ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ της Νέας Δημοκρατίας οι περισσότεροι έχουν πεισθεί ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, αν και αρκετοί στο κυβερνών κόμμα εξακολουθούν να θεωρούν εξαιρετικά επικίνδυνο τον επερχόμενο χειμώνα για τις αντοχές της κυβέρνησης και πιέζουν για εκλογές τον Οκτώβριο. Το βασικό επιχείρημά τους είναι ότι το πρόβλημα με την ενέργεια και τις ανατιμήσεις, που προκαλεί το μεγάλο πολιτικό κόστος στην κυβέρνηση, πιθανότατα δεν θα ελεγχθεί σύντομα, άρα η ζημιά, όσο περνά ο χρόνος, θα μεγαλώνει, ενώ εξίσου πιθανό είναι να έχουμε ένα νέο κύμα πανδημίας μετά τον Οκτώβριο, με μη προβλεπόμενες εξελίξεις.
Πιθανός ο ανασχηματισμός
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τα μέτρα που πήρε (με καθυστέρηση και αφού είχε υποχωρήσει κι άλλο δημοσκοπικά), ελπίζει πως αναχαίτισε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ποντάρει στο ότι η αύξηση του τουρισμού θα βελτιώσει αισθητά το κλίμα και ετοιμάζεται να κερδίσει χρόνο με έναν ανασχηματισμό που, όπως συζητιόταν στο περιθώριο του συνεδρίου, προετοιμάζεται στο Μέγαρο Μαξίμου. Το θέμα του εκλογικού νόμου συνεχίζει να απασχολεί, παρότι ο πρωθυπουργός στις συνεντεύξεις του έχει αποκλείσει μια νέα αλλαγή του. Είναι παγιωμένη, πάντως, η άποψη πως ήταν λάθος ότι δεν επέστρεψαν στον νόμο Παυλόπουλου. Στο Μαξίμου είχαν προτιμήσει τότε έναν πιο αναλογικό νόμο, γιατί φοβήθηκαν πως κάτι τέτοιο θα έδειχνε ηττοπάθεια, αλλά τώρα που η αυτοδυναμία δεν μοιάζει καθόλου δεδομένη, το έχουν μετανιώσει.
Η συσπείρωση στη Νέα Δημοκρατία φαίνεται να επιτυγχάνεται σε κάποιον βαθμό, όχι όμως χάρη σε κάποια τακτική κίνηση αλλά λόγω του φόβου να απομακρυνθούν από την εξουσία.
Η απουσία του Γεραπετρίτη
Την αστοχία του εκλογικού νόμου τη χρεώνουν στον υπουργό Επικρατείας και καθηγητή της Νομικής Γιώργο Γεραπετρίτη, για τον οποίο κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι θα αποχωρήσει από το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς η ισχύς του έχει υποχωρήσει πολύ τελευταία, ειδικά έναντι του έτερου υπουργού Επικρατείας, που αναβαθμίστηκε στον τελευταίο ανασχηματισμό, Άκη Σκέρτσου. Στον Γ. Γεραπετρίτη δεν χρεώνουν μόνο τον εκλογικό νόμο αλλά και το φιάσκο με τον Φουρθιώτη, την γκάφα με την κόκκινη γραμμή και τα 6 μίλια κ.ά. Ο λόγος που βάρυνε περισσότερο απ’ όλους όμως είναι ο εκλογικός νόμος, για τον οποίο τώρα κάποιοι του ασκούν κριτική ότι, «αντί να επαναφέρει τον νόμο Παυλόπουλου, τον οποίο και ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε και με αυτόν κυβέρνησε, πήγε να κάνει κάτι που αποδεικνύεται πολύ επικίνδυνο για την κυβέρνηση, παραβλέποντας ότι μπορεί να υποχωρούσαν τα ποσοστά της». Ο Γ. Γεραπετρίτης, σύμφωνα με πληροφορίες, υποστηρίζει ότι είχε ετοιμάσει τρεις εκδοχές και ήταν ο πρωθυπουργός αυτός που προτίμησε τον συγκεκριμένο εκλογικό νόμο ως τον πιο δημοκρατικό, για να εκπέμψει αυτοπεποίθηση.
