ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΚΑΘΕΤΑΙ Η ΣΚΟΝΗ και η καρδιά μας βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στο πένθος –πέρα και έξω και μακριά από τον θεσμικό τριήμερο θρήνο–, τα κανάλια, οι εκπομπές, οι παρουσιαστές σταδιακά επιστρέφουν στη γνώριμη ρουτίνα τους.
Τώρα, όμως, έχει και μια παραπάνω αξία να αξιολογηθεί η στάση της τηλεόρασης απέναντι σε όλο αυτό που ζούμε και μας ενώνει – κυρίως για λόγους ταξικούς: γιατί όλοι εμείς που δουλεύουμε / σπουδάζουμε / έχουμε αυτό που λέμε μεσαίο ή αβέβαιο εισόδημα, θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε σ’ εκείνο το τρένο.
Αυτός είναι ο συνεκτικός δεσμός μας με τους επιβάτες εκείνης της αμαξοστοιχίας και παρά το ότι δεν το ομολογεί η τηλεόραση ανοιχτά, αυτό είναι που δεν καταλαβαίνει κιόλας. Και κάπως έτσι, αυτό είναι η πρώτη χτυπητή παραφωνία που μπορεί να εντοπίσει κανείς στην αξιολόγηση της κάλυψης του θέματος.
Μιλάμε για μία τηλεόραση που απευθύνεται αποκλειστικά πια στους 40κάτι, που κι αυτοί, όμως, τη γνωρίζουν και ή την παρακολουθούν για κοινωνιολογικούς λόγους είτε γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή.
Η δεύτερη παραφωνία, για την οποία τόση κουβέντα έγινε, αφορά την ειλικρίνεια των αισθημάτων των παρουσιαστών και την αλήθεια των πύρινών τους λόγων, λίγες ώρες μετά. Κάποιοι κατηγόρησαν όσους αμφέβαλαν γι’ αυτήν, ψέγοντας τους χυδαία, ότι βγήκαν με το «αριστερόμετρο» ή το «αγωνιστόμετρο» στο χέρι.
Το επιχείρημα θα ήταν σπουδαίο, αν δεν ήταν διπλώς σαθρό. Κατ’ αρχάς, διότι η αμφιβολία δεν είχε κομματικό πρόσημο. Και κατά δεύτερον γιατί σ’ αυτόν τον μικρό τόπο με την ακόμα μικρότερη τηλεόραση γνωριζόμαστε όλοι πολύ καλά και είναι τόσο εύκολο να «μετρηθούμε». Ας το πάρουμε, όμως, βήμα βήμα, με ψυχρό κεφάλι και με παραδείγματα, μήπως και συνεννοηθούμε.
Κατ’ αρχάς, όλοι γνωρίζουμε ότι τα κανάλια, εκτός από πυλώνες ενημέρωσης είναι και επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις που κρατιούνται όρθιες και από τα έσοδα που τους προσφέρει η τηλεθέαση (και η ποιότητα των προγραμμάτων τους) και από ένα γενικότερο δίκτυο υποστήριξης (όποιο κι αν είναι αυτό και με ό,τι αυτό συνεπάγεται).
Γνωρίζοντας τα παραπάνω, μοιραία αναρωτιέσαι πόσο εύκολο άραγε είναι ένας παρουσιαστής, μια εκπομπή, ένα πρόγραμμα να βγει εκτός γραμμής, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της κεφαλής. Ας πάρουμε τρία δευτερόλεπτα να το σκεφτούμε. Καθόλου.
Αδύνατον, λοιπόν. Γνωρίζοντας επίσης τι «χύτρα» είναι η τηλεόραση, πόσους επηρεάζει και πόση οργή «ξεμπουκώνει», πόσο τα πρόσωπά της είναι οι εύκολοι σάκοι του μποξ, τα αντίμετρα και οι έκτακτες διαδρομές που θα ακολουθούσε προκειμένου να μην ενοχληθεί (κι άλλο) το λαϊκό αίσθημα ήταν μονόδρομος.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι οργισμένοι παρουσιαστές δεν ήταν όντως οργισμένοι. Οι τεθλιμμένες εκπομπές δεν βίωναν όντως θλίψη γι’ αυτό που συντελέστηκε στα Τέμπη. Πρέπει να είναι κανείς απολύτως αποκτηνωμένος για να μην αισθανθεί ούτε στο ελάχιστο κάτι από τη γενικευμένη θλίψη, από το πένθος και την απογοήτευση που από την προηγούμενη εβδομάδα βιώνουμε στη χώρα.
Όμως και πάλι, είναι μια εκδήλωση αισθημάτων που... επιτράπηκε εκτάκτως. Είναι μια κριτική που εκφράστηκε τώρα, διότι τώρα δεν θα μπορούσε να εκφραστεί τίποτα άλλο και με κανέναν άλλον τρόπο. Είναι μια έκρηξη απολύτως ελεγχόμενη: το ήμισυ της εξυπηρετεί πραγματικά τις ανάγκες του παρουσιαστή / προγράμματος και το άλλο μισό την ανάγκη να μην εκτραχυνθούν κι άλλο τα πράγματα ή έστω η οργή του κόσμου να κατευθυνθεί προς τα εκεί, προς το «γυαλί».
