ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΟΙΚΙΛΙΑ αντισυστημικών εκφράσεων στις ημέρες μας. Μεταξύ αυτών διακρίνονται η ειδική και συγκεκριμένη αφενός και η ευρεία και αυστηρή αφετέρου. Η πρώτη έχει να κάνει με την εναντίωση σε πτυχές της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής προπάντων, μορφής του πολιτεύματος και η δεύτερη εκφράζει εναντίωση προς τη δημοκρατία, νοούμενη ως ένα εφαρμοσμένο σύστημα και μια μορφή οργάνωσης της πολιτείας και συγκρότησης της κρατικής εξουσίας.
Είναι χαρακτηριστικό των απατηλών αντιφάσεων του αντισυστημικού χώρου ότι οι εκφραστές του ομνύουν στο όνομα μιας εξιδανικευμένης και θολής ιδέας της δημοκρατίας, που δεν διαθέτει ένα εμπειρικό αποτύπωμα και δεν προσλαμβάνεται ως ένα εφαρμοσμένο σύστημα διακυβέρνησης. Επίσης, στο πλαίσιο αντισυστημικών εκφράσεων εξιδανικεύεται ο λαός, παρότι στο ευρύτερο αντισυστημικό οικοσύστημα κεντρική είναι η φιγούρα του αρχηγού, ο οποίος καθοδηγεί τον λαό, αποφασίζοντας εξ ονόματός του ακόμη και παρακάμπτοντας τη λαϊκή ετυμηγορία.
Στις ημέρες μας υπάρχει ένα πλήθος από πολιτικά κόμματα τα οποία συστήνονται ως «κόμματα εναντίον του κατεστημένου» (anti-establishment parties) και αυτοπροβάλλονται ως αμφισβητίες των καθιερωμένων κομμάτων που συγκροτούν την κομματική αρένα. Τα κόμματα εναντίον του κατεστημένου δεν είναι κατά κυριολεξία και αυστηρώς αντισυστημικά, υπό την έννοια ότι δεν επιδιώκουν να αντικαταστήσουν το δημοκρατικό πλαίσιο, αν και τάσσονται υπέρ της αλλαγής του τρόπου που λειτουργεί η δημοκρατία (προκρίνοντας π.χ. δημοψηφίσματα).
Η δημοκρατία δεν είναι άτρωτη, η ποιότητά της μπορεί να υποσκαφθεί, η ανοιχτότητά της και η συμπεριληπτικότητά της να υποχωρήσουν.
Τα κόμματα της άκρας δεξιάς αποτελούν τους χαρακτηριστικότερους –αλλά όχι και τους μοναδικούς– εκφραστές της αντισυστημικότητας. Εστιάζουμε σε αυτά καθώς εντυπωσιάζει –αρνητικά βεβαίως– το γεγονός ότι αναπτύσσονται ραγδαία εδώ και μερικές δεκαετίες: από τον πλούσιο ευρωπαϊκό Βορρά μέχρι τον προβληματικό ευρωπαϊκό Νότο στην καρδιά του δυτικού κόσμου και των εδραιωμένων δημοκρατιών αλλά και σε νέες δημοκρατίες χωρίς φιλελεύθερες παραδόσεις, η άκρα δεξιά εξελίσσεται στην πλέον γοργά αναπτυσσόμενη (με όρους εκλογικής αριθμητικής) κομματική οικογένεια. Μόνο στο διάστημα μεταξύ 2020 και 2023, στις δεκαεπτά εκλογικές αναμετρήσεις εκλογών πρώτης τάξης που έγιναν σε χώρες της Ε.Ε. τα κόμματα της άκρας δεξιάς αύξησαν τα ποσοστά τους στις δώδεκα από αυτές, ενώ σε εννέα συγκέντρωσαν διψήφια εκλογικά ποσοστά.
