ΠΟΝΑΕΙ ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ όταν ο αποθανών ή η αποθανούσα εν προκειμένω είναι της ίδιας ή σχεδόν της ίδιας ηλικίας με σένα. Όπως ο Μάθιου Πέρι / Τσάντλερ ή όπως η Σάνεν Ντόχερτι / Μπρέντα, που έφυγε από τη ζωή στα 53 της, όσο ήταν και το «ταίρι» της στα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς», ο Λουκ Πέρι / Ντίλαν, όταν αποχαιρέτησε τα εγκόσμια πριν από πέντε χρόνια.
Ειδικά όταν αυτοί ήταν τόσο άρρηκτα –και ασφυκτικά, υποθέτει κανείς, για τους ίδιους– ταυτισμένοι με τους χαρακτήρες που ερμήνευσαν επί μακρόν σε δημοφιλείς σειρές, τις οποίες έχει συνδέσει απολύτως το κοινό με τα νιάτα του. Και τα νιάτα παραμένουν για πάντα έμβλημα και ορόσημο πολύτιμης ανεμελιάς και συναισθηματικής έξαρσης για όλους, και όχι μόνο γι’ αυτούς που αρνιούνται να μεγαλώσουν.
Το εκπληκτικό όμως στην περίπτωση της Σάνεν Ντόχερτι, η οποία είχε παίξει στους τέσσερεις μόνο από τους δέκα κύκλους του (original) «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς» (πριν εκδιωχθεί λόγω «αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς»), είναι ότι η αναγγελία του θανάτου της προκάλεσε κύματα συγκίνησης και τρυφερότητας αντιστρόφως ανάλογα με το μίσος και τον χλευασμό που είχε δεχτεί την εποχή που έπαιζε την Μπρέντα.
Παρακολουθώντας την επικαιρότητα της ποπ/μαζικής κουλτούρας εκείνη την προ-ίντερνετ (παλαιολιθική δηλαδή) εποχή, και καθώς ο ρόλος άρχισε να καταπίνει την ηθοποιό, σύσσωμο το νεανικό κοινό του πλανήτη φαινόταν να μισεί με πάθος την Μπρέντα / Σάνον Ντόχερτι. Ή να αγαπά να την μισεί – το πηλίκο όμως για εκείνη ήταν το ίδιο.
Η «Μπρέντα» είχε καταστεί σύμβολο ποταπής συμπεριφοράς στο μονίμως ναρκοθετημένο εφηβικό σύμπαν, παράδειγμα (κοριτσιού) προς αποφυγή, ζωντανή προειδοποίηση, παραβολή της κακής κόρης.
Και η σύνδεση της ηθοποιού με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα παραμένει μοναδική στα χρονικά. Κάπου στην πορεία η Σάνεν Ντόχερτι και η Μπρέντα Γουόλς συγχωνεύθηκαν –σαν να πήγε στραβά κάποιο εργαστηριακό πείραμα επιστημονικής φαντασίας– στη συνείδηση του κοινού, ως αποτέλεσμα και της άστατης και κακομαθημένης περσόνας που προβαλλόταν προς τα έξω για την προσωπική ζωή της Ντόχερτι, σε σημείο που έγιναν ένα και το αυτό, και οι απανταχού haters δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποια από τις δύο ήταν χειρότερη.
Παρακολουθώντας την επικαιρότητα της ποπ/μαζικής κουλτούρας εκείνη την προ-ίντερνετ (παλαιολιθική δηλαδή) εποχή, και καθώς ο ρόλος άρχισε να καταπίνει την ηθοποιό, σύσσωμο το νεανικό κοινό του πλανήτη φαινόταν να μισεί με πάθος την Μπρέντα / Σάνον Ντόχερτι. Ή να αγαπά να την μισεί – το πηλίκο όμως για εκείνη ήταν το ίδιο. Η στάμπα ήταν ανεξίτηλη σε καιρούς που οι διασημότητες είχαν πολύ μικρότερο έλεγχο από σήμερα της δημόσιας εικόνας τους και του προσωπικού αφηγήματος που επιθυμούν να προβάλλουν στο κοινό. Επίσης, ήταν ακόμα τότε, και ενδεχομένως να εξακολουθεί να είναι, πολύ πιο αποδεκτό –ή και επιθυμητό– το να είσαι «κακό αγόρι» από το να είσαι «κακό κορίτσι».
Δύσκολο –και άδικο– να διαχειριστείς τέτοιου είδους φήμη όταν είσαι μόνο είκοσι χρονών (δεκαεννιά όταν έκανε πρεμιέρα το «Μπέβερλι Χιλς»), παρότι ήταν στο κουρμπέτι από μικρή, και μάλιστα δυο χρόνια πριν ξεκινήσει να ενσαρκώνει την Μπρέντα, ήταν μία από τις Heathers στην ομώνυμη ταινία, που παραμένει μέχρι και σήμερα αξεπέραστη και κορυφαία στο είδος της νεανικής μαύρης (κατάμαυρης) κομεντί. Μετά τα «Χτυποκάρδια» είχε μια πολύ πιο ήπια τηλεοπτική διαδρομή στη σειρά «Μάγισσες», αλλά στην κοινή συνείδηση ήταν και θα είναι για πάντα η «Μπρέντα», εξαγνισμένη πλέον και αιώνια.