Η Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011 ήταν μια συνηθισμένη μέρα σκανδιναβικού καλοκαιριού, βροχερή με ελαφριά ομίχλη. Η κίνηση στο κέντρο του Όσλο ήταν μηδαμινή, και τα περισσότερα μαγαζιά και γραφεία ήταν άδεια, καθώς οι περισσότεροι ετοιμάζονταν να αποδράσουν από την πόλη για το Σαββατοκύριακο. Στις 15:18, όπως καταγράφηκε από τις κάμερες ασφαλείας, ένα λευκό φορτηγάκι εμφανίστηκε να παρκάρει στο οικοδομικό τετράγωνο που στέγαζε το πρωθυπουργικό γραφείο του Γενς Στόλτενμπεργκ. Ο οδηγός του, ένας νεαρός λευκός άντρας ντυμένος με μαύρη στολή που έμοιαζε με αστυνομικού, με το παντελόνι μέσα στις αρβύλες, βγήκε από το όχημα, πήρε στον ώμο του έναν μαύρο σάκο και με αποφασιστικό και γρήγορο βήμα απομακρύνθηκε από αυτό.
Μόλις 7 λεπτά αργότερα, στις 15:25:22, ακολούθησε μια τρομερή έκρηξη, ο εκκωφαντικός θόρυβος της οποίας ταξίδεψε χιλιόμετρα μακριά από το συγκεκριμένο σημείο. Ξαφνικά η γαλήνια πρωτεύουσα της Νορβηγίας έμοιαζε σαν βομβαρδισμένο τοπίο εμπόλεμης ζώνης, με δεκάδες τραυματισμένους πολίτες να κείτονται στο έδαφος, αιμόφυρτοι από τα γυαλιά και τα πεσμένα κομμάτια από τους τοίχους των κτιρίων. Λίγες ώρες αργότερα θα γινόταν γνωστός και ο αριθμός των 8 νεκρών. Η πρώτη σκέψη πολλών ήταν ότι επρόκειτο για τρομοκρατική ενέργεια της Αλ Κάιντα, εξαιτίας της συμμετοχής του νορβηγικού στρατού στις αποστολές του Αφγανιστάν και της Λιβύης. Η πραγματικότητα όμως, όπως εξελίχτηκε εκείνη τη μέρα, ήταν τόσο σοκαριστική που θα άλλαζε την ιστορία της χώρας και τη νορβηγική κοινωνία για πάντα.
Ο 32χρονος Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, όπως θα αποκαλυπτόταν ότι ήταν το όνομα του άγνωστου οδηγού του φορτηγού ο οποίος είχε ενεργοποιήσει τη βόμβα λιπασμάτων για να καταστρέψει ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, όπου στεγάζονταν επίσης το υπουργείο Δικαιοσύνης και η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση, σπέρνοντας τον τρόμο και τον θάνατο στη φιλειρηνική νορβηγική κοινωνία, κατευθυνόταν βορειοδυτικά του Όσλο για να διεκπεραιώσει το δεύτερο και ακόμα πιο ανατριχιαστικό μέρος του σχεδίου του. Ενός σχεδίου που βασικός του στόχος ήταν να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης σε ένα μανιφέστο γραμμένο στα αγγλικά, το οποίο λίγες ώρες πριν είχε στείλει μέσω διαδικτύου σε 1.003 αποδέκτες ανά την Ευρώπη.
Μερικά λεπτά μετά, 15 παιδιά που είχαν κρυφτεί σε μια αποθήκη στην άκρη του δάσους υποδέχτηκαν τον μαυροντυμένο άντρα που πέρασαν για αστυνομικό, πιστεύοντας ότι θα τα προστάτευε από τον παρανοϊκό εισβολέα, καθώς δεν τον αναγνώρισαν. Όλα τους εκτελέστηκαν με τον ίδιο κυνικό, ανελέητο τρόπο, όπως και οι υπόλοιποι.
