Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ έπληξε τα ΜΜΕ με τρόπο καθοριστικό. Μάλιστα η περιβόητη «φούσκα» τους άρχισε να σκάει και να δείχνει τα όριά της πολύ πριν από την έλευση της χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους και των μνημονίων. Κάτι σαν προάγγελος, κάτι σαν μήνυμα στο μπουκάλι που παρελήφθη λίγο καιρό αργότερα απ’ όλη την ελληνική κοινωνία.
Ένα από τα κομμάτια της μιντιόσφαιρας που πληγώθηκε περισσότερο απ’ όλα υπήρξε η εγχώρια τηλεοπτική μυθοπλασία. Ουσιαστικά, οι παραγωγές ελληνικών σειρών συρρικνώθηκαν στο ελάχιστο από το 2010 και ύστερα, όπως και το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού, που είτε πήγε προς τις τουρκικές εντυπωσιακές σαπουνόπερες (μεγαλύτερες ηλικίες) είτε αποκαλωδιώθηκε πλήρως από την τηλεοπτική οθόνη και μετοίκησε στον κόσμο του έννομου ή παράνομου streaming ξένων, αμερικανικών κυρίως, σειρών (κυρίως νεότερες ηλικίες). Η τηλεόραση, για χρόνια το κοινό κέντρο της οικιακής ενημέρωσης και διασκέδασης, σταδιακά μεταβλήθηκε σε εργονομικό ντεκόρ του σαλονιού ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια ακόμη μηχανή πρόσβασης στο διαδίκτυο (smart TV).
Αυτό που φαίνεται να προκύπτει «τα χρόνια του κορωνοϊού» είναι ένα πολύ δυναμικό comeback των ελληνικών τηλεοπτικών σειρών, μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν τη νέα εποχή της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας όχι με τα γνωστά και φθαρμένα υλικά του παρελθόντος αλλά κάνοντας τις αναγκαίες προσαρμογές ενός «παγκόσμιου παραδείγματος» στα ελληνικά δεδομένα.
Η ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία για σχεδόν είκοσι χρόνια (1989-2009) υπήρξε ο βασικός πόρος ψυχαγωγίας της ελληνικής κοινωνίας. Τα νούμερα τηλεθέασης που έπιασαν οι ελληνικές σειρές όλη αυτή την περίοδο δεν ήταν ανταγωνίσιμα από τις ξένες παραγωγές (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων και σίγουρα όχι πριν από την έλευση της νέας αμερικανικής τηλεόρασης «ποιότητας» από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και ύστερα). Το περιβόητο διακύβευμα της κρατικής τηλεόρασης της δεκαετίας του ’70 και του ’80 για τη δημιουργία εγχώριας τηλεοπτικής μυθοπλασίας έμελλε να πραγματωθεί από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα, μέσα από τις αμέτρητες σειρές –κωμικές, δραματικές, σαπουνόπερες, αστυνομικές, επιθεωρησιακές– που τα ιδιωτικά κανάλια (κυρίως Mega και ANT1) πρόβαλλαν. Ακόμη κι αν διατυπώνονταν πολλές ενστάσεις για το «επίπεδο» αυτών των παραγωγών, το τηλεοπτικό κοινό αδιαφορούσε και τις καθιστούσε βασική του διασκέδαση, κεντρικό άξονα διαμόρφωσης προτύπων και «χαλαρωτικής» κατανόησης του κόσμου.
Ένα σοβαρότατο δείγμα της σημασίας που είχε η εγχώρια τηλεοπτική μυθοπλασία στο πρόσφατο παρελθόν είναι ότι όταν τα κανάλια, αδύναμα να παραγάγουν νέο περιεχόμενο λόγω της οικονομικής κρίσης, προέβαλλαν σε επανάληψη της παλιές τους σειρές, το κοινό τις παρακολουθούσε, καταγράφοντας σημαντικά ποσοστά τηλεθέασης και δημιουργώντας διάφορα διαδικτυακά φόρουμ νοσταλγίας. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι στο πλαίσιο της μικρής ανάκαμψης που σημειώθηκε δειλά τα τελευταία χρόνια κάποιες δημοφιλείς σειρές του παρελθόντος αναβίωσαν («Καφέ της Χαράς», «Λόγω Τιμής»).
Δεν έχει εκτιμηθεί ακόμη σοβαρά το συμβολικό και φαντασιακό αποτύπωμα που έχει αφήσει η παρακολούθηση της τηλεοπτικής γενιάς των «Απαράδεκτων», της «Αναστασίας», της «Λάμψης», του «Τμήματος Ηθών», του «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή», του «Παρά Πέντε» κ.λπ. Όμως σίγουρα είναι σημαντικό και πολύ πιο θετικό από το αντίστοιχο που άφησε η τηλεοπτική ενημέρωση την ίδια χρονική περίοδο.
Η περίοδος της πανδημίας σηματοδοτεί μια σταθερή τάση του κοινού να ψυχαγωγηθεί στο σπίτι του με τη νέα γενιά τηλεοπτικής μυθοπλασίας που παρέχουν οι παγκοσμιοποιημένες διαδικτυακές πλατφόρμες (βλ. Netflix). Ταυτόχρονα, όμως, σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία σημειώνεται αναπάντεχα μια αξιόλογη παραγωγή και προβολή ελληνικών σειρών. Τόσο η ιδιωτική τηλεόραση όσο και η ξεχασμένη –μέχρι πρότινος, σε ψυχαγωγικούς όρους– δημόσια (ERTFLIX) ξαναστρέφονται στη μυθοπλασία και μάλιστα σε ένα σημαντικό ποσοστό αυτή η επιστροφή δεν γίνεται με όρους παρελθόντος, αλλά παρόντος.
Μετά από περίπου μία δεκαετία που τα κανάλια κατάφερναν να προσελκύουν το κοινό κυρίως μέσα από τα διάφορα φορμά των ριάλιτι σόου, ξαφνικά επανέρχονται στη μυθοπλασία με ανανεωμένο σκηνοθετικό, θεματικό και δραματουργικό πλαίσιο. Δεν είναι μόνο το κινηματογραφικό αστυνομικό θρίλερ «Έτερος Εγώ» του Σωτήρη Τσαφούλια που μετέφερε τον σκοτεινό φουτουρισμό του στη συνδρομητική τηλεόραση – και, απ’ ό,τι φαίνεται, ετοιμάζεται να κάνει «διεθνή» καριέρα. Το είδος αστυνομικού μυστηρίου φαίνεται να υπηρετείται με ακόμη μεγαλύτερη δόση κοινωνικού ρεαλισμού και οικογενειακής και πολιτικής περιπλοκής από τη νέα σειρά του Mega «Σιωπηλός Δρόμος» του Βαρδή Μαρινάκη.
Η σειρά της ΕΡΤ «Τα καλύτερά μας χρόνια» της Όλγας Μαλέα δημιουργεί ήδη ένα νέο είδος ιστορικής κομεντί, εντελώς καινοτόμου για τα ελληνικά τηλεοπτικά πράγματα. Ακόμη όμως και οι δραματικές σειρές που φλερτάρουν με το είδος της σαπουνόπερας, όπως οι «Άγριες Μέλισσες» και η «Αγγελική», κινούνται σε ένα νέο υφολογικό πλαίσιο και αναδεικνύουν με μια διαφορετική αισθητική ζητήματα που αφορούν το φύλο ή τις σχέσεις εξουσίας σε μια παραδοσιακή ή σύγχρονη κοινωνία.
Η κάθε περίπτωση προφανώς χρήζει ειδικής μνείας και μελέτης, όμως αυτό που φαίνεται να προκύπτει «τα χρόνια του κορωνοϊού» είναι ένα πολύ δυναμικό comeback των ελληνικών τηλεοπτικών σειρών, μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν τη νέα εποχή της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας όχι με τα γνωστά και φθαρμένα (παρότι αγαπημένα για το κοινό) υλικά του παρελθόντος αλλά κάνοντας τις αναγκαίες προσαρμογές ενός «παγκόσμιου παραδείγματος» (είτε αυτό λέγεται Netflix είτε HBO) στα ελληνικά δεδομένα. H επιλογή που φαίνεται επιτέλους να γίνεται και στην Ελλάδα (με περίπου είκοσι χρόνια καθυστέρηση) είναι η σύγκλιση τηλεοπτικής και κινηματογραφικής αφήγησης, η δραματουργική αποκαθήλωση της υστερίας, οι αντιφατικοί χαρακτήρες, η σεναριακή δομή με μια συνεκτική, εξελισσόμενη πλοκή. Το κατά πόσο αυτό θα έχει συνέχεια και θα εξελιχθεί σε κανόνα είναι ένα ερώτημα. Όμως για όλους όσοι αγάπησαν της ελληνικές σειρές στο παρελθόν (αλλά και για όσους αρέσκονται να τις μελετούν) φαίνεται να ανοίγει μια νέα εποχή. Και ίσως μια νέα ευκαιρία να ξανασυναντηθούμε μπροστά από τις οθόνες μας χωρίς «ενοχές».