Η ΧΑΜΑΣ, ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ την τρομοκρατική επίθεση ως ηθελημένη πρόκληση, δεν μπορεί να αγνοούσε την αντίδραση του Μπενιαμίν Νετανιάχου και του επιτελείου του. Οι ένοπλες οργανώσεις αυτού του είδους ξέρουν καλά το πεδίο των κρατικών αντιπάλων τους, τη νοοτροπία των παικτών, τα επιχειρησιακά μοτίβα. Η πέρα από τα όρια φρίκη της επίθεσης των ενόπλων της θα έφερνε τη στρατιωτική απάντηση του Ισραήλ στο «υψηλότερο» επίπεδο.
Και αυτό συμβαίνει. Η τρομοκρατία ως ακραία λογική της πολιτικής εκβιάζει τον εχθρό να ξεδιπλώσει όλη τη δυναμική της βίας που διαθέτει. Και επειδή ο ένας παίκτης είναι «μη κρατικός» και ο άλλος το κράτος του Ισραήλ, η Χαμάς γνώριζε πως στην παγκόσμια κοινή γνώμη και σε ορισμένα ευαίσθητα κομμάτια της τα συναισθήματα θα αγκάλιαζαν τα παιδιά της Γάζας και όχι τους νέους στο κιμπούτς ή στο rave πάρτι στην έρημο.
Aυτό που βλέπουμε είναι η μετατροπή της ισραηλινής απάντησης σε κανονικό πόλεμο με έναν ευρύτερο πληθυσμό. Η λογική της διεύρυνσης του στρατιωτικού μετώπου προκαλεί ασφυξία σε όλους εκείνους που θα ήθελαν κάποτε την επιστροφή (κάποιου) διαλόγου μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Αντίθετα «κερδίζουν» από τον πολλαπλασιασμό των θυμάτων όσοι βλέπουν στο εβραϊκό κράτος έναν μισητό ρατσισμό προς εξάλειψη (όπως έγραψε πρώην συνάδελφος πανεπιστημιακός) και από την άλλη εκείνοι που ταυτίζουν όλο τον λαό της Γάζας με τη Χαμάς και τη βάση της τρομοκρατίας.
Η ρητορική για εκμηδένιση ή εξαφάνιση του εχθρού μαζί με τη διεύρυνση/ασάφεια ως προς τι περιλαμβάνεται στην κατηγορία του εχθρού είναι τεράστια παγίδα. Μοιάζει με ιδέα που απλώς παίζει με το συναίσθημα τρομαγμένων και βαθιά σοκαρισμένων πολιτών.
Από τη μια ένας γαλαξίας που βλέπει το Ισραήλ ως σιωνιστικό ναζισμό και από την άλλη οι «μέχρι το τέλος» εκδικητές και υποψήφιοι εξολοθρευτές όλων των συμπαθούντων τη Χαμάς! Απομένει, ωστόσο, ένας χώρος πολιτών που δεν θέλει να παίξει σε αυτό το γήπεδο. Μιλώ για εκείνους που δεν εξωραΐζουν την τρομοκρατία κατά πολιτών, βαφτίζοντάς τη λαϊκή αντίσταση. Μιλώ και για όσους δεν ανέχονται την πρόσθεση χιλιάδων νεκρών αμάχων στο αίμα που ήδη χύθηκε. Οι ρουκέτες στην Ασκελόν ή στο Τελ Αβίβ και οι βόμβες σε πολυκατοικίες και ζωτικές υποδομές στη Γάζα φαίνεται να μην έχουν κανένα «διά ταύτα» πέρα από το χάος του αδιέξοδου. Αυτή η άλλη «παράταξη» και διάθεση –σκόρπια, ασυντόνιστη και δίχως πολιτική σύμπνοια στο εσωτερικό της– δυσκολεύεται τώρα να παρέμβει στα γεγονότα.
Είναι ένας χώρος που νοιάζεται για την τύχη του Ισραήλ, αλλά αρνείται να παραδεχτεί ότι ένα εθνικό-κρατικό δίκαιο είναι υπεράνω βασικών ηθικών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων.
Εγώ, ας πούμε, δεν θα μπορούσα να πάρω μέρος σε διαδήλωση για την ειρήνη μαζί με ομάδες και άτομα που απεχθάνονται το Κράτος του Ισραήλ ως αυθαίρετη «σιωνιστική οντότητα» και ταυτίζουν σε κείμενα και τρακτ τους Εβραίους με τους ναζί. Πώς είναι δυνατό να διαδηλώνει κανείς για ειρήνη ή δικαιοσύνη, έχοντας δίπλα του οπαδούς της Χαμάς, όπως συνέβη προσφάτως στο Λονδίνο ή στο Παρίσι; Μια τέτοια στάση, ωστόσο, δεν μπορεί να γίνεται πρόφαση ώστε να μη βλέπουμε τα δεινά μιας πολιτικής συλλογικής τιμωρίας και σπαραχτικής ανθρώπινης καταστροφής.