Ήταν ένα κείμενο 1.500 σελίδων με τίτλο «2083: Ευρωπαϊκή Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας», κολάζ από διάφορες πηγές, όπως λόγοι ακροδεξιών πολιτικών και θεωρητικά σχόλια υπερεθνικιστών μπλόγκερ που εξέφραζαν ακραίες θέσεις ισλαμοφοβίας, δεξιού λαϊκισμού, ακόμα και υπεράσπισης του διεθνούς σιωνισμού. Ένα παραλήρημα μίσους για όλους όσοι είχαν αποδεχτεί και κατά τη γνώμη του υποκινήσει την υποδοχή χιλιάδων μουσουλμάνων στη χώρα του και στην ευρωπαϊκή επικράτεια, προκαλώντας την «ισλαμοποίησή» τους, ενώ παράλληλα αποτελούσε μια προτροπή για «ξεκαθάρισμα» από τους «εισβολείς» της «Ευραβίας» και αποκατάσταση της χριστιανικής Ευρώπης. Επίσης κατήγγειλε τον φεμινισμό ως βασικό παράγοντα διάβρωσης της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Συμπληρωματικά, αναφερόταν μέσα από μια αυτοσυνέντευξη στην προσωπική του πορεία και τις μεθοδεύσεις του για να επιτευχθεί ο σκοπός του. Αυτός ήταν και ο λόγος που αμέσως μετά τη βομβιστική επίθεση μπήκε σε ένα Fiat Doblò, ξεκινώντας ένα ταξίδι κατά το οποίο θα ολοκλήρωνε το παρανοϊκό του σχέδιο.
Ο τελικός προορισμός του ήταν η λίμνη Tyrifjorden, 40 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Όσλο· μια διαδρομή 50 λεπτών στο τέλος της οποίας βρίσκεται ένα από τα ωραιότερα θέρετρα της Νορβηγίας, το μικρό νησάκι σε σχήμα καρδιάς Ουτόγια, και από τη δεκαετία του ’50 οι εγκαταστάσεις της κατασκήνωσης της AUF, της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος. Ένας μικρός παράδεισος που ο Μπρέιβικ θα μετέτρεπε σε κόλαση. Εκείνη η Παρασκευή ήταν λίγο διαφορετική για τους πεντακόσιους νεολαίους, καθώς ιστορικά στελέχη του Εργατικού Κόμματος είχαν επισκεφτεί την κατασκήνωση, ανάμεσά τους ένα ίνδαλμα της σύγχρονης ιστορίας της Νορβηγίας, η τρεις φορές πρωθυπουργός Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ. Αυτή ήταν ο κύριος στόχος του Μπρέιβικ, αλλά εξαιτίας μιας καθυστέρησης στον δρόμο δεν την πρόλαβε. Παρ' όλα αυτά δεν άλλαξε την απόφασή του να εξολοθρεύσει όλα τα νεαρά μέλη του κυβερνώντος κόμματος –τους εν δυνάμει μελλοντικούς πολιτικούς ηγέτες–, το οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για την πολυπολιτισμικότητα της Νορβηγίας και την ευνοϊκή πολιτική απέναντι στους οικονομικούς και πολιτικούς μετανάστες από μουσουλμανικές χώρες.
Στις 17:16 το φέρι MS Thorbjørn που ένωνε την Ουτόγια με τη στεριά απέναντι, στην Ούτβικα, μετέφερε τον Μπρέιβικ με την αιτιολογία ότι λόγω του συμβάντος στο Όσλο η αστυνομία έστειλε έναν εκπρόσωπό της να προστατέψει τα παιδιά. Πριν καν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τις κινήσεις του, έβγαλε ένα ημιαυτόματο πιστόλι Glock 34 9 mm και ένα ημιαυτόματο τουφέκι Ruger Mini-14 κι άρχισε να πυροβολεί. Οι πρώτοι που εξολόθρεψε ήταν η αρχηγός της κατασκήνωσης και ο υπεύθυνος ασφαλείας. Στις 17:23 βρισκόταν στην καφετέρια της κατασκήνωσης όπου ήταν μαζεμένοι αρκετοί κατασκηνωτές, τους οποίους άρχισε να εκτελεί έναν-έναν ξεχωριστά με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Όσοι πρόλαβαν να εγκαταλείψουν το κτίριο πηδώντας από τα παράθυρα άρχισαν να τρέχουν προς το δάσος ουρλιάζοντας και καλώντας όποιον έβλεπαν μπροστά τους να τρέξει να σωθεί. Στις 17:31 είχε ήδη σκοτώσει 21 άτομα και τα επόμενα δέκα λεπτά προστέθηκαν άλλα 10. Το μακελειό θα συνεχιζόταν για πάνω από μία ώρα, με τον Μπρέιβικ να διασχίζει τις εγκαταστάσεις της κατασκήνωσης και να εκτελεί εν ψυχρώ όποιον έπεφτε στην αντίληψή του. Πολλοί δεν κατάφεραν να σωθούν ούτε όταν βούτηξαν στα παγωμένα νερά της λίμνης ώστε να κολυμπήσουν στην απέναντι όχθη. Κραυγάζοντας «θα πεθάνετε όλοι», στόχευε κάθε κεφάλι που διέκρινε, πετυχαίνοντας τα περισσότερα.
