του ’69, από τις πρώτες πρόβες στο στούντιο μέχρι τη θρυλική συναυλία τους στην ταράτσα του κτιρίου στην Saville Row του Λονδίνου – την πρώτη τους μετά από τρία χρόνια και την τελευταία που έδωσαν ποτέ.
Παρακολούθησα το ντοκιμαντέρ σαν υπνωτισμένος, ειδικά από ένα σημείο και μετά που αποκτά κανείς μια βαθιά εξοικείωση με τις ιδιοσυγκρασίες και την προδιάθεση του κάθε Beatle χωριστά, αλλά και όλων μαζί σε ένα κομβικό σημείο της ύπαρξής τους ως κοινής οντότητας, το ερώτημα όμως παραμένει:
Όσο άψογο κι αν μοιάζει το αποτέλεσμα (ο ήχος είναι κρυστάλλινος, η εικόνα είναι τόσο καθαρή που σου ‘ρχεται να βάλεις τα κλάματα), όσο κι αν σου προσφέρει μια μοναδική πρόσβαση στα μυστικά της δημιουργικής διαδικασίας της σημαντικότερης μπάντας όλων των εποχών, δεν είναι υπερβολή οχτώ ώρες για ένα και μόνο κεφάλαιο της ιστορίας των Beatles;
Όσο άψογο κι αν μοιάζει το αποτέλεσμα (ο ήχος είναι κρυστάλλινος, η εικόνα είναι τόσο καθαρή που σου ‘ρχεται να βάλεις τα κλάματα), όσο κι αν σου προσφέρει μια μοναδική πρόσβαση στα μυστικά της δημιουργικής διαδικασίας της σημαντικότερης μπάντας όλων των εποχών, δεν είναι υπερβολή οχτώ ώρες για ένα και μόνο κεφάλαιο της ιστορίας των Beatles;
Πρόκειται για τεστ αντοχής ή αφοσίωσης στην κληρονομιά των «Σκαθαριών», όπως τους λέγαμε εδώ, ανήμποροι να μεταφέρουμε στα ελληνικά το λογοπαίγνιο μέσα στο όνομά τους; Απευθύνεται κυρίως στους οπαδούς, στους ενημερωμένους, στους αρρώστους;
Και όχι και ναι. Υπάρχει αλήθεια στο αξίωμα που λέει ότι κάτι που μοιάζει ασύνδετο και βαρετό στα 100 λεπτά διάρκειας, αν το ξεχειλώσεις στις δέκα ώρες μπορεί να μετατραπεί σε κάτι υποβλητικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Εξαρτάται πόσο ενδιαφέρεται να αφεθεί κανείς στην αβίαστη ροή της ταινίας και να εντρυφήσει στις πολυσύνθετες –και βασανιστικά αργές, συχνά– διεργασίες που οδηγούν στην ολοκλήρωση ενός μουσικού έργου και στις προσωπικότητες των ώριμων πλέον «Fab Four», παρότι κανείς τους δεν είχε φτάσει ακόμα τα 30.
Είναι αλήθεια ότι ώρες-ώρες (κυριολεκτικά) οι αντοχές του θεατή δοκιμάζονται: Πόσες φορές μπορεί να ακούσει κανείς τους Beatles να επιχειρούν άλλη μια (την εκατοστή; Έτσι έμοιαζε από ένα σημείο και μετά) εκδοχή του Get Back ή του Don’t Let Me Down.
Από την άλλη βεβαίως, είναι μαγικό να παρακολουθείς τις πρώιμες εκτελέσεις τραγουδιών που αργότερα βρέθηκαν σε προσωπικά άλμπουμ των μελών των Beatles, όπως το Isn’t It a Pity του Τζορτζ Χάρισον ή το Road to Marrakesh του Λένον, πολύ καιρό πριν μεταμορφωθεί (με εντελώς άλλους στίχους) στο Jealous Guy.
Παρότι όμως, όπως εκ των υστέρων γνωρίζουμε, το τέλος ήταν κοντά, δεν υπερισχύει κάποιος ελεγειακός τόνος. Υπάρχει στην ταινία ζωή και χαρά και φλεγματικό χιούμορ – στοιχείο που συνδέθηκε με τους Beatles περισσότερο απ’ όσο με οποιοδήποτε άλλο μεγάλο συγκρότημα.
Υπάρχουν διενέξεις αλλά καμία τοξικότητα. Υπάρχουν κάποιες εντάσεις και δράματα αλλά είναι μικρής κλίμακας και επιλύονται με τη νηφαλιότητα που διακρίνει τους βετεράνους και όσους διατηρούν βαθιές και μακρόχρονες συνδέσεις μεταξύ τους.