Είναι μια εκ των υστέρων κριτική που δεν μπορεί να συγκινήσει παρά μόνο όσους ξεχνούν τις διαδρομές των ανθρώπων που την ασκούν. Και για να το πούμε με ένα παράδειγμα: πολύ ωραία τα είπε ο κύριος Κανάκης, αλλά πόσο να πιστέψεις αυτόν τον ελεγκτικό λόγο, αυτή τη διάθεση απόδοσης ευθυνών, όταν πριν από έναν χρόνο διαπιστώθηκε ότι δεν άσκησε ποτέ έλεγχο σε έναν εκ των βασικών συνεργατών του; Μοιραία, η κριτική πέφτει στο πάτωμα, και ας κάνει και θόρυβο.
Εδώ, εκ των πραγμάτων απαντιέται και η ύπουλη ένσταση κάποιων, τύπου «μα, πώς γίνεται να κρίνεις αυτό που λέγεται, βάσει αυτού που το λέει; Αφού είναι σωστό αυτό που λέει».
Δυστυχώς, για τους θέτοντες το ερώτημα, το υποκείμενο δεν πάει ξέχωρα από τον λόγο που εκφράζει. Ο τηλεθεατής μοιραία εξετάζει το «ποιος» και το «τι» ταυτόχρονα και όταν το δεύτερο αναιρεί το πρώτο, όταν ο λόγος ακυρώνεται από την προηγούμενη πολιτεία του παρουσιαστή / δημοσιογράφου, το ερώτημα θυμίζει αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Και μετά, σχεδόν 30 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης μας έχουν διδάξει αρκετά. Το τηλεοπτικό κοινό, όχι μόνο το ελληνικό, γνωρίζει πλέον πολύ καλά τις μεθόδους της τηλεόρασης για να εκτονώνει και κάποτε να κατευθύνει αυτό που οι παλιοί αποκαλούσαν κοινό αίσθημα.
Και είναι μια τηλεόραση που, ας είμαστε ειλικρινείς, απευθύνεται κυρίως στους άνω των 40. Γιατί τους 20+ τους έχει χάσει οριστικά. Την αποφεύγουν, την περιφρονούν, τη γνωρίζουν, αλλά δεν αγοράζουν. Ενημερώνονται από αλλού, από άλλους διαύλους και Μέσα που δεν σκλαβώνουν τη μέρα τους ούτε εκβιάζουν το συναίσθημά τους.
Δυστυχώς, αυτή η τηλεόραση απευθύνεται σε εμάς – σε όσους μεγαλώσαμε (περίπου) μαζί της. Ο Κανάκης, ο Μουτσινάς, ο Λιάγκας απευθύνονται σε εμάς με δύναμη αντίστοιχη που απευθύνονται σε ηλικιωμένους τηλεθεατές τα τυπωμένα τηλεοπτικά προγράμματα ιστορικών τηλεοπτικών περιοδικών (και ειλικρινά, δεν υπάρχει ίχνος ηλικιακού ρατσισμού στο παραπάνω).
Μιλάμε, λοιπόν, για μία τηλεόραση που απευθύνεται αποκλειστικά πια στους 40κάτι, που κι αυτοί, όμως, τη γνωρίζουν και ή την παρακολουθούν για κοινωνιολογικούς λόγους είτε γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή.
Μετά από τον σεισμό και την τραγωδία της Φαράν, τη Μάνδρα και το Μάτι, τις αλλεπάλληλες πυρκαγιές και τα αεροπορικά δυστυχήματα, την κάλυψη της υπόθεσης του ελληνικού #MeToo και των αποκαλύψεων για τον Λιγνάδη, την κάλυψη του κυκλώματος παιδεραστίας με τη 12χρονη στον Κολωνό, έναν σωρό από υποθέσεις «φυσικών καταστροφών», «ανθρώπινων λαθών» και σίγουρα εθνικών τραγωδιών, η ελληνική τηλεόραση –με αφορμή τα Τέμπη– έφτασε στο τέλος της. Όχι το φυσικό της τέλος, αλλά εκείνο που αφορά τη σχέση της με τον τηλεθεατή.
Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν μια σχέση εμπιστοσύνης. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν χτίστηκε με όρους ισότητας. Έτσι κι αλλιώς πάντα υπήρχαν αγκάθια (για κατευθυνόμενη δημοσιογραφία, χειριστικότητα, ποντάρισμα στη λογική του «σοκ και δέος») που δεν κόπηκαν ποτέ.
Η απαξίωση της ελληνικής δημοσιογραφίας και του ελληνικού τηλεοπτικού λόγου προσυπογράφεται μαζί με τα πιστοποιητικά θανάτου των συνανθρώπων μας στα Τέμπη. Από χρόνια το ξέρουμε, πλέον όμως δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτήν. Πουθενά και από κανέναν μας. Κυρίως, γιατί ούτε και τώρα θα ιδρώσει κανείς για σοβαρές αλλαγές. Κι αφού το πένθος –τελικά– δεν φτάνει, ίσως την υπόλοιπη δουλειά να την κάνει το νεαρότερο σε ηλικία τηλεοπτικό κοινό. Αυτό που δεν ανοίγει πια την τηλεόραση.