ΝΟΜΙΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΤΙ τα έχει δει όλα και μετά πέφτει (με τα μούτρα) πάνω σε μια σειρά σαν το «The Rehearsal».
Τι ήταν αυτό; Ψεύτικο ή αληθινό; Κωμωδία ή δράμα; Παραβολή ή φάρσα; Πειραγμένο ριάλιτι ή εξεζητημένο κοινωνικό πείραμα με χορηγό το HBO; Το meta στα όρια του; Ένα ιδεοψυχαναγκαστικό όργιο; Ένα WTF στη νιοστή; Η συνεκδοχή της παράνοιας; Και το συναίσθημα που βγάζει, απάτη κι αυτό ή η πικρή αλήθεια; Μας δουλεύει στεγνά ο δημιουργός του; Είναι κι ο ίδιος για τα σίδερα; Ή είμαστε όλοι μαζί στο κόλπο;
Κι όμως, το πρώτο από τα έξι επεισόδια του πρώτου κύκλου (αμέσως μετά το πέρας του ανακοινώθηκε από το HBO ότι θα υπάρξει σύντομα και δεύτερος), αυτής της σειράς που δημιούργησε και πρωταγωνιστεί ο ιδιόρρυθμος Αμερικανός κωμικός Νέιθαν Φίλντερ, μοιάζει σχεδόν συμβατικό (σε παραπλανητικό βαθμό) σε σχέση με ό,τι ακολουθεί.
Η αρχική ιδέα είναι ένα ριάλιτι όπου ο ίδιος ο κωμικός θα βοηθά ανθρώπους που φοβούνται ή αναβάλλουν να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση – που μπορεί να μοιάζει φαινομενικά ασήμαντη για τους άλλους αλλά είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τους ίδιους και τους κατατρώει την ψυχή.
Ό,τι ακολουθεί μοιάζει με μια περίτεχνη και ιλιγγιώδη μετα-αφήγηση που θυμίζει κάτι από «Inception» και κάτι από την «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης», προκαλώντας στον θεατή αποπροσανατολισμό, αμηχανία, γέλιο, συγκίνηση και προβληματισμό.
Ο πρώτος υποψήφιος είναι ένας μεσήλικας άνδρας που φέρει βαρέως το γεγονός ότι έχει αφήσει τόσα χρόνια την καλύτερη του φίλη να πιστεύει ότι έχει μεταπτυχιακό τίτλο ενώ έχει απλά ένα πτυχίο.
Τελικά αποφασίζει να της αποκαλύψει την αλήθεια σ’ ένα μπαρ που τακτικά συναντιούνται και ο ιδανικός τρόπος είναι να προετοιμαστεί όσο γίνεται καλύτερα για την ώρα της κρίσης, να κάνει όσες πιο πολλές «πρόβες» (όπως δηλώνει και ο τίτλος) σε μια ακριβέστατη στουντιακή προσομοίωση του χώρου όπου θα γίνει η συνάντηση, με πανάκριβα σκηνικά, κομπάρσους και ηθοποιούς που υποδύονται τη φίλη του επιχειρώντας να καλύψουν κάθε πιθανή της αντίδραση.
Η μεγάλη βραδιά φτάνει κάποια στιγμή στο πραγματικό μπαρ με την πραγματική του φίλη που φυσικά δεν έχει ιδέα για ό,τι έχει προηγηθεί και με εμάς να παίρνουμε «κρυφά» μάτι τα τεκταινόμενα.
Τέλος καλό (σχεδόν), όλα καλά (περίπου). Από εκεί και πέρα όμως και μέχρι το μετέωρο τέλος του πρώτου κύκλου, το πράγμα περιπλέκεται πολύ περίεργα. Η δεύτερη «παίκτρια» είναι μια γυναίκα μετά τα σαράντα που θέλει να δει πώς θα ήταν η ζωή της αν έκανε παιδί και το μεγάλωνε μόνη της σε ιδανικές συνθήκες.
Η παραγωγή φροντίζει λοιπόν να της παραχωρήσει το ιδανικό σπίτι μαζί με μια σειρά από παιδιά – ηθοποιούς που θα υποδύονται τον γιο της σε διαφορετικές ηλικίες, από μωρό μέχρι το τέλος της εφηβείας (μια από τις απολαύσεις της σειράς για τον θεατή είναι να παρακολουθεί με το στόμα ανοιχτό τα λεφτά που έβαλε το HBO για την παραγωγή αυτής της ιδιοφυούς κουλαμάρας). Φροντίζουν να της βρουν κι έναν πιθανό σύντροφο για να μεγαλώσουν μαζί το «παιδί» αλλά η σχέση τους δεν λειτουργεί και τότε αποφασίζει να υποδυθεί τον ρόλο ο ίδιος ο Φίλντερ.
Ό,τι ακολουθεί μοιάζει με μια περίτεχνη και ιλιγγιώδη μετα-αφήγηση που θυμίζει κάτι από «Inception» και κάτι από την «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης», προκαλώντας στον θεατή αποπροσανατολισμό, αμηχανία, γέλιο, συγκίνηση και προβληματισμό – συχνά όλα αυτά μαζί, καθώς ο δημιουργός της εμπλέκεται όλο και πιο βαθιά στις απρόβλεπτες και εν τέλει συνταρακτικές προεκτάσεις της ίδιας του της κατασκευής.