Η αναστάτωση που προκάλεσε ο Ανδρουλάκης
Η πρόσφατη δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη ότι το κόμμα του, ακόμα και αν στηρίξει μια κυβέρνηση συνεργασίας, δεν θα δεχθεί να γίνει πρωθυπουργός ξανά ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε ο Αλέξης Τσίπρας προκάλεσε πανικό και στα δύο κόμματα. Στη Νέα Δημοκρατία πίστευαν ότι οι πιέσεις προς το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής περί κινδύνου ακυβερνησίας θα απέδιδαν και ότι αν γίνονταν δεύτερες εκλογές και έπαιρναν ένα ποσοστό 37%-38%, ο Ανδρουλάκης θα δεχόταν τον Μητσοτάκη για πρωθυπουργό. Όταν εκείνος το ξέκοψε όμως και κατάλαβαν ότι το εννοεί (καθώς δεν υπάρχουν άλλες συζητήσεις στο παρασκήνιο), ο Μητσοτάκης ξαναγύρισε στο αφήγημα της αυτοδυναμίας. Άλλωστε είχε ξαφνιάσει πάρα πολλούς όταν μίλησε για πιθανότητα συγκυβέρνησης, κάτι που έστειλε το σήμα πως δεν πίστευε σε ισχυρή νίκη και δεν συνηθίζεται να ομολογείται πριν από εκλογές. Στο ερώτημα γιατί είπε τα περί πιθανής συγκυβέρνησης, η απάντηση είναι: «Διότι επικράτησε η λογική κάποιων συμβούλων του να μην εμφανίζεται ως αλαζόνας που θεωρεί τη νίκη δεδομένη». Σήμερα φοβούνται ότι οι πιέσεις προς τον Νίκο Ανδρουλάκη κατά πάσα πιθανότητα θα πέσουν στο κενό και αν στις πρώτες εκλογές, με την απλή αναλογική, εκείνος τους προτείνει μια προσωπικότητα με κύρος για πρωθυπουργό, θα είναι η Νέα Δημοκρατία αυτή που θα πρέπει να εξηγήσει γιατί δεν τον δέχεται. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί, μάλιστα, το πρόβλημα που τους προκάλεσε το ξεκαθάρισμα του Νίκου Ανδρουλάκη είναι ακόμα μεγαλύτερο, διότι δεν διαθέτουν εναλλακτικό αφήγημα. Η «προοδευτική κυβέρνηση» με το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής είναι το μόνο αφήγημα που έχουν για να πείσουν το κοινό τους ότι μπορούν να ξαναβρεθούν στην κυβέρνηση.
Οι στόχοι και τα συμπεράσματα του συνεδρίου
Το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας ήταν ένα συνέδριο κυρίως επικοινωνίας παρά ουσιαστικού διαλόγου, παρ’ όλα αυτά είχε δύο στόχους, οι οποίοι επιτεύχθηκαν. Ο πρώτος ήταν να πετύχουν κάποια συσπείρωση, καθώς όλα δείχνουν ότι ούτε οι εκλογές θα είναι περίπατος ούτε η αυτοδυναμία μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Ο δεύτερος ήταν ο απόλυτος έλεγχος της Πολιτικής Επιτροπής, όπου σχεδόν το 70% όσων εξελέγησαν προέρχονται από τον μητσοτακικό σκληρό πυρήνα. Βέβαια, η Πολιτική Επιτροπή δεν παίζει κάποιον σημαντικό ρόλο και δεν συνδιαμορφώνει την κυβερνητική πολιτική, κυριάρχησε όμως η άποψη ότι μια σκληρά μητσοτακική Πολιτική Επιτροπή μπορεί να αποτελέσει έναν μηχανισμό επιρροής. Ο παραδοσιακός κομματικός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας σήμερα έχει σχεδόν διαλυθεί από την περίοδο των μνημονίων, οπότε και μειώθηκαν οι πόροι του κόμματος. Πλέον δεν υπάρχουν ούτε οι μηχανισμοί των καραμανλικών ούτε των σαμαρικών.
Το συμπέρασμα που βγήκε από το συνέδριο είναι ότι το κόμμα ελέγχεται απόλυτα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον οποίο ουδείς αμφισβητεί. Η ομιλία του Αντώνη Σαμαρά μπορεί να προκάλεσε κάποια αμηχανία, ακόμα και εκνευρισμό σε ορισμένους, νεο-μητσοτακικούς κυρίως, αλλά το περιεχόμενό της ήταν αναμενόμενο και πάνω στις γνωστές θέσεις του πρώην πρωθυπουργού. Η ομιλία του Αντώνη Σαμαρά, που συζητήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη, δεν διαβάστηκε απ’ όλους με τον ίδιο τρόπο. Κάποιοι θεώρησαν ότι η ανάδειξη των διαφορών, ειδικά στα εθνικά ζητήματα, που κέρδισε και το πιο θερμό χειροκρότημα από τους συνέδρους, ήταν ένα χτύπημα στην αχίλλειο πτέρνα του Μητσοτάκη, αφού από εκεί φαίνεται ότι χάνει κάποιους ψηφοφόρους, οι οποίοι έχουν απογοητευτεί. Άλλοι όμως εκτιμούν ότι ο λόγος και η υπενθύμιση της παρουσίας του Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα για να συγκρατηθούν οι «δεξιοί και πατριώτες» που έχουν τάσεις φυγής.
