Ο ΜΠΡΟΥΣ ΓΟΥΙΛΙΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ στο προσκήνιο το 1985 ως ένας επιθετικά γοητευτικός και ακάθεκτος στην ομιλία του ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο οποίος με τις ατάκες του μπορούσε να ξεμπλέξει από κάθε μπελά. Πρωταγωνιστώντας για πέντε σεζόν απέναντι από τη Σίμπιλ Σέμπερντ στο τηλεοπτικό Moonlighting («Αυτός, αυτή και τα μυστήρια»), κατέστη σταρ εξαρχής, εκδηλώνοντας ένα ηλεκτρικό χιούμορ αλλά και μια ιδέα από τον ήρωα ταινιών δράσης στον οποίον θα μεταμορφωνόταν λίγα χρόνια αργότερα στο Die Hard («Πολύ σκληρός για να πεθάνει») του 1988.
Σε αντίθεση με τους συναδέλφους του, επιφανείς αστέρες της δράσης αλλά και συνεταίρους του στο franchise του Planet Hollywood, Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ και Σιλβέστερ Σταλόνε, ο Γουίλις παρουσίαζε αξιοθαύμαστο εύρος στους ρόλους του, συνδυάζοντας τα μπλοκμπάστερ με μια μεγάλη ποικιλία κωμικών και δραματικών αποχρώσεων σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Και τα έκανε όλα αυτά με ένα αναζωογονητικά ανθρώπινο «άγγιγμα». Όπως γράφει ο Sean O' Connell στο νέο του βιβλίο, Bruce Willis: Celebrating the Cinematic Legacy of an Unbreakable Hollywood Icon, ο Μπρους Γουίλις απέδειξε «ότι οι ήρωες δεν χρειάζεται να είναι σμιλεμένοι από μάρμαρο για να νικήσουν».
ρόκειται για μια συναρπαστική καριέρα στη διάρκεια της οποίας ο Γουίλις αναζητούσε ηθοποιούς και σκηνοθέτες με τους οποίους επιθυμούσε να συνεργαστεί, γνωρίζοντας συχνά ότι το όνομά του θα βοηθούσε να δοθεί το «πράσινο φως» σε ένα έργο.
Υπάρχει κάτι πολύ θλιβερό στο να αναφερόμαστε στον 69χρονο Γουίλις σε παρελθοντικό χρόνο, όπως επίσης και στην άφιξη ενός βιβλίου που λειτουργεί ως αναδρομή στην καριέρα του, δηλαδή ως ανάμνηση. Έτσι έχουν όμως τα πράγματα. Το 2022, ο ηθοποιός ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την υποκριτική αφού διεγνώσθη με αφασία, η οποία πέρυσι εξελίχθηκε σε μετωποκροταφική άνοια που του έχει πλέον στερήσει τη δυνατότητα επικοινωνίας και τελικά θα είναι αυτό που θα του στοιχίσει τη ζωή.
Είναι ένας τρομερά σκληρός τρόπος να φύγει κανείς και φαίνεται ακόμα χειρότερος αν αναλογιστεί κανείς το θαυμαστό χάρισμα του Γουίλις στο «μπούρου μπούρου», που λέμε, ακόμα κι αν μερικοί από τους καλύτερους ρόλους του –ο Μπουτς στο Pulp Fiction, ο Δρ. Κρόου στην Έκτη αίσθηση– ήταν μάλλον στωικοί. Ο συνάδελφός του Τζον Γκούντμαν, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, γνώριζε τον Γουίλις όταν ο μελλοντικός σταρ ήταν μπάρμαν στη Νέα Υόρκη και ήταν από τότε σίγουρος ότι ο Γουίλις θα γινόταν ένας επιτυχημένος ηθοποιός μόνο και μόνο από τον τρόπο με τον οποίο έπιανε κουβέντα με τους πελάτες.
