ΤO ZΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ και της ισότιμης αναγνώρισης του γονεϊκού ρόλου των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων εντός αυτού, ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, κατατάσσεται για την ελληνική έννομη τάξη στην κατηγορία «Δίκαιο και Φαντασία», καθώς δεν υπάρχει εν ισχύ κανένα νομικό πλαίσιο που να αναγνωρίζει συνδυασμό των δύο ιδιοτήτων, «έγγαμος» και «ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσωπο».
Ασφαλώς, μπορεί κάποιο πρόσωπο να έχει συνάψει ετεροκανονικό γάμο και να είναι ταυτόχρονα και ΛΟΑΤΚΙ+, αλλά είναι προφανές ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας εξαναγκαστικής συνθήκης, εφόσον λείπει ένα νομοθετικό πλαίσιο ικανό να ρυθμίσει το σύνολο των οικογενειακών σχέσεων όλων των πολιτών επί τη βάσει της ίσης μεταχείρισης.
Η νομική εξίσωση «γονέας, έγγαμος, ΛΟΑΤΚΙ+» ισορροπεί μεταξύ του γνωστού-άγνωστου παράγοντα της πολιτικής ατολμίας να αναγνωριστούν νομοθετικά δικαιώματα ίσης ποσοτικής και ποιοτικής αξίας και του φιλόδοξου και παντελώς φαντασιωτικού αγώνα του εφαρμοστή του υπάρχοντος δικαιικού πλαισίου να εξεύρει πρακτικά εφαρμόσιμες λύσεις.
Είναι δεδομένο ότι ο πολίτης που μέχρι σήμερα βρισκόταν στο νομοθετικό περιθώριο θα αρπάξει όποιο δικαίωμα και να του εκχωρήσει η πολιτεία. Θα αρκεστεί αναγκαστικά και στα λίγα. Το ζήτημα, όμως, είναι γιατί θα πρέπει διαρκώς να αρκείται έστω και ένας πολίτης σε λιγότερα δικαιώματα απ’ ό,τι ένας άλλος.
Για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, η υπερψήφιση του ν. 4356/2015 για την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης σε όλα τα πρόσωπα, ασφαλώς μετά την καταδίκη στης Ελλάδας από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Βαλλιανάτος και άλλοι κατά Ελλάδας (προσφυγές αρ. 29381/09 και 32684/09), αλλά και η παροχή της δυνατότητας στα ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσωπα να προβούν σε αναδοχή (με τον. 4538/2018), κατόπιν ασφαλώς της διαπίστωσης συνδρομής όλων των εκ του νόμου προϋποθέσεων και της διενέργειας των απαιτούμενων προληπτικών ελέγχων, είναι τα δύο κύρια έως σήμερα νομοθετήματα, με τα οποία άνοιξε, έστω και με τριγμούς, το παράθυρο της ελπίδας ίσης μεταχείρισης των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων με τους υπόλοιπους πολίτες και αναγεννήθηκε η προσδοκία της αναγνώρισης του δικαιώματος στον γάμο και την τεκνοθεσία.
Ακόμα όμως και αν οι σχέσεις των δύο συμβιούντων λειψά ρυθμίστηκαν, αναφορικά με τη ΛΟΑΤΚΙ+ γονεϊκότητα, αυτή παρέμεινε ο «μπαμπούλας» του νομοθετικού κενού.
Ως εφαρμοστής και πρακτικός συλλειτουργός του Δικαίου, ο δικηγόρος, πέραν της επιβιωτικής δικηγορίας, καλείται ενίοτε να βρει λύσεις στα αδύνατα και στα ανεφάρμοστα. Καλείται να αναπληρώσει το κενό της πολιτικής ατολμίας, να εφεύρει καθημερινές νομικές διασφαλίσεις, να ποτίσει την ελπίδα της μελλοντικής δικαίωσης αλλά και να προσγειώσει στην ελληνική πραγματικότητα, κάποιες φορές άτσαλα, τον επονομαζόμενο «εντολέα», κρατώντας νοητά ή και πραγματικά μερικές φορές το χέρι του, που στην πράξη δεν θέλει τίποτε άλλο από το να νιώσει ασφαλής, ακόμα και αν αυτό είναι ουσιαστικά αδύνατο.