Δεν προλαβαίνει να συμπληρωθεί η πρώτη εβδομάδα των ηχογραφήσεων και ο Τζορτζ Χάρισον αποχωρεί ως ένδειξη δυσαρέσκειας προς τη διαδικασία (όπως αυτή καθοδηγείται από τον Πολ Μακάρτνεϊ). Την ερχόμενη μέρα έχει πάει ήδη αργά το μεσημέρι και δεν έχει δώσει σημεία ζωής ούτε ο –απορροφημένος εκείνη την περίοδο από τον έρωτα και άλλες ισχυρές ουσίες– Τζον, όταν βλέπουμε τον Πολ να αναφωνεί ψευτοδραματικά «και τότε έμειναν δύο». Ο ίδιος και ο Ρίνγκο δηλαδή, οι δύο μοναδικοί εν ζωή Beatles, που τα ονόματα τους δεσπόζουν στα credits αυτής της ταινίας με την ιδιότητα του παραγωγού, όπως και τα ονόματα των δύο «χηρών»: της Γιόκο Όνο Λένον (έτσι εμφανίζεται στους τίτλους) και της Ολίβια Χάρισον.
Μια σταγόνα στον ωκεανό της ταινίας είναι αυτή η ατάκα, σε πιάνει όμως ένα σύγκρυο, αν αναλογιστείς ότι προχθές (29 Νοεμβρίου 2021) συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Τζορτζ ενώ στη γωνία (8 Δεκεμβρίου) περιμένει άλλη μια επέτειος (η 42η, αν είναι δυνατόν) από την δολοφονία του Τζον Λένον.
Παρότι δεν θα ήθελε κανείς να συμμεριστεί την παλιά φαλλοκρατική θεωρία συνωμοσίας περί της καθοριστικής συμβολής της «πανούργας» Γιόκο στην διάλυση των Beatles, κάπως ξενίζει, όσο και να ‘ναι, το να τη βλέπεις να κάθεται δίπλα στον Τζον (ως ισότιμο μέλος του γκρουπ, χωροταξικά) σε όλη σχεδόν την διάρκεια των ηχογραφήσεων.
Δεν συμμετέχει ακριβώς στις διεργασίες και στις πρόβες, ούτε εκφέρει έντονες ή αδιάκριτες απόψεις, απλά λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης, ισορροπίας και θετικής ενέργειας για τον μέλλοντα σύζυγό της (η γαμήλια τελετή θα γινόταν δύο μήνες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1969, δύο εβδομάδες μετά τον γάμο του Πολ Μακάρτνεϊ με την Λίντα Ίστμαν).
Πέρα όμως από κάποια ήπια αστεία και την αποδοχή εκ μέρους του Πολ ότι «αν φτάσει η κατάσταση στο δίλημμα Beatles ή Γιόκο, τη Γιόκο θα διαλέξει, εννοείται», δεν φαίνεται από το υλικό που παρακολουθούμε να είχε προκαλέσει έντονες τριβές ή ρωγμές η «καταλυτική» (για τον Τζον) παρουσία της.
Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, εξίσου πανταχού παρούσα στο στούντιο είναι και η δική του μέλλουσα σύζυγος, η οποία ένα πρωί φέρνει μαζί και τη μικρή κόρη της από τον προηγούμενο της γάμο, η οποία μοιάζει να προκαλεί μια πρόσχαρη και ευεργετική αναστάτωση στη βαλτωμένη διαδικασία
Το ντοκιμαντέρ ολοκληρώνεται θριαμβευτικά με την περίφημη εκείνη συναυλία στην ταράτσα (στην εποχή μας μοιάζει εντυπωσιακή η πλήρης αδιαφορία των υπευθύνων για ζητήματα ασφάλειας ή περιφρούρησης) ενώ καθένα από τα τρία επεισόδια ξεκινά με την προειδοποίηση ότι «το υλικό περιέχει απρεπή γλώσσα, ενήλικα θέματα και κάπνισμα» (!).
Εντάξει είπαμε, στην πλατφόρμα της Disney προβάλλεται η ταινία, αλλά όχι κι έτσι. Φαντάσου τι θα έλεγε η προειδοποίηση αν επρόκειτο για υλικό από την ηχογράφηση του Exile on Main Street των Stones στη «βίλλα των οργίων» στη Νότια Γαλλία, δύο χρόνια αργότερα. Αυτό κι αν θα βλεπόταν με τρέλα, ακόμα κι αν κρατούσε δεκαοχτώ ώρες…