Η ιδέα, άλλωστε, ότι ένα κράτος, μια πολιτειακή οντότητα, πρέπει να «εκδικείται» σαν να πρόκειται για ιδιώτη ή για οικογένεια είναι τελείως παράλογη. Ήταν η ίδια μοιραία ιδέα που ηγεμόνευσε στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ωθώντας στα άκρα ένα πλέγμα ασφαλείας με σοβαρές αυθαιρεσίες και εκτροπές. Η ρητορική για εκμηδένιση ή εξαφάνιση του εχθρού μαζί με τη διεύρυνση/ασάφεια ως προς τι περιλαμβάνεται στην κατηγορία του εχθρού είναι τεράστια παγίδα. Μοιάζει με ιδέα που απλώς παίζει με το συναίσθημα τρομαγμένων και βαθιά σοκαρισμένων πολιτών. Όλοι το κάνουν αυτό και ως έναν βαθμό έτσι παίζονται τα παιχνίδια της επικοινωνίας και των συσχετισμών ισχύος μέσα στα δημόσια συναισθήματα. Η συνένωση όμως της ρητορικής περί εκμηδένισης του εχθρού με τη συλλογική τιμωρία ενός ολόκληρου πληθυσμού μεγεθύνει το κακό.
Πολλά πρέπει τώρα να έχουμε κατά νου. Και τον ολοκληρωτικό και βάναυσο χαρακτήρα της τρομοκρατικής «πολιτικής» και τα όρια της «νόμιμης απάντησης» ενός κράτους και κυρίως τη μέριμνα για τα θύματα και την ανθρώπινη τραγωδία. Να έχουμε κατά νου τη διατήρηση ενός χώρου θετικών προσδοκιών για το παλαιστινιακό ζήτημα μαζί με τις εγγυήσεις ασφάλειας για το Ισραήλ και τους πολίτες του. Πολλοί (και στη χώρα μας) θέλουν αυτήν τη στιγμή να διαγράψουμε το ένα, υπερθεματίζοντας στο άλλο. Διάβασα πολλά κείμενα που, στην ουσία, ζητούν να «πετάξουν τους Εβραίους στη θάλασσα». Είδα και κάποιες (όχι πολλές είναι αλήθεια) αναρτήσεις που συντάσσονται αναφανδόν και απερίφραστα με τις ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ, εκλογικεύοντας απαράδεκτα τις καταστροφές στη Γάζα.
Εξοργιστική η υποτίμηση ή και η αγνόηση από αριστερούς και αναρχικούς του ισλαμο-αυταρχικού σχεδίου οργανώσεων όπως η Χαμάς (αλλά και των κρατών-υποστηρικτών της και των δικών τους επιδιώξεων). Τίποτα όμως δεν δικαιολογεί την αναισθητοποίηση ή τα ευφυολογήματα για το δράμα των Παλαιστινίων και για την αθλιότητα της ζωής στη Γάζα. Επώδυνο είναι έτσι το κενό μιας εναλλακτικής λογικής υπέρ της διαπραγμάτευσης και της μεσολάβησης, κατά των πολιτικών της εκμηδένισης και της «αντεκδίκησης». Ορατή η απουσία κινημάτων αλληλεγγύης στα θύματα που θα έχουν συγχρόνως ανοιχτό και διαρκές μέτωπο με τις θηριωδίες του νέου αντιεβραϊσμού, καταγγέλλοντας με καθαρό τρόπο τον παραλογισμό της γενίκευσης του πολέμου από την πλευρά του ισραηλινού κράτους.
Απέναντι σε όσα εκτυλίσσονται στη Γάζα δεν χρειάζεται ούτε ψυχρή εκλογίκευση ούτε τα ειδικά εφέ της προπαγάνδας. Η δολοφονική τρομοκρατία είναι απεχθής και οι χιλιάδες νεκροί από τις βόμβες όνειδος και φρίκη. Καθεμιά από τις οδύνες είναι μοναδική και καθεμιά από τις ευθύνες ιδιαίτερη, πέρα από το γνωστό ζύγι της ιστορικής δικαιολόγησης και της πολιτικής σοφιστικής.
Η ελευθερία της Παλαιστίνης περνά από το δικαίωμα του Ισραήλ στην ύπαρξη. Αυτό όμως δεν αρέσει σε πολλούς πια. Είτε το βρίσκουν παρωχημένο είτε αναζητούν τελικές λύσεις με «ρίξιμο στη θάλασσα» κ.λπ. Είναι όμως η μοναδική βάση απ’ όπου μπορεί να αντληθεί ένα μέλλον δίχως σφαγές και ασυγκράτητο μίσος.