ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ πολλές χώρες μέσα σε μια χώρα, πολλοί λαοί μέσα στον ίδιο εθνικό κορμό. Και στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι διαιρέσεις έχουν όμως μια άλλη δυναμική εξαιτίας των τεράστιων εκτάσεων της χώρας, της ομοσπονδιακής δομής και των παλιών παραδόσεων «απόσχισης».
Οι διαφορετικές χώρες μέσα στη χώρα, ωστόσο, μπορούσαν να βρίσκουν κοινούς τόπους: μια κοινή εθνική μυθολογία, μια συλλογική πίστη, μια ενωτική στιγμή συμπόρευσης. Στην Αμερική αυτή η κοινή μυθολογία ήταν, προφανώς, το αμερικανικό όνειρο, μια ορισμένη ιδέα περί μεσοαστικής ευημερίας, η εμπιστοσύνη στον δημιουργικό ατομικισμό και έπειτα το ιδεώδες της πολυφυλετικής συνύπαρξης.
Για μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα, η αμερικανική συνείδηση στεγάστηκε και στη στάση απέναντι στον Σοβιετικό εχθρό αλλά και σε μεγάλα πολιτισμικά ίχνη γύρω από τον αθλητισμό, την ποπ κουλτούρα, την εφευρετικότητα ενός ψυχαγωγικού και καταναλωτικού καπιταλισμού.
Κάνω αυτές τις σκέψεις με αφορμή τις τωρινές «ενδιάμεσες εκλογές» (midterm elections) και τα αποτελέσματά τους που διαπέρασαν και τα δικά μας σύνορα, κυρίως επειδή ένας Τουρκοαμερικανός τραμπικός έχασε από έναν Δημοκρατικό με ασυνήθιστο προσωπικό στυλ που έχει, όμως, «φιλελληνικές θέσεις».
Υπάρχουν αυτοί που βλέπουν πιο αισιόδοξα αυτήν τη νέα «ολιστική» πόλωση. Σαν ευκαιρία αναζωογόνησης της δημοκρατίας, σαν πεδίο για τη διαμόρφωση μιας νέας προοδευτικής ταυτότητας ή σαν κάτι αναπότρεπτο, αφού οι αντιθέσεις υπάρχουν και πρέπει να εκφράζονται.
Και στις εκλογές αυτές αποτυπώθηκε με καθαρότητα η εξέλιξη των τελευταίων χρόνων. Τα δύο βασικά κόμματα που επί χρόνια θεωρούνταν «περίπου το ίδιο πράγμα» έχουν γίνει δύο ταυτότητες που η μία αποκλείει ή αρνείται μετά βδελυγμίας την άλλη.
Δεν πρόκειται πλέον για κομματική, πολιτική, ταξική πόλωση. Ούτε καν για δυο αποχρώσεις, όπου η μία (πιο φιλελεύθερη και προοδευτική) και η άλλη (πιο συντηρητική, θρησκευόμενη κ.λπ.) ανταγωνίζονται για την ηγεμονία. Κάτι άλλο έχει συμβεί και προχωράει σε ανώτερα επίπεδα διαχωρισμού και εθνικής ασυνεννοησίας: οι Ρεπουμπλικανοί έχουν γίνει το κόμμα των συνωμοσιολογούντων, πικραμένων (κυρίως λευκών) πενηνταπεντάρηδων και εξηντάρηδων. Και οι Δημοκρατικοί έχουν μεταβληθεί σε παράταξη με κυρίαρχο τον ρόλο ανθρώπων πιο νέων, περισσότερο μορφωμένων και σχεδόν εχθρικών προς την παραδοσιακή ταυτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το χάσμα γενεών δεν είναι, όπως τη δεκαετία του '60, αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς που έχουν όραμα και σε έναν στυφό, πραγματιστικό ενήλικο κόσμο που οχυρώνεται σε συμβατικές αξίες. Το κόμμα των Ρεπουμπλικανών δεν εκφράζει πια τον συντηρητικό πραγματισμό. Ούτε οι Δημοκρατικοί μονοπωλούν τον οραματικό ιδεαλισμό.