Σαμαράς: Απειλή ή ανάχωμα;
Ο λόγος του Σαμαρά ανέδειξε τα εθνικά, το μεταναστευτικό αλλά και τη σχέση με την Εκκλησία, ζητήματα που αφορούν ιδιαίτερα ένα τμήμα των παραδοσιακών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας που ανήκουν στον πυρήνα της κομματικής βάσης και της λαϊκής δεξιάς, η οποία ίσως αισθάνεται πιο κοντά στον ίδιο και στον Κώστα Καραμανλή πολιτικά και ιδεολογικά. Ο Σαμαράς όμως επέλεξε να μιλήσει στην καρδιά της κομματικής βάσης (και όχι στο μυαλό), θίγοντας και θέματα κοινωνικής ανισότητας, πρώτη φορά τόσο έντονα, επιχειρώντας ενδεχομένως να υπενθυμίσει και την κριτική για ελιτισμό που δέχεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η προεκλογική περίοδος έχει αρχίσει
Η συσπείρωση στη Νέα Δημοκρατία φαίνεται να επιτυγχάνεται σε κάποιον βαθμό, όχι όμως χάρη σε κάποια τακτική κίνηση αλλά λόγω του φόβου να απομακρυνθούν από την εξουσία. Στο βήμα του συνεδρίου μπορεί να έβλεπε και να άκουγε κανείς σχεδόν μόνο «χειροκροτητές» του Μητσοτάκη, που έλεγαν πόσο καλά τα πάει η κυβέρνηση, αλλά στα πηγαδάκια υπήρξε αρκετή γκρίνια και ανησυχία. Τον πραγματικό τόνο εκεί τον έδιναν οι πολιτευτές, το είδος των κομματικών στελεχών που σηκώνουν το κύριο βάρος της εκάστοτε προεκλογικής εκστρατείας, καθώς δεν είναι οι σταρ με την πανελλήνια αναγνωρισιμότητα αλλά κομματικά στελέχη της δεύτερης γραμμής που για να εκλεγούν χρειάζονται το πόρτα-πόρτα, λαϊκή-λαϊκή και το καφενείο-καφενείο, ώστε να πάει καλά το κόμμα και να έχουν πιθανότητα να εκλεγούν και εκείνοι.
Πολλοί πολιτευτές της Νέας Δημοκρατίας και μεσαία στελέχη έβλεπαν με μισό μάτι στο συνέδριο τα εξωκοινοβουλευτικά στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη που κάθονταν στις πρώτες σειρές, ενώ κάποιοι από αυτούς δεν είχαν ούτε καρέκλα να καθίσουν. Και μπορεί στο βήμα να εγκωμίαζαν κι αυτοί την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, στο περιθώριο των διαδικασιών όμως έκαναν παράπονα κι έλεγαν ότι «τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά».
«Η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κόμμα που όταν είναι στην κυβέρνηση δεν θα ακούσεις καμία εσωκομματική κριτική», επιβεβαίωσε έμπειρο στέλεχος που έχει παρακολουθήσει όλα τα συνέδρια των τελευταίων τριάντα ετών. Ίσως η πιο σκληρή κριτική που ακούστηκε ήταν εκείνη ενός οννεδίτη που ζητούσε περισσότερη ενημέρωση από τους βουλευτές και τους υπουργούς. «Δεν υπάρχει καθόλου πρόσφορο έδαφος σήμερα, ούτε για οργάνωση εσωκομματικής αντιπολίτευσης ούτε για προσωπικά παιχνίδια υπουργών. Ούτε καν από τον Δένδια, που θεωρείται ο επικρατέστερος διάδοχος του Μητσοτάκη». Άλλωστε, το κλίμα που επικρατεί είναι ήδη προεκλογικό και όλοι προετοιμάζονται για τις εκλογές στις οποίες θα πάνε με αρχηγό τον Μητσοτάκη πάλι και θέλουν να κερδίσουν.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.