ΟΣΟ ΟΔΕΥΟΥΜΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ από την υγειονομική αυτή κρίση, όλο και πιο συχνά επανέρχεται η συζήτηση για τα μαθήματα που θα μπορούσαμε να πάρουμε από αυτήν ως κράτη και κοινωνίες. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποια μαθήματα που πρέπει να αξιοποιήσουμε και για τις μετανεωτερικές κρίσεις (ανεξαρτήτως του τι αφορούν αυτές) ως ενδημικά φαινόμενα των σύγχρονων κρατών, διότι θα ήταν μοιραίο λάθος να τις θεωρήσουμε κάτι τυχαίο και παροδικό.
Είτε υγειονομικές, είτε οικονομικές, είτε περιβαλλοντικές, είτε ασφάλειας, είτε με τη μορφή μείζονων πολιτισμικών αντιπαραθέσεων (π.χ. #ΜeΤoo), οι λεγόμενες κρίσεις των κοινωνιών της διακινδύνευσης και της ρευστότητας είναι βέβαιο ότι θα επανεμφανίζονται συνεχώς και με ποικίλους συνδυασμούς. Για να τις αντιμετωπίζουμε πιο αποτελεσματικά, οφείλουμε, πέραν των επιμέρους διαφορών τους, να κατανοήσουμε την κοινή τους φύση.
Η παρακάτω σχηματική περιγραφή ισχύει, θα έλεγα, για όλο το δυτικό παράδειγμα.
— Όλες οι κρίσεις σύγχρονης μορφής πολιτικοποιούνται αυτόματα και μοιραία. Δεν υπάρχει, και δεν μπορεί να υπάρξει, αμιγώς τεχνοκρατική διαχείριση από την πλευρά των ειδικών και μόνο. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η διαχείριση δεν πρέπει να βασίζεται στην αξιοποίηση της τεχνικής και ειδικής γνώσης που προέρχεται από αυτούς.
Ωστόσο, το βάρος των όποιων αποφάσεων πέφτει εκ των πραγμάτων πάνω στις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες θα πρέπει πάντα, πριν δράσουν, να προσμετρούν αναγκαστικά το ειδικό βάρος της συγκυρίας και το πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτουν και είναι διατεθειμένες να ξοδέψουν. Όσο λιγότερο διαθέτουν και όσο χειρότερη σχέση έχουν με την τεχνοκρατική γνώση, τόσο πιο άτολμες ή λαϊκιστικές θα είναι οι αποφάσεις τους, και συνεπώς τόσο μεγαλύτερες οι επιπτώσεις της κρίσης.
Σε ό,τι αφορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, δε, όσο πιο υπεύθυνα είναι αυτά, τόσο λιγότερο έτοιμα θα είναι να χρησιμοποιήσουν την κρίση ως ευκαιρία για πολιτική αποσταθεροποίηση.
Πάντως, και οι ίδιες οι διαφωνίες των ειδικών μπορεί κάλλιστα να πολιτικοποιηθούν, καθώς η κοινωνική τους χρήση τις καθιστά εκ φύσεως μέρος της αντιπαράθεσης στη δημόσια σφαίρα, οι δε επιστήμονες μετατρέπονται συχνά σε σταρ ή αποδιοπομπαίους τράγους. Δηλαδή, δεν πρόκειται απλώς για επιστημονικές διαφωνίες, περιορισμένες στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Οι κρίσεις είναι ένα παιχνίδι διαχείρισης λαθών. Τις αντιμετωπίζει καλύτερα όποιος κάνει τα λιγότερα, όχι όποιος δεν κάνει κανένα, αυτό είναι απλώς αδύνατον.