Ούτε όσοι νόμιζαν ότι είχαν βρει καταφύγιο στη βλάστηση δίπλα στην ακτή σώθηκαν. Ένας 22χρόνος του φώναξε «Μη με πυροβολήσεις» και όντως δεν το έκανε. Μερικούς μήνες αργότερα θα μάθαινε ότι τον θεώρησε ομοϊδεάτη του εξαιτίας της εμφάνισής του. Δεν πυροβόλησε και έναν εντεκάχρονο, λέγοντάς του «είσαι πολύ μικρός ακόμα». Κάποιοι σώθηκαν παριστάνοντας τους πεθαμένους, αν και πολλούς ο Μπρέιβικ επέστρεψε και τους αποτέλειωσε με δεύτερη σφαίρα – πάντα στο κεφάλι. Σώθηκαν επίσης όσοι γνώριζαν καλά το νησί και κολύμπησαν σε απροσπέλαστες, βραχώδεις πλευρές ή στο «μονοπάτι της αγάπης», ένα πέρασμα στο δάσος.
Στις 18:08 ο αριθμός των νεκρών είχε φτάσει τους 49. Μερικά λεπτά μετά, 15 παιδιά που είχαν κρυφτεί σε μια αποθήκη στην άκρη του δάσους υποδέχτηκαν τον μαυροντυμένο άντρα που πέρασαν για αστυνομικό πιστεύοντας ότι θα τα προστάτευε από τον παρανοϊκό εισβολέα, καθώς δεν τον αναγνώρισαν. Όλα τους εκτελέστηκαν με τον ίδιο κυνικό, ανελέητο τρόπο όπως και οι υπόλοιποι.
Παρόλο τον πανικό και το χάος, ένα κορίτσι, κόρη συνταξιούχου αστυνομικού, είχε την ψυχραιμία και την εγρήγορση από τα πρώτα λεπτά του συμβάντος, αψηφώντας τον κίνδυνο, αντί να τραπεί σε φυγή, να καλέσει από το κινητό της τον πατέρα της. Αυτός ήταν που ειδοποίησε και το κεντρικό αρχηγείο της αστυνομίας του Όσλο. Η ατυχία να λείπει σε διακοπές το προσωπικό του μοναδικού ελικοπτέρου που διαθέτει η νορβηγική αστυνομία, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν ενδείκνυται για επιχειρήσεις τέτοιου τύπου, ανάγκασε τους άντρες της ειδικής ομάδας Delta να μπουν σε αυτοκίνητα και να ξεκινήσουν για την Ουτόγια, πράγμα που τους πήρε σχεδόν μια ολόκληρη ώρα. Όσο κράτησε και το μακελειό: μία ώρα και δώδεκα λεπτά. Απολογισμός: 69 νεκροί, 110 τραυματίες (οι μισοί σοβαρά), το νεαρότερο θύμα 14 ετών και το μεγαλύτερο 51.
