ΞEKINHΣΕ ΧΘΕΣ το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης και για όσους δεν είναι εκεί και δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις προβολές σε φυσικούς χώρους, λειτουργεί παράλληλα online και η ψηφιακή πλατφόρμα που προσφέρει μια πληθώρα επιλογών από τις ταινίες της διοργάνωσης με μηδαμινό σχεδόν αντίτιμο.
Ίσως έχει να κάνει με τις δυσμενείς συνθήκες και τη ζοφερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα –πόλεμος, αληθινός αλλά και πόλεμος πληροφορίας και παραπληροφόρησης, χιονιάς, ακρίβεια, κατήφεια– που κραυγάζουν ώρες-ώρες για κάποιου είδους ανέμελο αντιπερισπασμό «πέρα από όλα αυτά που συμβαίνουν», ίσως και με το ότι είμαι πιο ρηχός απ’ όσο πιστεύω, το γεγονός είναι πάντως ότι η πρώτη ταινία που επέλεξα να δω έχει να κάνει με την ιστορία και την κληρονομιά του Italo-disco.
Από τις παραλίες του Ρίμινι και τα στούντιο του Μιλάνου και του Μονάχου μέχρι τα δικά μας νησιά και τις δικές μας ντισκοτέκ αλλά και μέχρι τις άκρες του ευρωπαϊκού βορρά που ζεσταινόταν τον χειμώνα ακούγοντας τραγούδια-σουβενίρ που είχαν συνοδέψει αξέχαστα καλοκαιρινά βράδια στη Μεσόγειο, ο απόηχος αυτών των κομματιών στοιχειώνει το μουσικό τοπίο μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για τη διάρκειας μιας ώρας και κάτι μόλις, αλλά περιεκτική και ακριβή στην αναθεωρητική της διάθεση, ταινία Italo Disco –The Sparkling Sound of the '80s (Ίταλο Ντίσκο - Ο αστραφτερός ήχος της δεκαετίας του ’80) του Αλεσάντρο Μελατζίνι, ένα χρονικό της βιομηχανίας και της κουλτούρας αυτού του συνθετικού και κατασυκοφαντημένου συχνά μουσικού υπο-είδους που καταφέρνει να προκαλεί ακόμα και μετά από τόσες δεκαετίες τόσους αντιφατικούς συνειρμούς: κιτς φουτουρισμός, καλοκαιρινές νύχτες σε αποχρώσεις φλούο και νέον, electropop όνειρα, τουριστικά αγγλικά της πλάκας, ντισκοτέκ-μαυσωλεία ανομολόγητων πόθων, απόκοσμα φωτορυθμικά, τσίγκινα beats και μελαγχολικά ρεφρέν, πόζα και φλερτ, μεγαλείο και (euro)trash.
Στην ταινία εμφανίζονται –αγέρωχοι και δικαιωμένοι εκ των υστέρων– διάφοροι επιφανείς εκπρόσωποι αυτής της ιδιότυπης βιομηχανίας αναλώσιμων συχνά, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις αιώνιων ήχων, όπως ο αγαπημένος (μου) Savage (που ήθελε να προφέρεται γαλλιστί «Σαβάζ»), οι αδελφοί La Bionda και η «διαβόητη» και «πληθωρική» Sabrina Salerno («Boys, boys, boys») η οποία θυμάται να δέχεται βίαια επίθεση με μπουκάλια και άλλα αντικείμενα από φεμινίστριες σε συναυλία της στο Μπιλμπάο, υπεραμύνεται όμως των τότε «εμφανισιακών» επιλογών της δηλώνοντας: «Πείτε με φεμινίστρια ή αντιφεμινίστρια, δεν με νοιάζει, έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω τότε, και είμαι πάντα υπέρ της ισότητας, η οποία ακόμα δεν έχει έρθει».
Το «Italo» κατέκτησε την Ευρώπη και τον κόσμο, αντιστοίχως με τα ιταλικά γουέστερν παλιότερα, και στα καλύτερά του περιείχε στοιχεία που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και πρωτοποριακά, εμπνέοντας ένα ευρύτατο φάσμα κατοπινών δημιουργών, από τη σκηνή του Chicago house μέχρι τους Pet Shop Boys, τους Chemical Brothers και τους Daft Punk.
Από τις παραλίες του Ρίμινι και τα στούντιο του Μιλάνου και του Μονάχου (ο όρος Italo-disco είναι γερμανικής έμπνευσης) μέχρι τα δικά μας νησιά και τις δικές μας ντισκοτέκ αλλά και μέχρι τις άκρες του ευρωπαϊκού βορρά που ζεσταινόταν τον χειμώνα ακούγοντας τραγούδια-σουβενίρ που είχαν συνοδέψει αξέχαστα καλοκαιρινά βράδια στη Μεσόγειο, ο απόηχος αυτών των κομματιών στοιχειώνει το μουσικό τοπίο μέχρι σήμερα.
Όπως λέει και ένας ενθουσιώδης Ιταλός κοινωνιολόγος που εμφανίζεται στην ταινία, ονόματι Ivo Stefano Germano, παρότι φουτουριστική ως ύφος και πόζα, αυτή η μουσική ιδανικά «δεν είναι ούτε μοντέρνα, ούτε μεταμοντέρνα, είναι αρχέγονη, άμεση, πρωτόγονη, σαρκική, ακατάστατη, πανέμορφη [bellissima!]».
Η ταινία θα προβληθεί την Κυριακή 13/3 στις 19:45 στην αίθουσα «Τώνια Μαρκετάκη» ενώ είναι διαθέσιμη και online, στην ψηφιακή πλατφόρμα του φεστιβάλ.