«ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ Πνευματικό ίδρυμα που άρχισε να λειτουργεί τον 17ο αι. και επηρέασε τη συνείδηση του Ποντιακού Ελληνισμού;» Ομολογώ πως δεν το ξέρω. Όπως και οι περισσότεροι από εσάς. Δεν βάλθηκα όμως να κάνω κάποιο κουίζ απίθανων γνώσεων ούτε ανέσυρα από κάποια εξειδικευμένη μελέτη την ερώτηση αυτή. Η ερώτηση περιλαμβάνεται στην Τράπεζα Θεμάτων Πολιτογράφησης που μόλις εγκαινιάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών. Κι όμως…
Πώς λοιπόν θα διαγνώσουμε ορθότερα αν οι μετανάστες είναι έτοιμοι να γίνουν πολίτες; Με συνέντευξη ή τεστ; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερωτήματα σαν έρχεται η στιγμή της πολιτογράφησης.
Τα επιχειρήματα είναι τα αναμενόμενα: η γραπτή δοκιμασία εξασφαλίζει το αδιάβλητο, η συνέντευξη δίνει τη δυνατότητα μιας άμεσης και αδιαμεσολάβητης εντύπωσης. Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, δεν υπήρχε γραπτό τεστ. Μόνο προφορική συνέντευξη, με ό,τι προβλήματα έχουν συνήθως οι συνεντεύξεις. Με διάταξη ωστόσο που νομοθετήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δύο μήνες πριν τις εκλογές του 2019, η προφορική συνέντευξη έδωσε τη θέση της στο τεστ στο όνομα της κωδικοποίησης της διαδικασίας και της περιφρούρησης του αδιάβλητου χαρακτήρα της.
Το βασικό πρόβλημα της τράπεζας θεμάτων δεν είναι η ασύμμετρη δυσκολία της. Είναι η αστοχία της. Η γνώση των απαντήσεων αυτών δεν μαρτυρά τίποτε για την πραγματική δυνατότητα ένταξης των ανθρώπων στην ελληνική κοινωνία. Απολύτως τίποτε.
Ωστόσο, το ερώτημα «συνέντευξη ή τεστ», όταν τίθεται αφηρημένα, είναι παραπλανητικό. Γιατί το κρίσιμο ερώτημα, και για τα δύο, είναι «τι είδους». Στο δείκτη δυσκολίας των ερωτήσεων κρίνονται όλα. Άλλο να ρωτάς τον μετανάστη «τι γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου;», «τι ψήνουν οι Έλληνες το Πάσχα» κι άλλο «να γράψετε σε 30 λέξεις τι ήταν η σάρισα». Δεν παραδοξολογώ: η τελευταία ερώτηση, κι άλλες ανάλογες, ανήκει στην τράπεζα θεμάτων του Υπουργείου Εσωτερικών που μόλις είδε το φως της δημοσιότητας.
Διάβασα με προσοχή τις ερωτήσεις της τράπεζας θεμάτων και καταλήγω στα εξής δύο συμπεράσματα:
Το πρώτο που προκύπτει αφορά όντως στον υπέρμετρο βαθμό δυσκολίας. Όντως, το να γράψει ένας αλλοδαπός «σε 30 λέξεις τι είναι η στάση του Νίκα» ή «η Απέλλα» είναι όντως βουνό – όπως εξάλλου κι ένας ημεδαπός. Ακούω το αντεπιχείρημα που λέει: «να κάτσει να διαβάσει και να μάθει, ιθαγένεια ζητάει όχι ό,τι ό,τι». Ωραία λοιπόν: να κάτσει να διαβάσει, να γράψουν καθηγητές λυσάρια, να ανοίξουν φροντιστήρια, να γίνουν δηλαδή τα αναμενόμενα. Διότι αυτά θα συμβούν, είναι βέβαιο. Ο καθηγητής Κώστας Λάβδας, πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής που ετοίμασε την τράπεζα αναφέρει πως «το νέο σύστημα, ως σύστημα εξετάσεων, σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί και εφαρμόζει, τηρουμένων των αναλογιών, τις διαδικασίες και τις ασφαλιστικές δικλείδες που ισχύουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων».