Από τους πρώτους που έσπευσαν να βοηθήσουν τους νέους που έπεσαν στη λίμνη για να κολυμπήσουν τα 550 μέτρα μέχρι τη στεριά ήταν ένας Γερμανός τουρίστας από το κάμπινγκ της Ούτβικα ο οποίος, ακούγοντας πυροβολισμούς, πλησίασε με το σκάφος του το νησί και ρίχνοντας σωσίβια έσωσε περί τα 30 άτομα, κάνοντας συνολικά τέσσερις ή πέντε διαδρομές. Άλλους τόσους έσωσε με τον ίδιο τρόπο ένα ζευγάρι από το ίδιο κάμπινγκ, όπως και ένας κάτοικος της περιοχής. Στο τέλος βρέθηκαν να κινητοποιούνται 10 με 15 σκάφη κατοίκων που έσπευσαν, ακούγοντας τους πυροβολισμούς, και έσωσαν περί τα 150 άτομα. Οι αστυνομικές δυνάμεις έφτασαν στο νησί στις 18:25 και κάλεσαν τον Μπρέιβικ να παραδοθεί. Στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι είχε καλέσει τον αριθμό εκτάκτου ανάγκης 112 δέκα φορές ώστε να παραδοθεί, και όσο ακόμη πυροβολούσε όποιον έβλεπε μπροστά του, αλλά οι αρχές επιμένουν ότι τις δύο φορές που συνδέθηκε μαζί τους η συνομιλία διακόπηκε.
Ο Μπρέιβικ παραδόθηκε χωρίς αντίσταση. Απομονώθηκε αμέσως σε ειδικό κελί στο νησί, όπου και τον ανέκριναν όλη τη νύχτα. Μετά τη μεταγωγή του στο Όσλο τέθηκε σε απομόνωση τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες. Κατά την ανάκριση ομολόγησε και ανέλαβε την ευθύνη τόσο για τη βομβιστική ενέργεια όσο και για τις εκτελέσεις των κατασκηνωτών, αλλά αρνήθηκε να αποδεχτεί την ενοχή του, ισχυριζόμενος ότι οι ενέργειές του ήταν «στυγερές αλλά αναγκαίες».
Την επόμενη ημέρα από τα δραματικά γεγονότα ο πρωθυπουργός Γενς Στόλτενμπεργκ, απευθυνόμενος στους συμπολίτες του, χαρακτήρισε την επίθεση «εθνική τραγωδία» και τη χειρότερη φρικαλεότητα στη Νορβηγία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο βασιλιάς Χάραλντ Ε΄, αφού πρώτα εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στις οικογένειές των θυμάτων, έκανε έκκληση για ενότητα. Μαζί με τη βασίλισσα Σόνια επισκέφθηκαν τους τραυματίες των επιθέσεων καθώς και τις οικογένειες των θυμάτων. Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Αυγούστου 2011, το κοινοβούλιο της Νορβηγίας συνήλθε σε έκτακτη σύνοδο για να τιμήσει τα θύματα της απίστευτης για τη φιλήσυχη χώρα τρομοκρατικής ενέργειας.
Ο ακροδεξιός εξτρεμιστής και τρομοκράτης Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ είχε ενεργήσει μόνος του, έχοντας προετοιμάσει μεθοδικά την επίθεση μέσα σε μερικούς μήνες. Είναι γιος ενός διπλωμάτη και μιας νοσοκόμας, μεγαλωμένος με τη μητέρα του και έχει διαγνωστεί από μικρή ηλικία με συναισθηματικές διαταραχές. Μάλιστα η Κοινωνική Πρόνοια είχε προτείνει την αφαίρεση της κηδεμονίας του από τη μητέρα του. Στην εφηβεία του, προσπαθώντας πάντα να ξεχωρίσει και να αναγνωριστεί από τους συνομήλικούς του, δραστηριοποιήθηκε για μια περίοδο ως graffiti artist. Σε ηλικία 23 ετών, και ενώ εργαζόταν σε εταιρεία εξυπηρέτησης πελατών, ξεκίνησε ένα εννεαετές σχέδιο ανεύρεσης κονδυλίων για τη χρηματοδότηση των επιθέσεων, στήνοντας μια επιχείρηση προγραμματισμού υπολογιστών. Όταν κήρυξε πτώχευση, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του όπου περνούσε τις μέρες του παίζοντας νυχθημερόν βιντεοπαιχνίδια όπως το World of Warcraft και το Call of Duty: Modern Warfare 2. Χάρη στο τελευταίο, μάλιστα, τελειοποιήθηκε στη σκοποβολή. Τον Μάιο του 2009 ίδρυσε την αγροτική εταιρεία Breivik Geofarm, την οποία χρησιμοποίησε ως κάλυψη για τη νόμιμη απόκτηση μεγάλων ποσοτήτων από λιπάσματα και άλλες χημικές ουσίες για την κατασκευή εκρηκτικών.
Οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε από ψυχιάτρους διορισμένους από το δικαστήριο διέγνωσαν παρανοϊκή σχιζοφρένεια, χαρακτηρίζοντάς τον ψυχωτικό, γεγονός που πιστοποιούσε ότι τη στιγμή των επιθέσεων είχε το ακαταλόγιστο. Ο νορβηγικός Τύπος επέκρινε την έκθεση των ψυχιάτρων και ο ίδιος ο Μπρέιβικ δήλωσε αρχικά προσβεβλημένος. Το κύριο ζήτημα για εκείνον ήταν να μη θεωρηθεί «παρανοϊκός» ή «ψυχωτικός», γιατί εκτός του ότι το θεωρούσε άκρως ταπεινωτικό, αυτό θα υποβίβαζε τη σημασία του μηνύματός του. Το δικαστήριο ενέκρινε τη διεξαγωγή δεύτερης ψυχιατρικής εξέτασης, η οποία κατέληξε ότι ο Μπρέιβικ ήταν υγιής και ότι είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του κατά τη διάρκεια της τρομοκρατικής επίθεσης στις 22 Ιουλίου του 2011.
Η δίκη του ξεκίνησε στις 16 Απριλίου 2012 με τον ίδιο να δηλώνει ότι δεν αναγνωρίζει το σύστημα δικαιοσύνης. Μετά από δίμηνη διαδικασία κατά την οποία εξετάστηκε η δολοφονία κάθε θύματος ξεχωριστά, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 21 ετών. Πρόκειται για τη μέγιστη ποινή στη νορβηγική νομοθεσία, καθώς δεν υπάρχει ισόβια κάθειρξη. Από τον Σεπτέμβριο του 2020 έχει κάνει επανειλημμένες απόπειρες να στραφεί εναντίον του κράτους, είτε κάνοντας αίτηση αποφυλάκισης είτε απαιτώντας να σταματήσει το καθεστώς απομόνωσης στο οποίο κρατείται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Ringerike της λίμνης Tyrifjorden, όπου βρίσκεται και η Ουτόγια. Το ιδιαίτερα φιλελεύθερο σωφρονιστικό σύστημα της Νορβηγίας τού παρέχει το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή για οποιοδήποτε αίτημα επιθυμεί. Το 2016, μάλιστα, όταν επικαλέστηκε το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που απαγορεύει «τις απάνθρωπες και ταπεινωτικές ποινές», κέρδισε την αγωγή, αλλά έναν χρόνο αργότερα η απόφαση ανατράπηκε.
Η «απομόνωση» στην οποία αναφέρεται, βέβαια, δεν είναι άλλη από ένα κελί-μεζονέτα με τρία δωμάτια, γυμναστήριο, κουζίνα και τραπεζαρία, χώρο επισκέψεων (για δύο συγκρατούμενούς του που συναντάει εναλλάξ, έναν ιερέα και έναν φύλακα), οθόνη με κονσόλα για παιχνίδια. Στο παρελθόν είχε απειλήσει με απεργία πείνας αν δεν του παρείχαν το Playstation 3 αντί του PS2. Η πιο πρόσφατη αγωγή του τον Γενάρη του 2024 για παύση της απομόνωσης (η οποία ισχυρίζεται ότι του προκαλεί αυτοκτονικές τάσεις, κάτι που ο ψυχολόγος του δεν έχει διαπιστώσει) απορρίφθηκε για μια ακόμα φορά. Αλλά μάλλον δεν έχει μεγάλη σημασία. Όπως έχει δηλώσει, στο μέλλον θα αναγνωριστεί η ιστορική του συμβολή και θα θεωρηθεί ήρωας.