Είναι δύσκολο συνεπώς να μην εκλάβει κανείς αυτό το βιβλίο ως ένα είδος αποχαιρετισμού, αν και αποτελεί επίσης, όπως υποδηλώνει ο τίτλος του, έναν εορτασμό μιας θεαματικής διαδρομής. Ο συγγραφέας προσφέρει μια ανάλυση της καριέρας του Γουίλις ανά ταινία, χωρίζοντας το έργο του σε κατηγορίες (όπως κωμωδίες, ταινίες δράσης, επιστημονικής φαντασίας κ.λπ., με τη σειρά ταινιών «Die Hard» να κατέχει δικαιωματικά τη δική της ενότητα). Πρόκειται για μια συναρπαστική καριέρα στη διάρκεια της οποίας ο Γουίλις αναζητούσε ηθοποιούς και σκηνοθέτες με τους οποίους επιθυμούσε να συνεργαστεί, γνωρίζοντας συχνά ότι το όνομά του θα βοηθούσε να δοθεί το «πράσινο φως» σε ένα έργο.
Ο Κουέντιν Ταραντίνο δεν ήταν ακόμα ο γνωστός Κουέντιν Ταραντίνο όταν ο Γουίλις υπέγραψε για έναν δεύτερο ρόλο στο «Pulp Fiction» του 1994 (ο Γουίλις ήθελε να παίξει τον Βίνσεντ Βέγκα, τον ρόλο που πήρε ο Τζον Τραβόλτα, αλλά τελικά δήλωσε ευτυχής που έπαιξε τον Μπουτς, τον πυγμάχο με την παράξενη προσκόλληση σ’ ένα παλιό ρολόι). Όπως επισημαίνει ο O' Connell, ο ρόλος του στην ταινία είναι συχνά σιωπηλός αποδεικνύοντας ότι ο Γουίλις δεν χρειαζόταν να ανοίξει το στόμα του για να είναι μια ισχυρή παρουσία στην οθόνη.
Παρομοίως, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν ήταν άγνωστος όταν ζήτησε τον ηθοποιό για την «Έκτη αίσθηση». Η ταινία υπήρξε τεράστια επιτυχία και έγινε η πιο κερδοφόρα στην καριέρα του Γουίλις, λόγω της ιδιοφυούς, όπως αποδείχτηκε, συμφωνίας που είχε κάνει: 17,5% μερίδιο τόσο από τα κέρδη της ταινίας όσο και από τα έσοδα του DVD. Η «Έκτη Αίσθηση» έκανε τον Γουίλις τον πρώτο ηθοποιό που κέρδισε πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια για μια μόνο ταινία.
Ακόμα κι ένα ξεφύλλισμα του βιβλίου είναι αρκετό για να υπενθυμίσει στον αναγνώστη τον εκλεκτικισμό που είχαν (τότε) οι επιλογές του Γουίλις. Προσθέστε στις ταινίες που αναφέρονται παραπάνω παραγωγές όπως το «Looper», οι «Δώδεκα Πίθηκοι», το «Πέμπτο Στοιχείο», «Ο θάνατος σου πάει πολύ» ή το «Moonrise Kingdom» μεταξύ άλλων, και έχετε μια μεγάλη καριέρα που συχνά έκανε ζιγκ όταν κανείς περίμενε να κάνει ζαγκ.
Υπάρχουν και κάποιες ταινίες που αναφέρονται ελάχιστα, και είναι οι τελευταίες που γύρισε, κυρίως ταινίες δράσης δεύτερης διαλογής, οι οποίες κυκλοφορούν με το σταγονόμετρο τα τελευταία χρόνια – οι περισσότερες από αυτές είναι πολύ κακές, και κάποιες δείχνουν σημάδια της γνωστικής του παρακμής. Δεν είναι αυτός ο τρόπος για να θυμάται κανείς έναν τόσο μοναδικό ηθοποιό και σταρ, και ο συγγραφέας σοφά θάβει αυτούς τους τίτλους στο πίσω μέρος του βιβλίου ή στο πίσω μέρος της μνήμης, όπου και θα πρέπει να παραμείνουν.
Με στοιχεία από The Los Angeles Times