Γιατί αδύνατη είναι, για παράδειγμα (τουλάχιστον μέχρι σήμερα), η αναγνώριση στην ελληνική έννομη τάξη των παιδιών της Ελληνίδας Μαρίας και της Αμερικανίδας υπηκόου Τες, που είναι βιολογικά παιδιά της Τες και όχι μόνο αναγνώρισε η Μαρία από το περίσσευμα της αγάπης της αλλά «συνδημιούργησε». Καθηγήτρια πανεπιστημίου, ιατρικής σχολής στις ΗΠΑ η Μαρία, με ερευνητικό έργο από αυτό που συνηθίζουμε να λέμε ότι «σώζει ζωές», ωστόσο η δική της ζωή εδώ, στην Ελλάδα, κάθε φορά που επέστρεφε ήταν αναγκαστικά μισή.
Η ιδιότητα του γονέα στα ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγάρια, σε αντίθεση με τα ετερόφυλα, δεν αποκτάται με τον τοκετό. Επιβεβαιώνεται με τον τοκετό για τον βιολογικό γονέα, αλλά για τον μη βιολογικό παραμένει ως σκιά στην ανάγκη του «συνδημιουργείν και συνοικοδομείν» στη ζωή.
Η ψήφιση των δύο ανωτέρω νομοσχεδίων συνετέλεσε στη διαμόρφωση ενός συλλογικού υποσυνείδητου εντός της ελληνικής ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας που αποζητούσε να αναπαραγάγει καθημερινές οικογενειακές σχέσεις με όρους «κανονικοποίησης»∙ οριζόντια, στις σχέσεις των συντρόφων μεταξύ τους, αλλά και κάθετα, στις σχέσεις γονέων και τέκνων. Και αν στην οριζόντια παράθεση οι σχέσεις των συμβιούντων ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων απέκτησαν την ψευδαίσθηση της ίσης μεταχείρισης ενώπιον του νόμου μέσω της δυνατότητας σύναψης ενός συμφώνου συμβίωσης, στην καθετοποίηση της σχέσης, στη δυνατότητα να βιώσουν «από κοινού και εξίσου» τον γονεϊκό ρόλο, ήταν ξεκάθαρο ότι ο νομοθέτης είχε κάνει με σαφήνεια την επιλογή της δυσμενούς διάκρισης.
Ακόμα και στην πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του ν. 4800/2021, του νόμου γνωστού και ως «νόμου για τη συνεπιμέλεια», σκοπός της οποίας κατέστη, σύμφωνα με το άρθρο 1, «η εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου διά της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού», ούτε η γονεϊκότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων προστατεύθηκε ούτε τα συμφέροντα των τέκνων τους, καθώς τα τελευταία, με την ανυπαρξία οιασδήποτε νομοθετικής ρύθμισης, υπεβλήθησαν για άλλη μια φορά σε αναγκαστική αποστέρηση της από κοινού και εξίσου παρουσίας αμφοτέρων των γονέων τους στις ζωές τους.
Παρά τη διακηρυκτική στον νόμο αναφορά για την εφαρμογή αυτού με γνώμονα τις διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα, ιδίως σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, η πολιτική επιλογή «να περιμένουμε να ωριμάσει η κοινωνία» συμπαρέσυρε, όπως και τις προηγούμενες δεκαετίες, πλείστες όσες περιπτώσεις διάκρισης σε βάρος των ομόφυλων μη βιολογικών γονέων.
Η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη και γίνεται πραγματική σπαζοκεφαλιά στις περιπτώσεις που ο συμβιωτικός δεσμός δεν άντεξε, όπως δεν αντέχει σε πολλά ετερόφυλα ζευγάρια.
Εξαιτίας της αχαρτογράφητης νομικά σχέσης τους, τους απαγορεύθηκε η είσοδος σε κρατικά και ιδιωτικά νοσοκομεία, αποκλείστηκαν από την πρόσβαση στα ιατρικά δεδομένα των παιδιών τους ένεκα απουσίας βιολογικής σύνδεσης, απερρίφθη η πρόσβαση σε σχολεία και ενημέρωσή τους, επιβλήθηκε μειωμένη ή και καθόλου επικοινωνία με το μη βιολογικό παιδί∙ γενικά υπεβλήθησαν σε συμπεριφορές που για όλους τους άλλους θα κρίνονταν από αποξενωτικές έως κατάφωρα κακοποιητικές.
