«ΠΕΡΝΑΩ ΧΑΛΙΑ, αλλά νιώθω τύψεις να παραπονιέμαι με όλα αυτά που συμβαίνουν», μου έγραψε μια φίλη στο WhatsApp. «Ζήσαμε τα καλύτερά μας χρόνια έως το 2005», έγραψε ένας γνωστός μου με μια δόση νοσταλγίας στο Τwitter. Tην ίδια ώρα, κάτω από μια γλυκανάλατη φωτό μιας influencer που διαφήμιζε το ταξίδι της στο Παρίσι, κάποιος σχολίασε: «Στην Ουκρανία βομβαρδίζουνε παιδάκια κι εσείς μας τρίβετε το ταξιδάκι σας στη μούρη. Λίγη ντροπή δεν έχετε;».
Aναρωτιέμαι πώς φτάσαμε πάλι σε αυτό το τοξικό κοκτέιλ κατάθλιψης, τύψεων, γλυκερής νοσταλγίας και ηθικολογίας. Από τη μια να αναρωτιόμαστε αν δικαιούμαστε να γκρινιάζουμε ή να νιώθουμε χάλια, και από την άλλη να ανεχόμαστε για άλλη μια φορά την αφοριστική ατάκα «εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ ασχολείσαι με το Χ», όπου Χ μπορεί να είναι το οτιδήποτε. Όλα αυτά μετά από μια κρίση και μια πανδημία που μας έχουν αφήσει περίπου συναισθηματικά ανάπηρους.
Η κρίση ξεκίνησε το 2009. Έχουν περάσει δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Ήμασταν 20κάτι και πλέον γίναμε σαράντα, περιμένοντας συνέχεια το «μετά». Ίσως, αν αποδεχτούμε πως δεν υπάρχει το μετά, όπως το φανταζόμαστε, η ζωή μας να γίνει πολύ πιο εύκολη.
Πολλές φορές στη διάρκεια της κρίσης σκεφτόμουν: «Όταν φτιάξουν τα πράγματα και έχω χρόνο, θα γράψω ένα βιβλίο». Υποσυνείδητα μάλλον πίστευα πως η κρίση θα τελείωνε φαντασμαγορικά. Ένα ηλιόλουστο πρωινό θα έπεφταν δέκα κανονιές από τον Λυκαβηττό και θα βγαίναμε όλοι χορεύοντας στους δρόμους πλούσιοι και με κομφετί στα μαλλιά. Δεν κατάλαβα πότε και αν τελείωσε η κρίση. Ακόμα αναρωτιέμαι.
Στο δεύτερο lockdown έλεγα συνέχεια: «Όταν τελειώσει η πανδημία θα διοργανώσουμε ένα πελώριο πάρτι. Θα αγκαλιαζόμαστε σφιχτά και θα φιλιόμαστε με μανία». Στο μυαλό μου όλα θα είχαν ένα ξεκάθαρο τέλος, θα τερματίζαμε σαν δρομείς μετά από αγώνα δρόμου, εξοντωμένοι, αλλά μεθυσμένοι από χαρά. Αντί γι’ αυτό, η πανδημία ξεθυμαίνει και αναζωπυρώνεται σαν ένα κακό, ατελείωτο χανγκόβερ, αφήνοντας πίσω της ένα μούδιασμα που καλύπτει τα πάντα σαν ένα λεπτό στρώμα διάφανης γλίτσας.
Νομίζω πως αυτό που έχουμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε πια είναι το πιο τρομακτικό απ’ όλα: δεν υπάρχει «μετά». Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το φανταζόμασταν, ως μια επιστροφή στην προηγούμενη ζωή μας. Πυρηνικά εργοστάσια παίρνουν φωτιά, φάλαινες ξεβράζονται στα ρηχά, οι αγγελίες για δουλειές θυμίζουν αρκτικόλεξα ή γιαπωνέζικα σουντόκου. Όλα είναι πιθανά. Δεν υπάρχει το μετά, μόνο το τώρα.
Η κρίση ξεκίνησε το 2009. Έχουν περάσει δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Ήμασταν 20κάτι και πλέον γίναμε σαράντα, περιμένοντας συνέχεια το «μετά». Ίσως, αν αποδεχτούμε πως δεν υπάρχει το μετά, όπως το φανταζόμαστε, η ζωή μας να γίνει πολύ πιο εύκολη. Τι νόημα έχουν οι συνεχείς αναβολές των επιθυμιών μας ή η άρνηση των συναισθημάτων μας; Προφανώς δεν είμαστε ούφο, βλέπουμε και νιώθουμε τι συμβαίνει γύρω μας, αλλά το να νιώθουμε ενοχικά για τα συναισθήματά μας, να ζούμε σε ένα συνεχές μούδιασμα και να απορρίπτουμε τη χαρά και την ομορφιά ποιον ακριβώς βοηθάει; Και πώς μπορούμε να νιώσουμε καλύτερα, τη στιγμή που τα πάντα γύρω μας μοιάζουν να καταρρέουν;
Ίσως, όπως έγραψε η Amanda Ruggeri στο κείμενο Ένας αρχαίος οδηγός για αβέβαιους καιρούς στο ΒΒC Future, ήρθε η ώρα να ξαναδιαβάσουμε τους στωικούς φιλόσοφους. Τα αξιώματα των στωικών είναι πιο πολύτιμα από ποτέ, γράφει η Ruggeri. Μας διδάσκουν τη σημασία του να ξεχωρίζουμε τι μπορούμε να ελέγξουμε και τι όχι, μας θυμίζουν πως η αλλαγή και η απώλεια είναι κομμάτι της ζωής, μας προτρέπουν να ετοιμαζόμαστε πάντα (και) για το χειρότερο, να βοηθάμε αυτούς που το χρειάζονται, αλλά και να προστατεύουμε τον εαυτό μας ψυχολογικά.
Και κάτι ακόμα: οι στωικοί φιλόσοφοι πίστευαν πως έπρεπε να αφήσουμε ελεύθερο τον εαυτό μας να νιώσει βαθιά όλα τα συναισθήματα, ακόμα και τα αρνητικά. «Είναι καλύτερα να νικάμε τη θλίψη μας από το να την ξεγελάμε», έγραψε ο Σενέκας. Εναλλακτικά, βέβαια, και λίγο μούδιασμα ίσως να μην κάνει κακό. Όπως έγραψε και ο Φοίβος Δεληβοριάς: «Θα βάλω Netflix και θα πεθάνω».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.