ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΤΥΧΕΙ να αρνούμαι να πω το επάγγελμα που κάνω. Από μια πλευρά γιατί νιώθω άβολα, αναλαμβάνοντας ένα κόστος που δεν με αφορά ίσως παρά σε μικρό βαθμό ‒ έτσι τουλάχιστον νομίζω. Από την άλλη, φοβάμαι πως ο άγνωστος συνομιλητής θα είναι κάποιος φορτισμένος συναισθηματικά άνθρωπος του οποίου οι προσλαμβάνουσες για το επάγγελμα και η γενικευμένη ισοπεδωτική άποψη μπορεί να μετατραπεί σε κάτι λίγο ή περισσότερο επικίνδυνο. Το «υδραυλικός» ή «υπάλληλος καθαριότητας» είναι μια καλή και ασφαλής απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση. Φαντάζει ακίνδυνη και πιο αξιοπρεπής. Δεν επιβεβαιώνει ένα κοινωνικό status αλλά αποφεύγει ενδεχόμενες επικίνδυνες ατραπούς. Είμαστε όμως οι δημοσιογράφοι ένα τόσο επικίνδυνο είδος για την ελληνική κοινωνία, η οποία σε ένα συντριπτικά μεγάλο μέρος της έχει τη χειρότερη άποψη γι’ αυτό;
Για έναν τεράστιο αριθμό του πληθυσμού η απάντηση είναι καταφατική. Είναι αυτοί που όταν καλούνται να απαντήσουν στις έρευνες των εταιρειών δημοσκοπήσεων εμπιστεύονται τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο θεσμό ή φορέα. Δεν είναι όμως μόνο οι εγχώριες έρευνες που το καταγράφουν. Τα διεθνή ινστιτούτα που ασχολούνται με τα μέσα ενημέρωσης διεθνώς τα ίδια συμπεράσματα βγάζουν, η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία των μέσων ενημέρωσης και σε ό,τι σχετίζεται με την ελευθερία τους.
Στις τελευταίες μαζικές και δικαιολογημένες διαδηλώσεις σε κάθε σημείο της χώρας με αιτία την τραγωδία στα Τέμπη, δημοσιογράφοι δεν απέφυγαν την κριτική πολλών από τους διαδηλωτές, και μάλιστα βίαιη.
Στις τελευταίες μαζικές και δικαιολογημένες διαδηλώσεις σε κάθε σημείο της χώρας με αιτία την τραγωδία στα Τέμπη, δημοσιογράφοι δεν απέφυγαν την κριτική πολλών από τους διαδηλωτές, και μάλιστα βίαιη. Το να περιφέρεται το πρόσωπό σου δημοσίως από οργισμένους πολίτες είναι μιας μορφής βία. Αιτία ή, για την ακρίβεια, αφορμή για τα πλακάτ και τα συνθήματα όσα είπαν ή δεν είπαν και σχολίασαν για το δυστύχημα. Ένα από τα σχόλια έλεγε περίπου ότι η τραγωδία στα Τέμπη μπορεί να γίνει αιτία να φτιαχτούν οι σιδηρόδρομοι, όπως μετά από ένα τροχαίο δυστύχημα σχολικής εκδρομής φτιάχτηκαν οι δρόμοι. Είναι μια άποψη που ακούγεται κυνική, ακόμα και σε έναν από τους ίδιους τους σχολιαστές, που αναγκάστηκε να την διορθώσει ‒αυτές οι απόψεις όμως ποτέ δεν έλειψαν.
Έχω τη μάλλον αντιδημοφιλή βεβαιότητα ότι στη δημοσιογραφία πρέπει να ακούγονται όλες οι απόψεις, ανεξάρτητα από το αν λειτουργούν θετικά ή αρνητικά στο ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Επίσης, πιστεύω ότι δημοσιογραφία δεν είναι μόνο η έκφραση απόψεων από κάποιους που έχουν την εξουσία ενός μικροφώνου, ενός υπολογιστή, μια τηλεοπτικής παρουσίας. Δημοσιογραφία είναι κυρίως η όσο το δυνατό αντικειμενικότερη παράθεση όλων των γεγονότων. Σε έναν μεγάλο βαθμό στην ελληνική δημοσιογραφία, όπως αυτή λειτουργεί σήμερα, καμία από αυτές τις δύο παραδοχές δεν ακολουθούνται. Οι αιτίες είναι πολλές, χρειάζονται χιλιάδες λέξεις για να περιγραφούν.
Συνοπτικά μπορούμε να δώσουμε τη μεγάλη εικόνα των λεγόμενων κυρίαρχων ΜΜΕ. Τα κατέχουν οι πιο ισχυροί οικονομικά παράγοντες της χώρας, που σκοπό δεν έχουν μια στοιχειωδώς έντιμη πληροφόρηση ‒γιατί άλλωστε να έχουν τέτοιο σκοπό‒ αλλά την προώθηση των πάσης φύσεως συμφερόντων τους. Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι λόγω πληθώρας μέσων ζούμε εποχή πλουραλισμού, αλλά συμβαίνει το αντίθετο. Πολλά μέσα στα χέρια λίγων, ολιγοπώλιο πληροφόρησης, και μάλιστα συχνά κατευθυνόμενης. Μέσα στο αυτό το πλαίσιο δημοσιογράφοι προσπαθούν να βρουν χαραμάδες ελευθερίας για να καταγράψουν καταστάσεις όπως πραγματικά συμβαίνουν και είναι πολλοί ακόμα αυτοί που δεν ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο, απλώς ταυτίζονται σε υπερθετικό βαθμό με τις επιλογές των εργοδοτών τους. Οι πρώτοι είναι περισσότεροι, αλλά οι δεύτεροι είναι πιο ισχυροί και κάνουν μεγαλύτερη φασαρία.
Στους πολίτες συνήθως φτάνουν οι φωνές των δεύτερων και από αυτούς σχηματίζουν γενικευμένες και ισοπεδωτικές απόψεις για τους δημοσιογράφους. Αγνοούν τα ασφυκτικά περιθώρια των πρώτων, αγνοούν και τις συνθήκες μέσα στις οποίες εργάζονται. Την εικόνα τη δίνουν όσοι βγαίνουν στο γυαλί. Και αυτή η εικόνα είναι εντελώς αρνητική. Το πρόβλημα όμως είναι πολυπαραγοντικό και ένας από τους παράγοντες είναι ότι πολιτικοί και κόμματα εργαλειοποίησαν το υπαρκτό και μεγάλο πρόβλημα της δημοσιογραφίας ως το απόλυτο καλό ή κακό. Κάποιοι τα αγκάλιασαν τόσο θερμά (οικονομικές απολαβές, μαζικοί διορισμοί σε κρατικές θέσεις κ.λπ.), που δεν τα άφησαν να αναπνεύσουν. Κάποιοι, αφού δεν υπέταξαν τα ΜΜΕ, τα στοχοποίησαν ως μια βασική αιτία δυσλειτουργίας της δημοκρατίας. Μία ακόμα παράμετρος λέει ότι μεγάλος αριθμός πολιτών έχει εθιστεί τόσο που δεν αναζητά την αντικειμενική δημοσιογραφία αλλά αυτή που λέει μόνο τις αλήθειες που πιστεύει. Θέλει μια δημοσιογραφία που να του χαϊδεύει τ’ αυτιά ή να του ενισχύει, αγγίζοντας συχνά τα πιο ταπεινά ένστικτα (σχολή Κουρή), τις επιδερμικές βεβαιότητες που έχει για την ερμηνεία των πραγμάτων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.