Η Σοφία, η Βίκυ, η Κατερίνα, η Μαρία, η Άννα, η Έλενα, η Χριστίνα, η Στέλλα, με την αγωνία της αφανούς σχέσης, είναι γυναίκες, μανάδες μη αναγνωρισμένες και αποτελούν την απόδειξη ότι μέχρι σήμερα, ως έννομη τάξη, δεν έχουμε πράξει ούτε δίκαια ούτε ισότιμα.
Γι’ αυτή την καθημερινή αποξένωση, όμως, των μη βιολογικών γονέων (ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, χαρακτηριστικών ή έκφρασης φύλου) δεν έδωσε καμία μάχη ποτέ κανείς. Δεν εξυπηρετούσε ούτε το φεμινιστικό ούτε το πολιτικό αφήγημα κανενός.
Ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν υπάρχει η πολυθρυλούμενη ισότητα στον γάμο και το σίγουρο είναι ότι δεν θα υπάρξει ούτε και στο άμεσο μέλλον, ακόμα και αν υπερψηφιστεί η εξαγγελθείσα κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία.
Η αναγνώριση της έννομης σχέσης του μη βιολογικού γονέα θα έπρεπε να είναι διαδικασία απλή, γρήγορη και αποτελεσματική. Όταν την ίδια στιγμή παρέχεται η δυνατότητα εκούσιας αναγνώρισης τέκνων με συμβολαιογραφικό έγγραφο στα ετερόφυλα ζευγάρια, χωρίς ακόμα και την αναγκαιότητα ύπαρξης γάμου, μένει ένα ερωτηματικό: γιατί δεν παρέχεται η ίδια δυνατότητα τους ομόφυλους γονείς ή γιατί, τουλάχιστον, δεν αναγνωρίζεται ένα ενιαίο τεκμήριο γονεϊκότητας εντός του γάμου για όλους. Όταν πραγματικά θέλεις να ρυθμίσεις μια βιοτική σχέση αποτελεσματικά, το πράττεις σε όλες της τις εκφάνσεις και δεν εφαρμόζεις το εκβιαστικό μαρτύριο της δικαιωματικής σταγόνας. Το κάνεις απλά.
Είναι δεδομένο ότι ο πολίτης που μέχρι σήμερα βρισκόταν στο νομοθετικό περιθώριο θα αρπάξει όποιο δικαίωμα και να του εκχωρήσει η πολιτεία. Θα αρκεστεί αναγκαστικά και στα λίγα. Το ζήτημα, όμως, είναι γιατί θα πρέπει διαρκώς να αρκείται έστω και ένας πολίτης σε λιγότερα δικαιώματα απ’ ό,τι ένας άλλος. Και αυτό είναι ένα ζήτημα που, σε επίπεδο ηθικής, αφορά όχι μόνο τον Έλληνα νομοθέτη αλλά και όλους εμάς που με την αδιαφορία και την ανοχή μας το επιτρέπουμε.
Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στα θύματα της πολιτικής ατολμίας που δεν θα αποζημιωθούν ποτέ. Στους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να δικαιωθούν και δεν θα χωρέσουν ούτε στα παπούτσια του νέου νόμου, στα ΛΟΑΤΚΙ+ που δεν τόλμησαν από φόβο να απολαύσουν το μερίδιο της ευτυχίας που τους αναλογούσε, στους ανθρώπους της σκιάς που έζησαν μισές τις χαρές ως «θείες», «ξαδέλφια» και «φίλοι», σε όσους έφυγαν από την Ελλάδα με την αίσθηση του ανεπιθύμητου ως δήθεν «αφύσικου, αλόγιστου και νοσηρού».
Η Κατερίνα Τρίμμη είναι δικηγόρος, τακτικό μέλος ΕΕΔΑ-μέλος των Οικογενειών Ουράνιο Τόξο.