— Οι κρίσεις είναι ένα παιχνίδι διαχείρισης λαθών. Τις αντιμετωπίζει καλύτερα όποιος κάνει τα λιγότερα, όχι όποιος δεν κάνει κανένα – αυτό είναι απλώς αδύνατον. Εκείνος, μάλιστα, που, για να τις διαχειριστεί, είναι έτοιμος να αναλάβει και πιο ενεργητικές πολιτικές, στη βάση της δοκιμής και της πλάνης, έχει περισσότερες πιθανότητες να πέσει σε λάθη, ιδίως αν πρόκειται για πρωτόγνωρες κρίσεις που η τρέχουσα γενιά (ή και ολόκληρη η ανθρωπότητα) δεν έχει διαχειριστεί ποτέ στο παρελθόν.
Συχνά, δε, ενώ μπορεί να έχουν προηγηθεί πολλά σωστά, αρκεί ένα λάθος για να προκαλέσει δυσανάλογη κριτική, σαν τον τερματοφύλακα που θα δεχτεί ένα κοροϊδίστικο γκολ, ενώ ως τότε έχει πιάσει τα άπιαστα.
— Κάθε κρίση, ιδίως αν αποδειχτεί παρατεταμένη, συνεπιφέρει κι άλλες, δευτερογενείς, που είτε έχουν να κάνουν με υποβόσκοντα προβλήματα είτε είναι παράπλευρα δημιουργήματα της τρέχουσας κρίσης. Έτσι, σαν τις μπάμπουσκες, μια κρίση μπορεί να κρύβει πολλές ακόμη, οι οποίες θα ξεπετάγονται με τρόπο ανεξέλεγκτο και θα διαπλέκονται μεταξύ τους με απροσδόκητους συνδυασμούς, δημιουργώντας επιπλέον πολιτική και κοινωνική ένταση.
— Οι κρίσεις, ιδίως οι μακροχρόνιες, οδηγούν σε κάποιου βαθμού περιορισμό των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Είναι αναπότρεπτο, παρότι αναγκαίο για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος. Ωστόσο, όσο πιο δημοκρατικό είναι ένα καθεστώς, τόσο πιο άμεση θα φροντίσει να είναι η άρση των ελέγχων και επιτηρήσεων, μόλις θα έχει ξεπεραστεί η κρίση. Όσο πιο ανελεύθερο, τόσο περισσότερο θα χρησιμοποιηθεί ως πρόφαση για παράταση της έκτακτης ανάγκης.
— Οι δυτικές κοινωνίες, με τον κυρίως ηδονιστικό τρόπο ζωής, που θεωρούν ταυτόχρονα τις ατομικές ελευθερίες και τα ατομικά τους δικαιώματά ιερά και απαραβίαστα, έχουν σαφώς μεγαλύτερη δυσκολία να θυσιάσουν τις ελευθερίες αυτές επί μακρόν, προκειμένου να μεριμνήσουν για το συλλογικό συμφέρον. Πόσο μάλλον που πολλές σύγχρονες κρίσεις αφορούν τον έλεγχο του ίδιου του σώματος. Ο δε κοινωνικός κατακερματισμός ενισχύει την κοινοτιστική κουλτούρα, κάνοντας τη μια ομάδα του πληθυσμού ή τη μια γεωγραφική περιφέρεια να αδιαφορεί για το καλό των άλλων, και τελικά για το γενικό καλό.
— Οι σύγχρονες κρίσεις παράγουν νέες κοινωνικές ανισότητες, που συνήθως δεν έχουν σχέση με τις παραδοσιακές ταξικές. Ενδέχεται, ας πούμε, να αφορούν εργασιακούς κλάδους, που έως τότε δεν είχαν πρόβλημα, και ξαφνικά βρίσκονται να καταρρέουν, ή μπορεί να σχετίζονται με γεωγραφικούς παράγοντες, άρα η κρίση να δημιουργεί και γεωγραφικές ανισότητες (π.χ. όπως η κλιματική αλλαγή), ή να εμπλέκουν και ηλικιακές συνιστώσες (οι πιο ηλικιωμένοι, που είναι πιο ευάλωτοι στις πανδημίες σε σχέση με τους νεότερους) κ.λπ.
