ΜΕΣΩ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ στο Facebook –μάλλον το κατεξοχήν «νεκρολογικό» μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ως πιο γηριατρικό ίσως– από τη θεατρική συγγραφέα Μάρω Μπουρδάκου και τον Πρόεδρο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών Σπύρο Μπιμπίλα κοινοποιήθηκε ο θάνατος της ηθοποιού Βούλας Χαριλάου, με μια μικρή δόση επίπληξης προς τους οικείους της, που «δεν έκαναν γνωστό ούτε καν στο ΣΕΗ» το μοιραίο, που συνέβη πριν από 20 μέρες.
Δεν κατάφερε λοιπόν η Βούλα Χαριλάου να παραμείνει σ’ αυτό το περίεργο limbo των πρώην επωνύμων που έφτασαν σε βαθύ γήρας, αλλά επειδή βρίσκονται «μακριά από τα φώτα» εδώ και αρκετές δεκαετίες (που είναι σαν αιώνες στο σύμπαν της δημοσιότητας) κανείς δεν ξέρει αν ζουν ή αν πέθαναν.
Κι εγώ για χαμένη (από τα εγκόσμια) προ πολλού την είχα, και ήταν σα να της ταιριάζει αυτή η ιδέα της μεγάλης λήθης, αφού και στο σινεμά πέρασε σαν διάττοντας αστέρας μέσα από κάποιες ελληνικές ταινίες και μετά χάθηκε προτού να δει το κοινό τη φυσιογνωμία της να αλλάζει.
Η πορεία της στην οθόνη κράτησε μια δεκαετία σκάρτη και έληξε το 1965, όταν ήταν 35 ετών. Στις τελευταίες της «εμφανίσεις» ως ηθοποιός, λίγα χρόνια αργότερα, σε θεατρικά έργα που ακούγονταν από το κρατικό ραδιόφωνο, δεν υπήρχε το πρόσωπο, μόνο αυτή η ιδιαίτερη, κλονισμένη φωνή.
Θυμάμαι παλιότερα να ακούγεται ακόμα ο απόηχος μιας παλιάς φήμης, σύμφωνα με την οποία ήταν η μόνη για την οποία έδειξε πραγματικό ρομαντικό ενδιαφέρον ο Μάρλον Μπράντο κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Είναι ένας αστικός μύθος που της ταιριάζει, ασχέτως αν συνέβη κάτι τέτοιο στ’ αλήθεια ή όχι.
Δεν είμαι ο μόνος (το έχω τσεκάρει) που τη θεωρούσε μια από τις πιο ελκυστικές περιπτώσεις που είχε τύχει να συναντήσει κατά την αδιάκοπη λιτανεία των ελληνικών ταινιών στην τηλεόραση. Ήταν πολύ ξεχωριστή η παρουσία της σ’ αυτές τις λίγες ταινίες που εμφανίστηκε και όπως πολλές εξέχουσες περιπτώσεις έμοιαζε την ίδια στιγμή πίσω και μπροστά από την εποχή της – μοντέρνα αλλά όχι σύγχρονη (δηλαδή του συρμού), ειδικά σε σχέση με τις υπόλοιπες Ελληνίδες πρωταγωνίστριες της ακμής του ελληνικού «βιομηχανικού» σινεμά. Μια άλλη τέτοια περίπτωση που μπορώ να σκεφτώ είναι αυτή της (κινηματογραφικής) Έλλης Φωτίου.
Έμοιαζε επίσης –ειδικά σε κάποιες ταινίες– σα να είναι (από) αλλού, σα να περιφέρει αδίκως μια ματαιωμένη λαχτάρα ή σα να λειτουργεί ως υποδειγματική goth ηρωίδα. Την είχαν χαρακτηρίσει «Ελληνίδα Βίβιαν Λι» λόγω μιας φυσιογνωμικής ομοιότητας με τη διάσημη σταρ και, ασχέτως των ερμηνευτικών της ορίων, πράγματι μπορεί μ’ ένα τρόπο να τη φανταστεί κανείς και ως Σκάρλετ Ο’Χάρα και ως Μπλανς Ντιμπουά.
Στην πρώτη της ταινία την είχε επιλέξει η (αιωνίως υποτιμημένη) σκηνοθέτρια Μαρία Πλυτά να παίξει την Ελίζα, την κόρη της Δούκισσας της Πλακεντίας στο ομώνυμο φιλμ του 1956, με τη γνωστή μακάβρια κατάληξη: μετά τον πρόωρο και τραγικό θάνατό της η μητέρα της τοποθέτησε σε μια ξύλινη λάρνακα το ταριχευμένο κορμί της για να την κρατήσει αιώνια «ζωντανή», φρικάροντας την Αθήνα της εποχής. «Και τοποθετήσασα αυτήν εντός θαλάμου του οίκου της, επαραμυθείτο ορώσα αυτήν η τάλαινα μήτηρ», όπως είχε γράψει ο Ι.Μ. Δραγούμης.
Θα ακολουθούσαν και κάποιοι άλλοι ρόλοι που έμοιαζαν να κατοχυρώνουν αυτό το ιδιαίτερο και μανιοκαταθλιπτικό κράμα αγνού ενθουσιασμού και παθολογικής κατήφειας που αντανακλούσε η παρουσία της. Η ρομαντική και πλανημένη Χαρούλα στην αστική ηθογραφία «Στουρνάρα 288», φυσικά η παρανοϊκά διχασμένη Άννα Μαργκό στον γκραν γκινιόλ στρόβιλο του «Εφιάλτη», η επιπόλαιη και πληγωμένη Βάνα στους «Αδίστακτους» (η τελευταία της ταινία), αυτό το έντονο, καλαίσθητο, πικρό και ερωτευμένο με τον φαταλισμό, νουάρ μελόδραμα του Ντίνου Κατσουρίδη.
Θυμάμαι παλιότερα να ακούγεται ακόμα ο απόηχος μιας παλιάς φήμης, σύμφωνα με την οποία ήταν η μόνη για την οποία έδειξε πραγματικό ρομαντικό ενδιαφέρον ο Μάρλον Μπράντο κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 (ή η μόνη με την οποία συνέβη κάτι, δεν ήταν ξεκάθαρο ακριβώς). Είναι ένας αστικός μύθος που της ταιριάζει, ασχέτως αν συνέβη κάτι τέτοιο στ’ αλήθεια ή όχι.