Ο ΕΜΑΝΟΥΕΛ ΜΑΚΡΟΝ δεν κατάφερε να κερδίσει αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές και αυτή η αποτυχία του ασφαλώς σκιάζει την έναρξη της δεύτερης (και τελευταίας) προεδρικής θητείας του.
Ο Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές εισέπραξε τη δυσαρέσκεια που δεν εκφράστηκε στις προεδρικές λόγω αντι-Λεπέν συσπείρωσης στον β' γύρο. Μια δυσαρέσκεια που εδράζεται τόσο στις αντικειμενικές δυσκολίες που βιώνουν οι Γάλλοι πολίτες όσο και σε ενστάσεις για το προσωπικό στυλ διακυβέρνησής του. Το εύρος της νίκης του στις προεδρικές εκλογές δεν ήταν ανάλογο της κοινωνικής στήριξης και αποδοχής του, κάτι που είχε επισημανθεί από τότε.
Όσα γράφονται όμως για «μεγάλο στραπάτσο», για «χαστούκι» κ.λπ. εμπεριέχουν κάποια υπερβολή. Το κόμμα του Μακρόν παραμένει πρώτο και με διαφορά σε ποσοστό, πρώτο σε βουλευτές, έχει τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση της ατζέντας. Απλώς όχι «εν λευκώ», όχι χωρίς ανάγκη συμβιβασμών, κάτι που δεν είναι απαραίτητα καταστροφικό.
Στην Αμερική π.χ. είναι σύνηθες ένας Πρόεδρος να κυβερνά με αντίθετο Κονγκρέσο. Στη δε Γαλλία, το Σύνταγμα της χώρας δίνει τη δυνατότητα στον Πρόεδρο να κάνει χρήση διαταγμάτων για μεγάλο αριθμό ζητημάτων, ενώ εμπεριέχει και πολλές δικλείδες που δίνουν στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να επιβιώνει κοινοβουλευτικά.
Η εκλογική συμπεριφορά στον β’ γύρο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι αποκαλυπτικό των τάσεων που διατρέχουν όχι μόνο το κατακερματισμένο γαλλικό τοπίο αλλά και πολλές σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Η αριστερά του Ζακ-Λικ Μελανσόν είχε θέσει ως στόχο την πρωτιά στις εκλογές και την πρωθυπουργία. Απέτυχε και στα δύο, παρά την πρωτοφανή συσπείρωση του χώρου της ευρύτερης αριστεράς σε κομματικό και μιντιακό επίπεδο. Η άνοδός του ήταν αναμενόμενη μεν, χαμηλότερη των προσδοκιών δε. Ειδικά τα ποσοστά του α' γύρου ήταν μάλλον απογοητευτικά, καθώς ένας συνασπισμός υποψηφίων που στις προεδρικές συγκέντρωσε αθροιστικά γύρω στο 30%, στις βουλευτικές έλαβε 25%.
Η «υποταγή» της αριστεράς στη ρητορική Μελανσόν φάνηκε να απομακρύνει ένα κομμάτι της πιο μετριοπαθούς, πιο ρεαλιστικής κεντροαριστεράς και να περιορίζει την εκλογιμότητα του χώρου. Το πώς μια καθαρή, με βάση τους στόχους που είχαν τεθεί, ήττα παρουσιάζεται ως νίκη ένας Θεός το ξέρει…
Μεγάλος κερδισμένος των εκλογών ήταν ασφαλώς η ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν, όχι μόνο επειδή κατάφερε να πολλαπλασιάσει τους βουλευτές της αλλά κυρίως επειδή φάνηκε να σπάει το αντι-Λεπέν μέτωπο. Αυτό δηλαδή που δεν κατάφερε στις προεδρικές εκλογές και ενδεχομένως να αποβεί καθοριστικό σε μελλοντικές αναμετρήσεις.
