Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ντοκιμαντέρ (Bogart: Life Comes in Flashes) της Κάθριν Φέργκιουσον, η οποία είχε σκηνοθετήσει και το Nothing Compares για τη ζωή της Sinead O’ Connor, είναι ακριβής. Στα εκατό λεπτά που διαρκεί η ταινία, επιχειρεί να συμπυκνώσει την περιπετειώδη ζωή και την πολυκύμαντη καριέρα ενός μυθικού σταρ σε μια σειρά από «φλασιές» και σπαράγματα, με τη βοήθεια πλούσιου αρχειακού υλικού, τις ευλογίες των απογόνων του και τα λόγια του ίδιου του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, όπως τα «ερμηνεύει» ο ηθοποιός Κέρι Σέιλ, χωρίς να επιχειρεί να μιμηθεί απολύτως την τόσο χαρακτηριστική φωνή του ανθρώπου που ταυτίστηκε όσο κανείς σχεδόν με τη νουάρ φιγούρα του μοναχικού, θυμόσοφου και μοιρολάτρη ιδιωτικού ντετέκτιβ.
Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη ανήμερα των Χριστουγέννων του 1899, έγινε απροσδόκητα σταρ μετά τα σαράντα του, ύστερα από μακρά και εξαντλητική θητεία στη βιομηχανία του Χόλιγουντ, κυρίως ως «κακός» («κανείς άλλος ηθοποιός δεν είχε παίξει ποτέ σε τόσες πολλές ταινίες της συμφοράς όπως εγώ») και πέθανε στα 57 του στο Χόλιγουντ από καρκίνο στον οισοφάγο, ως αποτέλεσμα χρόνιας και ακραίας κατάχρησης νικοτίνης και αλκοόλ. «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν μπάσταρδο που δεν πίνει», έλεγε ο ίδιος. «Οι άνθρωποι που δεν πίνουν φοβούνται απλά να αποκαλύψουν τον εαυτό τους».
O «Μπόγκι» έφυγε χωρίς πικρίες και παράπονα: «Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Η θάλασσα. Τα σκάφη. Το σκάκι. Η πολιτική. Ένα ωραίο ποτό. Μια καλή γυναίκα. Τα παιδιά μου. Όλα αυτά τα είχα».
Ο πατέρας του ήταν μεγαλογιατρός στο Μανχάταν και η μητέρα του μια από τις πιο διάσημες εικονογράφους της εποχής της και συγχρόνως επιφανής σουφραζέτα και φεμινίστρια. Ο ίδιος υπήρξε «ευαίσθητο αλλά ατίθασο» παιδί και όταν οι γονείς του –οι οποίοι, όπως μαθαίνουμε, χρησιμοποιούσαν μορφίνη ή υποκατάστατά της για να απαλύνουν σωματικούς και συναισθηματικούς πόνους– του ξεκαθάρισαν κοφτά ότι θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος του, αν δεν σκέφτεται να κάνει κάποια σοβαρή δουλειά, εκείνος, που τόσο αγαπούσε τη θάλασσα και τα πλεούμενα, αποφάσισε να καταταγεί στο Πολεμικό Ναυτικό («έμοιαζε η ιδανική ευκαιρία να αξιοποιήσω τη λατρεία μου για το νερό») στα τελειώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ακολούθως, θα βολόδερνε για κάποια χρόνια σε δεύτερους ρόλους στο Μπρόντγουεϊ, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, την καταξιωμένη στο σανίδι ηθοποιό Έλεν Μένκεν, ξεκινώντας ένα σχεδόν κωμικοτραγικό ιστορικό γάμων (πάντα με ηθοποιούς) μέχρι να καταλήξει στα 45 του με την 19χρονη Λορέν Μπακόλ, με την οποία έκανε δύο παιδιά και έζησε έντεκα γαλήνια (για τα δικά του «εκρηκτικά» κριτήρια) και ευτυχισμένα χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Όπως σχολιάζεται στο ντοκιμαντέρ, από τον κάθε γάμο του επιζητούσε κάτι διαφορετικό (για τον εαυτό του). Μετά το διαζύγιό του από την Μένκεν, ξεκίνησε την πρώτη (αποτυχημένη) θητεία του στο Χόλιγουντ, όπου παντρεύτηκε τη Μέρι Φίλιπς, αναζητώντας ένα «απάγκιο» και μια σιγουριά σε μια περίοδο κατά την οποία ένιωθε ιδιαίτερα ανασφαλής, ευάλωτος και αποτυχημένος. Ούτε αυτός ο γάμος κράτησε, και αφού επέστρεψε για λίγο στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να δώσει μια ύστατη ευκαιρία στην κινηματογραφική του καριέρα, γυρνώντας πίσω στο Χόλιγουντ για μια τελευταία ζαριά.
Η τρίτη του σύζυγος, η Μέιο Μετό, την οποία παντρεύτηκε το 1938, ήταν μια πολυτάλαντη ηθοποιός και μια ισχυρή αλλά και εκρηκτική, όπως και ο ίδιος, προσωπικότητα, και καθώς επιτέλους η καριέρα του άρχιζε να παίρνει μπρος, αποτέλεσαν μαζί εκτός οθόνης το φοβερό ντουέτο των «αντιμαχόμενων Μπόγκαρτ», με τα μεθύσια και τους ομηρικούς (και εξαιρετικά βίαιους συχνά) δημόσιους καυγάδες τους να αποκτούν επικές διαστάσεις ανάμεσα στο κινηματογραφικό σινάφι. Μέχρι και πυροβολισμούς είχαν ανταλλάξει, ενώ μια φορά η Μέιο τον κάρφωσε με ένα μαχαίρι στην πλάτη. «Είχαμε ένα μικροκαυγαδάκι για τα πολιτικά», ήταν η αντίδραση του Μπόγκαρτ στο περιστατικό.
Ο γάμος τους έληξε οριστικά όταν εκείνος γνώρισε το 1944 την Μπακόλ στα γυρίσματα της ταινίας To Have and Have Not («Η σειρήνα της Μαρτινίκα»), για να δημιουργήσουν μαζί οικογένεια αλλά και ένα από τα πιο εμβληματικά ζεύγη του 20ού αιώνα, παρά τη διαφορά της ηλικίας. Το τέλος έφτασε μια δεκαετία και κάτι αργότερα μετά από μια πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο, αλλά όπως «ακούγεται» να λέει και ο ίδιος στο φινάλε αυτού του καλοφτιαγμένου και στυλάτου ντοκιμαντέρ, ο «Μπόγκι», που τρία χρόνια μετά τον θάνατό του αποθεώθηκε από τον χαρακτήρα του Μπελμοντό στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ, έφυγε χωρίς πικρίες και παράπονα: «Μου αρέσουν οι άνθρωποι. Η θάλασσα. Τα σκάφη. Το σκάκι. Η πολιτική. Ένα ωραίο ποτό. Μια καλή γυναίκα. Τα παιδιά μου. Όλα αυτά τα είχα».
Bogart: Life Comes in Flashes - Official Trailer (2024)