Έχουμε αντιθέτως δυο Αμερικές που δεν μπορούν να βρουν κοινούς τόπους. Ακόμα και αν το «κόκκινο κύμα» των Ρεπουμπλικανών ανακόπηκε και το κόμμα του Τζο Μπάιντεν κράτησε, ακόμα και αν ο Τραμπ ως πρόσωπο παραμεριστεί, το κομματικό χάσμα δύσκολα θα επιστρέψει στην παλιότερη, κλασική πολιτική του εκδοχή. Η νέα δεξιά είναι με τη σειρά της υπερβολικά εναλλακτική και ανορθόδοξη – όπως ακριβώς και η νέα αριστερά που αποτελεί τη δυναμική, νεανική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος.
Πώς μπορεί να κυβερνηθεί και κυρίως να υπάρξει πολιτικά μια χώρα όταν ο διχασμός της γίνεται σχεδόν απόσχιση; Όταν οι γενιές, οι πολιτισμικές ομάδες, οι κώδικες, οι ιδέες δεν συντονίζονται πουθενά και ονειρεύονται τον αμοιβαίο αποκλεισμό τους; Όταν διαβάζουν τόσο διαφορετικά την ιστορία της χώρας, την προσφορά της, τους στόχους της, τα πολιτισμικά και κοινωνικά της χαρακτηριστικά;
Υπάρχουν αυτοί που βλέπουν πιο αισιόδοξα αυτήν τη νέα «ολιστική» πόλωση. Σαν ευκαιρία αναζωογόνησης της δημοκρατίας, σαν πεδίο για τη διαμόρφωση μιας νέας προοδευτικής ταυτότητας ή σαν κάτι αναπότρεπτο, αφού οι αντιθέσεις υπάρχουν και πρέπει να εκφράζονται. Εδώ όμως γεννιέται ένα μεγάλο, αναπάντητο ερώτημα: ξέρουμε πως η μοντέρνα δημοκρατία στηρίζεται σε μια ιδέα συμβιβασμών και μετριασμού των ανταγωνιστικών αξιώσεων και ονείρων.
Αν κρίνουμε πως πρέπει να αφήσουμε πίσω αυτή την ιδέα ως παρωχημένη ή άχρηστη και ακατάλληλη για τα σύγχρονα προβλήματα, αυτό θα χρειαζόταν καινούρια συντάγματα, κατάργηση πολλών θεσμών και δημιουργία ενός καινούριου πολιτικού συστήματος. Αυτό όμως είναι η Επανάσταση. Είναι μια ριζοσπαστική πολιτική και κοινωνική δημιουργία, θα έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Για να το πούμε διαφορετικά: οι δυο Αμερικές που δεν συνεννοούνται πια είναι μια πόλωση που δεν έχει λύση με τους κλασικούς δημοκρατικούς και φιλελεύθερους συμβιβασμούς. Τι θα ήταν λύση; Είτε η διάσπαση της χώρας σε δυο ξεχωριστά κράτη ή μια πολιτική και κοινωνική Επανάσταση που θα άλλαζε το σύστημα ώστε ο ένας «λαός» (ή μια πλειοψηφία) να μην έχει ανάγκη τον άλλο «λαό».
Όσο αυτές οι δυο ριζικές λύσεις –η διάσπαση της χώρας ή μια σοσιαλιστική και οικολογική Επανάσταση– δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, η ακραία πόλωση των τελευταίων χρόνων δεν ενσαρκώνει μια ελπίδα όσο ένα αδιέξοδο και μια μορφή παρακμής. Μια χώρα με υποσύνολα και ταυτότητες που φαντασιώνονται την «εξόντωση» των άλλων (την αφαίρεση των αντίπαλων αξιών από τον χάρτη του έθνους) είναι περισσότερο ευάλωτη στις κρίσεις. Και τώρα οι κρίσεις είναι η συμβατική, καθημερινή μας πραγματικότητα, όχι πια κάποια έκτακτα και μακρινά γεγονότα.
Μια πολιτική των εχθρικών «φυλών» πρέπει να ξαναγίνει μια πολιτική των αντίπαλων λόγων και σχεδίων, πολιτική δηλαδή που αναγνωρίζει στον άλλο όχι απλώς ένα δικαίωμα ύπαρξης αλλά και τη δυνατότητα μιας συμφωνίας, μιας στοιχειώδους συναίνεσης.