Ποιοι παράγοντες στρέφουν το εκλογικό σώμα στην υποστήριξη των κομμάτων της άκρας δεξιάς; Τι κάνει εκλογικά ελκυστικό ένα αρνητικό πολιτικό brand name σαν αυτό των κομμάτων της άκρας δεξιάς;
Τα τελευταία χρόνια, η άνοδος της άκρας δεξιάς συνδέθηκε προπάντων με την κρίση χρέους και την επιβολή πολιτικών λιτότητας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Σε ό,τι αφορά τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, η άνοδός της έχει να κάνει με τις εγχώριες αντιδράσεις στην υποστήριξη των ευρωπαϊκών πολιτικών που βρήκαν εφαρμογή μέσω του μηχανισμού οικονομικής βοήθειας. Παρότι η άκρα δεξιά ενισχύθηκε μέσα στη συγκυρία των παρατεταμένων κρίσεων (permacrises) που διανύουμε, στην πραγματικότητα οι αντισυστημικές εκφράσεις έχουν ένα βαθύτερο παρελθόν που μας πάει πίσω στη δεκαετία του 1970. Είναι οπωσδήποτε οι οικονομικές κρίσεις και η κρίση στην αγορά εργασίας που δημιουργούν εισοδηματικές απώλειες, μεγαλύτερες ανισότητες και εργασιακή ανασφάλεια, αλλά είναι και η παγκοσμιοποίηση και η μετανάστευση που ενισχύουν τις αντισυστημικές δυνάμεις.
Η εκλογική τους υποστήριξη δεν αποτελεί, ωστόσο, ένα άμεσο και αυτόματο αποτέλεσμα των κρίσεων αλλά έρχεται ως συνέπεια του γεγονότος ότι οι αντισυστημικές δυνάμεις εργαλειοποιούν τη συναισθηματική ευαλωτότητα όσων θίγονται από τις κρίσεις ή και μόνο φοβούνται τις μελλοντικές συνέπειες από αυτές. Οι αντισυστημικές δυνάμεις κερδίζουν από το γεγονός ότι, μεσούσης μιας κρίσης, κάποιος φταίει και η άκρα δεξιά, ο αντισυστημικός χώρος ευρύτερα, εστιάζει ιδιαίτερα στον μηχανισμό απόδοσης ευθυνών.
Επίσης, ο αντισυστημικός χώρος «παίζει» με τα αρνητικά συναισθήματα, ιδίως με τον θυμό και την οργή. Η οργή συνδέεται εντονότερα με την ψήφο υπέρ της ριζοσπαστικής αριστεράς, που κι αυτή τροφοδοτεί τον αντισυστημικό χώρο· ο θυμός τροφοδοτεί την άκρα δεξιά. Η αίσθηση χαμηλής προσωπικής αποτελεσματικότητας επίσης τροφοδοτεί την άκρα δεξιά, ενώ ο συνδυασμός υψηλής ατομικής αποτελεσματικότητας, αλλά χαμηλής εξωτερικής αποτελεσματικότητας τροφοδοτεί τη ριζοσπαστική αριστερά. Με άλλα λόγια, η αίσθηση ότι δεν μπορεί κάποιος να επηρεάσει τα πράγματα, ακόμη κι αν αισθάνεται ότι έχει τα φόντα να το κάνει, συμβάλλει στην εκδήλωση αντισυστημικής στάσης.
Κάποιοι θεωρούν ότι υπάρχει ένας υπερβολικός φόβος. Ότι ούτε η άκρα δεξιά, ούτε η άκρα αριστερά, αλλά ούτε και το μεγαλύτερο μέρος των αντισυστημικών-αντικαθεστωτικών στάσεων αποτελούν εκφράσεις υπονομευτικές για τη δημοκρατία. Ευτυχώς οι περισσότεροι δεν συμφωνούν με αυτόν τον εφησυχασμό. Η δημοκρατία δεν είναι άτρωτη, η ποιότητά της μπορεί να υποσκαφθεί, η ανοιχτότητά της και συμπεριληπτικότητά της να υποχωρήσουν. Επίσης, όσο ενισχύονται εκλογικά οι αντισυστημικές δυνάμεις τόσο υπάρχει ο πειρασμός της προσαρμοστικότητας των κατεστημένων και παραδοσιακών δυνάμεων στη ρητορική και στις θέσεις του αντισυστημικού χώρου. Η ελκυστικότητά τους μπορεί να αντιστραφεί με την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών, όπως εκείνες που θα φέρουν περισσότερη ανάπτυξη και δικαιότερο μοίρασμα των πόρων, που προωθούν την κοινωνική ένταξη και διευρύνουν την πολιτική εμπιστοσύνη. Το να ξανακερδίσει το πολιτικό σύστημα την εμπιστοσύνη των πολιτών αποτελεί το θεμέλιο για τον περιορισμό της επιρροής των αντισυστημικών δυνάμεων και τη θωράκιση της δημοκρατίας.
* Βασικά σημεία του κειμένου παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του Delphi Forum στο πάνελ Antisystemic Tendencies and Democracy (26/4/2023)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.