ΑΝ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΙΣ ποια είναι αγαπημένη μου ταινία μέχρι τώρα, θα σου πω το «Annie» του Τζον Χιούστον. Ούτε Στίβεν Σπίλμπεργκ, ούτε Κρις Νόλαν, ούτε Στίβεν Σόντερμπεργκ, σίγουρα όχι Γιώργος Λάνθιμος, ούτε κάποιο οσκαρικό φαβορί. Το «Annie». Αυτό το μιούζικαλ του 1982 με τη χαριτωμένη κοκκινομάλα πιτσιρίκα που κατάφερε να ξεφύγει από το ορφανοτροφείο και την κακιά Miss Hannigan και να ζήσει μαζί με έναν εκκεντρικό πλούσιο (Albert Finney), σώζοντας μαζί και όλες τις φίλες της.
Δεν γίνεται να μην είναι αγαπημένη μια ταινία που έχεις δει περισσότερες από 17 φορές χωρίς να βαριέσαι, ακόμα κι αν αυτό συνέβη πριν από αρκετές δεκαετίες. Τότε το βίντεο είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια κι εμείς είχαμε τη θεία Μαίρη που, ορκισμένη single και φανατική γκατζετού μέχρι τα βαθιά της γεράματα, ήταν η πρώτη στην οικογένεια που απέκτησε ένα ασημί JVC, από εκείνα που μια υποδοχή τους άνοιγε με θόρυβο για να βάλεις την κασέτα. Με την αδελφή μου τρώγαμε στο σπίτι της κάθε Σάββατο μεσημέρι, γιατί οι γονείς έμεναν μέχρι αργά στο καφεκοπτείο. Εκείνη μάς έφτιαχνε μακαρόνια με έναν νερόβραστο κιμά –γκατζετού και μαγείρισσα είναι μάλλον ασυμβίβαστες έννοιες– που όμως τότε είχε φανταστική γεύση. Έμαθα πολύ αργότερα, μάλλον όταν ως φοιτήτρια άρχισα να μαγειρεύω, ότι η μπολονέζ έχει και χυμό ντομάτα.
H μόνη και μεγάλη επιτυχία της είναι εκείνη που έκανε στα εννιά της, τότε που η αδελφή μου κι εγώ –στην ίδια περίπου ηλικία– ονειρευόμασταν ότι μπορούμε κι εμείς να γίνουμε σταρ.
Εμείς διαλέγαμε από το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς την ταινία που θέλαμε και μετά το φαγητό, που η Μαιρούλα έπεφτε για σιέστα –άλλη λέξη που χάνεται κάπου στα ’80s, ’90s–, εμείς τσακωνόμασταν ποια θα βάλει την ταινία στο βίντεο. Η «Annie», λοιπόν, ήταν τόσο λατρεμένη επιλογή που είχαμε μάθει απ’ έξω τους στίχους του «It’s the hard knock life for us» και του «Tomorrow», που της χάρισαν τελικά το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής το 1983.
Τώρα που η θεία Μαίρη μας άφησε, πλήρης ημερών –χρησιμοποιώ καταχρηστικά αυτό το ασύλληπτο κατευόδιο, αφού δεν νομίζω ότι φεύγει κανείς από αυτήν τη ζωή πλήρης ημερών και κυρίως πλήρης απολαύσεων–, οι γονείς μου έχουν κλείσει εδώ και χρόνια το αγαπημένο μαγαζί που μας μεγάλωσε μέσα στη μυρωδιά των φρεσκοκαβουρδισμένων κόκκων και το JVC έχει πεταχτεί εδώ και πολλά χρόνια, όταν αδειάσαμε εκείνο το λατρεμένο διαμέρισμα-παιδικό καταφύγιο, έψαξα να βρω τι απέγινε η πρωταγωνίστρια, αναζητώντας κάτι που να έχει μείνει από εκείνη την εποχή.
Η Aileen Quinn ευτυχώς ζει, αλλά δυστυχώς έχει μεγαλώσει πολύ, όπως όλοι μας. Είναι 52 χρόνων και ασχολείται με το τραγούδι, αν και ποτέ δεν έκανε καμιά μεγάλη καριέρα, ούτε στη μουσική ούτε στον κινηματογράφο. Που σημαίνει ότι η μόνη και μεγάλη επιτυχία της είναι εκείνη που έκανε στα εννιά της, τότε που η αδελφή μου κι εγώ –στην ίδια περίπου ηλικία– ονειρευόμασταν ότι μπορούμε κι εμείς να γίνουμε σταρ.
Τελικά ούτε εμείς τα καταφέραμε καλά με το σταρίλικι, τουλάχιστον όμως μπορώ τώρα να καταλάβω την επτάχρονη κόρη μου που δεν χορταίνει να βλέπει τη «Matilda» (το remake του γνωστού μιούζικαλ του 1998, που κυκλοφόρησε το 2022) και φαντάζεται ότι μπορεί να συνδυάσει το επάγγελμα της ηθοποιού με αυτό της make up artist. Επίσης, μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έχει βαρεθεί αυτή την –φανταστική, ομολογώ– ταινία με την εκπληκτική Έμα Τόμσον ως Μις Τράντσμπουλ, που σεναριακά μοιάζει πολύ με τη δική μου beloved Annie.
Κάθε φορά που η μικρή μου βάζει στο Netflix τη «Matilda», μου ζητάει να της κάνω παρέα. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως καθίσω μαζί της ένα Σάββατο μεσημέρι να το δούμε, τρώγοντας μακαρόνια με κιμά. Αυτά με την κόκκινη σάλτσα.