Η εκλογική συμπεριφορά στον β’ γύρο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι αποκαλυπτικό των τάσεων που διατρέχουν όχι μόνο το κατακερματισμένο γαλλικό τοπίο αλλά και πολλές σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Είναι ενδεικτικό ότι όπου αναμετρήθηκαν υποψήφιοι Μακρόν - Λεπέν ή υποψήφιοι Μελανσόν - Λεπέν, οι νίκες μοιράστηκαν 50-50. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οι υποψήφιοι της Λεπέν όχι μόνο δεν συσπείρωσαν δυνάμεις απέναντί τους (είτε με τον έναν αντίπαλο είτε με τον άλλον), αντιθέτως ένα ποσοστό ψηφοφόρων τόσο του Μελανσόν (κυρίως αυτοί που τον επέλεξαν σε «αντισυστημική» και όχι σε ιδεολογική βάση) όσο και του κέντρου ή της δεξιάς στήριξε ή (κυρίως) ανέχτηκε διά της αποχής του τους υποψηφίους της Λεπέν.
Όπως αντίστοιχα οι ψηφοφόροι της Λεπέν στον β' γύρο, όπου είχαν να επιλέξουν μεταξύ Μακρόν και Μελανσόν, πήγαν χοντρικά 20% υπέρ Μακρον, 30% υπέρ Μελανσόν(!) και 50% αποχή.
Συνεπώς, γίνεται σαφές και σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση ότι μια υπόγεια «αντισυστημική συμμαχία» αναπτύσσει τη δική της δυναμική, αμφισβητώντας τις παραδοσιακές διαιρετικές τομές. Και όποιος δεν το βλέπει ας βγάλει το κεφάλι του από την άμμο.
Οι υποψήφιοι της Λεπέν ηττήθηκαν καθαρά μόνο όταν βρέθηκαν με αντιπάλους από την παραδοσιακή κεντροδεξιά (τους Ρεπουμπλικανούς), όπου οι νίκες πήγαν κατά τα δύο τρίτα περίπου στους υποψηφίους των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι κατά κανόνα στηρίχθηκαν από τους ψηφοφόρους του Μακρόν στον β' γύρο.
Αυτοί οι τελευταίοι, η παραδοσιακή νεο-γκολική δεξιά (Ρεμπουμπλικάνοι), μοιάζει να έπεσαν από τον Πύργο του Άιφελ και να βρήκαν πορτοφόλι. Και μπορεί να αποδειχθούν οι μεγάλοι νικητές των εκλογών, καθώς το τελικό αποτέλεσμα τους δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να γίνουν οι ρυθμιστές της πολιτικής ατζέντας αλλά και να διεκδικήσουν εκ νέου την κυριαρχία τους στον χώρο του ευρύτερου κέντρου-κεντροδεξιάς.
Ο Μακρόν σε πέντε χρόνια αποχωρεί, δεν έχει δικαίωμα τρίτης θητείας. Το κόμμα του είναι προσωποπαγές, δεν έχει ιδεολογική και πολιτική συνοχή, τουλάχιστον όχι τόσο διακριτή από την παραδοσιακή κεντροδεξιά. Κορυφαία στελέχη της (Φιλίπ, Λεμέρ κ.λπ.) προέρχονται από την κεντροδεξιά. Αναδεικνύοντας μερικά ακόμα ηγετικά πρόσωπα την επόμενη πενταετία και δημιουργώντας ωσμώσεις με τον κεντρώο χώρο, ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας σε στελέχη της παραδοσιακής κεντροδεξιάς να ηγηθούν του ευρύτερου αυτού χώρου.
Κάτι τέτοιο δεν θα είναι εύκολο να συμβεί δεδομένου ότι αρκετά στελέχη των Ρεπουμπλικανών ποτέ δεν χώνεψαν τον Μακρόν και απεχθάνονται το στυλ του. Η στρατηγική αυτή επιλογή μοιάζει ωστόσο με μονόδρομο και αυτό επισημαίνουν ήδη αρκετά ιστορικά στελέχη της παραδοσιακής κεντροδεξιάς. Αν δεν το κάνουν, το κόμμα της κεντροδεξιάς και οι ψηφοφόροι της είναι εξαιρετικά πιθανό στις επόμενες προεδρικές εκλογές να κληθούν να επιλέξουν μεταξύ ενός υποψηφίου της ευρύτερης αριστεράς και ενός της ακροδεξιάς. Και αυτό θα είναι καταστροφή για τον χώρο.
Τους επόμενους μήνες θα φανεί ποια τάση θα επικρατήσει και αν πηγαίνουμε προς μια πολιτική αναδιάταξη ή προς ένα πλήρως κατακερματισμένο τοπίο που ενδεχομένως να επηρεάσει ολόκληρη την Ευρώπη.