Εξάλλου, δεν σημαίνει ότι οι ανισότητες αυτές θα είναι μόνο οικονομικές αλλά και εκπαιδευτικές, πολιτισμικές κ.ά., παροδικές ή και πιο μόνιμες.
— Ασχέτως του αν αυτή είναι παγκόσμια ή ηπειρωτική, οι πολίτες έχουν την τάση να βιώνουν την κρίση λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, το εθνικό πλαίσιο αναφοράς. Με άλλα λόγια, κρίνουν με βάση τα δικά τους δεινά και πολύ λιγότερο στη βάση της σύγκρισης με τα δεινά των υπολοίπων στον κόσμο, αδιαφορώντας για το αν τα καθ’ ημάς είναι ηπιότερα. Δηλαδή, επικρατεί η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», όπως σε όλες τις οριακές καταστάσεις. Δύσκολα πείθονται από το επιχείρημα ότι ο πόνος έχει διαβαθμίσεις. Κοιτάζουν, δυστυχώς, το ιδανικό, όχι το σχετικό.
— Οι κρίσεις δημιουργούν, ωστόσο, πάντοτε και νέες ευκαιρίες, είτε επιχειρηματικές, είτε αναδιάταξης του κράτους, είτε πολιτικές. Τα πιο επιτυχημένα μοντέλα διαχείρισης είναι όσα κάνουν την κρίση ευκαιρία για αλλαγές στο Δημόσιο, σε οργανισμούς ή και επιχειρήσεις που ήταν αναγκαίες και χρόνιζαν.
— Κάθε τέτοια κρίση έχει ως πρώτο θύμα της την αλήθεια, ιδίως σήμερα, στην εποχή των κοινωνικών δικτύων. Συχνότατα η αλήθεια συντρίβεται ανάμεσα στην προπαγάνδα και την υστερία, ενώ κονιορτοποιείται από τη συνωμοσιολογία και τη διασπορά κατασκευασμένων ειδήσεων στα σόσιαλ μίντια. Πολιτική αυτοσυγκράτηση, δημοσιογραφικός επαγγελματισμός και κουλτούρα διαλόγου και συναινέσεων είναι οι μόνες ασπίδες απέναντι στην αλλοίωση της πραγματικότητας.
— Κάθε γνώση που προκύπτει ή αξιοποιείται στη διάρκεια μιας κρίσης παράγει ως αντίδραση και μια αντι-γνώση. Δηλαδή μια ανταγωνιστική γνώση, λιγότερο ή καθόλου επιστημονική, ως αμφισβήτηση της επίσημης, ορθόδοξης και αναγνωρισμένης. Το ερώτημα σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι οι μηχανισμοί παραγωγής της γνώσης να είναι διαφανείς και να μπορούν να υπόκεινται σε έλεγχο από τις ανεξάρτητες κοινότητες των ειδικών. Η επιστήμη δεν είναι θρησκεία για να μην αμφισβητείται αλλά ούτε και πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι «παραθρησκευτικές» της οργανώσεις στο όνομα μιας άλλης, ατεκμηρίωτης «άποψης».
Ο κατάλογος θα μπορούσε να μακρύνει πολύ, όμως το μείζον εδώ είναι πώς θα εκπαιδευτούμε ως κράτη και ως κοινωνίες να αντιμετωπίζουμε τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις που θα στοιχειώνουν το μέλλον μας μέσα από το πρίσμα μιας «ασταθούς κανονικότητας». Δηλαδή πώς θα μάθουμε, αντί απλώς να ξορκίζουμε το «κακό που μας βρήκε», να το φιλτράρουμε μέσα από τους διαύλους των τεράστιων επιστημονικών μας επιτευγμάτων και της δημοκρατικής μας συνύπαρξης, που ξέρει να γνωρίζει τα όρια και να αναγνωρίζει όσους παίζουν επικίνδυνα με αυτά.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO.