«ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ σε αυτούς που μας προστατεύουν», έγραψε κάποιος μετά την πτώση του F4 στον Kυπαρισσιακό Κόλπο και τον θάνατο του σμηναγού και του υποσμηναγού της Πολεμικής Αεροπορίας. Από κάτω κάποιος του είχε γράψει «Έλεος με τα εθνικιστικά σου».
Αναρωτήθηκα τι ακριβώς είναι αυτό το συναίσθημα αμηχανίας που νιώθουμε με το πρώτο δείγμα πατριωτικής γλώσσας. Προφανώς, μεγαλώνοντας ειρηνικά σε έναν διεθνή, ψηφιακό και συνδεδεμένο κόσμο είναι εύκολο να θεωρήσεις την εθνική ταυτότητα ως κάτι βαρετό και ξεπερασμένο. Σε αυτό, φυσικά, βοηθάει και η άνοδος της ακροδεξιάς και του εθνικισμού με όχημα έναν στρεβλό, παράξενο πατριωτισμό.
Μεγάλωσα με μπόλικη «ελληνική πατριωτική παράδοση». Μέχρι τα δέκα μου ζούσαμε στου Παπάγου, το μαγικό εκείνο μέρος που έχει απαθανατίσει με τόση ακρίβεια ο Ζαχαρίας Μαυροειδής στον Απόστρατο («Παπάγου, Παπάγου, φίλε, πού θα βρεις χειρότερα;» όπως λέει ψιλοειρωνικά και ένας από τους πρωταγωνιστές). Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στου Παπάγου σχεδόν όλοι είχαν κάποια σχέση με τον στρατό. Το σούρουπο οι απόστρατοι έβγαιναν για βόλτα με χέρια σταυρωμένα στην πλάτη. Από πίσω σε μπουλούκι ακολουθούσαν οι κυρίες τους, όλες με μια ζακέτα στους ώμους.
Δεν ήμουν γκασταρμπάιτερ ούτε δούλευα στα ορυχεία αλλά η ζωή μου ήταν σαν σε άλλο πλανήτη. Ένιωσα την Ελλάδα με άλλο τρόπο δική μου, όπως την περιγράφει ο Σαββόπουλος ή ο Παπάζογλου.
Στις εθνικές γιορτές βλέπαμε όλοι μαζί τις παρελάσεις κι ακούγαμε ιστορίες για τη θητεία και τον πόλεμο. Χρόνια μετά τραγουδούσα κάποια από τα τραγούδια που μας μάθαιναν στο υπερσυντηρητικό σχολείο μου σε μια συνάδελφο: «Γαλανή, γαλανή και ωραία είσαι εσύ των Ελλήνων σημαία. Φύσα, φύσα γλυκό αεράκι τη σημαία μας, πέτα ψηλά εκεί π’ αστράφτουν μάτια Ελλήνων, εκεί π’ αστράφτει των Ελλήνων η ματιά!». Είχε σχεδόν πέσει από την καρέκλα από τα γέλια.
Πιστεύω πως ο μοναδικός σίγουρος δρόμος για να νιώσει κανείς μια αίσθηση εθνικής ταυτότητας είναι η ξενιτιά. Στα δεκαοκτώ μου πήγα να σπουδάσω σε ένα σκωτσέζικο πανεπιστήμιο σε μια μικρή μεσαιωνική πόλη. Ήταν σαν να προσγειώθηκα σε άλλο πλανήτη. Η πόλη είχε όλα κι όλα είκοσι μαγαζιά, το μόνο πράγμα που ήταν ανοιχτό μετά τις δώδεκα ήταν ένα βενζινάδικο, στο οποίο συνωστιζόμασταν μεθυσμένοι για να αγοράσουμε σάντουιτς, κι ένα μαγαζί για fish and chips. Oι Έλληνες ήταν ελάχιστοι, οι περισσότεροι μεταπτυχιακοί κοντά στα τριάντα που έκαναν διδακτορικά σε ακατανόητες ειδικότητες, όπως laser physics, περίπου παππούδες στα μάτια μου τότε.
Ήταν η εποχή του παλαιολιθικού internet και του κινητού Νokia με φιδάκι για να περνάει η ώρα. Ο κόσμος ήταν ακόμα αναλογικός ‒ ήμουν κάπως ξενιτεμένη. Ζούσα σε μια μίζερη φοιτητική εστία στη σκωτσέζικη επαρχία που είχε μοκέτα μέχρι και στο μπάνιο, νύχτωνε στις τρεις το μεσημέρι και τα βράδια μου περίμενα τηλεφώνημα στο σταθερό τηλέφωνο. Δεν ήμουν γκασταρμπάιτερ ούτε δούλευα στα ορυχεία αλλά η ζωή μου ήταν σαν σε άλλο πλανήτη.
Ένιωσα την Ελλάδα με άλλο τρόπο δική μου, όπως την περιγράφει ο Σαββόπουλος ή ο Παπάζογλου. Όταν τραγουδούσα «Αχ, Ελλάδα, σ’ αγαπώ / Και βαθιά σ’ ευχαριστώ / Γιατί μ’ έμαθες και ξέρω / Ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ / Να πεθαίνω όπου πατώ / Και να μη σε υποφέρω» καταλάβαινα κάθε στίχο.
Στο απόγειο της κρίσης, το 2014, ξαναέφυγα από την Ελλάδα, ελαφρώς αποκαρδιωμένη. Ήταν η εποχή που ο αγγλικός Τύπος είχε πρωτοσέλιδα για τους κακούς Έλληνες που δεν πληρώνουν τους φόρους τους. Βαρέθηκα να ακούω χαριτωμένα «αστειάκια» για τους τεμπέληδες φίλους μου ξανά και ξανά.
Την πλήρωσε ένας καθηγητής στην καφετέρια του πανεπιστημίου που μου είπε ότι οι Έλληνες ξέρουν μόνο να κατεβαίνουν στον δρόμο και να διαμαρτύρονται. Εκείνο το μεσημέρι ο καθηγητής γνώρισε το ελληνικό ταπεραμέντο κι εγώ ένιωσα γνήσια Ελληνοπούλα. Επίσης, συνειδητοποίησα κάτι μάλλον κωμικό: στο μυαλό μου μόνο εγώ και οι υπόλοιποι Έλληνες είχαμε το δικαίωμα να βρίζουμε την Ελλάδα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.