Πανελλήνιες λοιπόν! Βρήκαμε τη λύση για την πολιτογράφηση... Τι σχέση όμως μπορεί να έχει η δοκιμασία με την οποία κάποιος ζητάει να γίνει πολίτης ενός κράτους με την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο; Τι ζητάς από τον έναν και τι από τον άλλο; Και σε τελευταία ανάλυση, για ποιον λόγο η (εξαιρετικά εξειδικευμένη) γνώση ή η αποστήθιση της απάντησης στο ερώτημα ποιο «Πνευματικό ίδρυμα που άρχισε να λειτουργεί τον 17ο αι. και επηρέασε τη συνείδηση του Ποντιακού Ελληνισμού» κάνει κάποιον καλύτερο υποψήφιο για πολίτη από έναν άλλον;
Αυτό είναι το δεύτερο, το κυρίως συμπέρασμα. Το βασικό πρόβλημα της τράπεζας θεμάτων δεν είναι η ασύμμετρη δυσκολία της. Είναι η αστοχία της. Η γνώση των απαντήσεων αυτών δεν μαρτυρά τίποτε για την πραγματική δυνατότητα ένταξης των ανθρώπων στην ελληνική κοινωνία. Απολύτως τίποτε. Ρωτάω με κάθε ειλικρίνεια τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής που ετοίμασαν αυτή την τράπεζα: τι αποδεικνύει ένας αλλοδαπός που απλώς έχει μάθει να παπαγαλίζει τις απαντήσεις; Δείχνει κάτι αυτό για τη βούλησή του να ενταχθεί στην κοινότητά μας; Δείχνει ότι αγαπάει τη χώρα αυτήν περισσότερο από κάποιον που δεν ξέρει τις απαντήσεις; Από πού ακούστηκε ότι η ιδιότητα του πολίτη είναι ιδιότητα της αποστήθισης εγκυκλοπαιδικών γνώσεων;
Οι αρετές που μπορεί να έχει κάποιος που ζητάει την ελληνική ιθαγένεια δεν έχουν καμία σχέση με την ικανότητα να απαντήσει τις περισσότερες ερωτήσεις που βρίσκονται στην τράπεζα θεμάτων. Είμαι σίγουρος ότι όλοι οι άνθρωποι με μέση κοινωνική εμπειρία γνωρίζουν μετανάστες που δεν είναι σε θέση να απαντήσουν παρά ελάχιστες τέτοιες ερωτήσεις, αλλά θα ήταν μια χαρά συμπολίτες μας, ενώ κάποιοι πιθανώς να γνωρίζουμε κι ανθρώπους που εύκολα θα αποστήθιζαν τις απαντήσεις αλλά για συμπατριώτες πιθανώς να μην τους πολυ θέλαμε. Αφήνω κατά μέρους το ότι έθεσα μερικά από τα ερωτήματα σε δύο φίλους καθηγητές συνταγματικού δικαίου, από τους καλύτερους στην Ελλάδα, και ομολόγησαν την αδυναμία τους να απαντήσουν.
Κατόπιν αυτών, δικαιούμαι να διερωτηθώ αν οι έγκριτοι καθηγητές της επιστημονικής επιτροπής πραγματικά υπήρξαν θύματα τέτοιας ιδεοληπτικής τύφλωσης που δεν τους αφήνει να δούνε τα αυτονόητα. Αλλά δεν είναι έτσι. Ο πρόεδρος της επιτροπής μας αποκαλύπτεται: «η δημιουργία ενός κόσμου αμοιβαίας κατανόησης και σεβασμού του άλλου, του ανθρώπου ο οποίος ζει και εργάζεται νόμιμα δίπλα μας, δεν προϋποθέτει απαραίτητα την απονομή ιθαγένειας.»
Δεν είναι αφελείς λοιπόν τα μέλη της Επιτροπής. Οι ερωτήσεις τους είναι δύσκολες διότι απλώς δεν θέλουν να κάνουμε πολίτες. Κι εδώ που τα λέμε κιόλας, βλέποντας τον συγκεκριμένο Υπουργό Εσωτερικών να εγκαινιάζει την τράπεζα δεν θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό. Ο κύριος Βορίδης, εξάλλου, δεν έκρυψε ποτέ τις θέσεις του ως προς το ενδεχόμενο να αποκτούν ιθαγένεια οι μετανάστες στην Ελλάδα: αυτό, αν μη τι άλλο, πρέπει να του αναγνωρίσουμε.
ΤΑ ΤΕΣΤ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ εξασφαλίζουν το αδιάβλητο και μια κωδικοποίηση της όλης διαδικασίας. Η πρακτική αυτή υπάρχει και ακολουθείται από πολλά ευρωπαϊκά κράτη, που όμως έχουν μεριμνήσει για τη μόρφωση των μεταναστών τους. Η Ελλάδα πάλι δεν έχει κάνει απολύτως τίποτε. Αυτό που είναι σίγουρο ότι θα ξεκινήσει εδώ είναι μια νέα φάμπρικα παραπαιδείας για την πολιτογράφηση. Τα γνωστά «ελληνικά»... Είναι πιθανό να μειωθεί ο χρόνος της διαδικασίας που είναι τραγικά μεγάλος, πλην όμως η χώρα μόλις το 2016 έφτασε τους 10 χιλιάδες ανθρώπους που αποκτήσαν την ιθαγένεια με πολιτογράφηση ενώ το 2019 το νούμερο έπεσε κάτω από 3 χιλιάδες. Συζητάμε για τέτοια νούμερα.
Θέλω να πω δηλαδή ότι η κυβέρνηση έχει αφήσει ήδη το φοβικό αποτύπωμά της στη διαδικασία ενώ η προϊστορία της συντηρητικής παράταξης σε ό,τι αφορά τα θέματα ιθαγένειας δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς φιλελεύθερη.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ, η ενσωμάτωση του κάθε μετανάστη δεν είναι ένα κοινό μενού. Άλλες ανάγκες ένταξης έχει ένας οικοδόμος κι άλλες η φοιτήτρια κόρη του. Η εγγράμματη κόρη θα μπορούσε να περνάει μιας μορφής γραπτή δοκιμασία, με σίγουρα χρηστικότερες ερωτήσεις από αυτές της Τράπεζας θεμάτων που σαν να είναι copy- paste από την Τράπεζα Θεμάτων κάποιων σχολικών εξετάσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο λειτουργικά αναλφάβητος πατέρας όχι όμως. Με κανέναν τρόπο.
Η ενσωμάτωση είναι αγώνας ένταξης σε μια πολιτική κοινότητα και σε μια κοινωνία διαφορετικών παραστάσεων. Δεν είναι εγκυκλοπαιδική διαδικασία. Είναι βούληση, συμμετοχή, γνώση και κοινωνική εμπειρία. Είναι ταξικά μεταβλητό θέμα και όχι κοινή γνωστική απόληξη. Αλλού (καλείται να) συμμετέχει ο ένας και αλλού ο άλλος.
Ένας αγράμματος Αλβανός (η πλειοψηφία των αιτούντων πολιτογράφηση Αλβανοί είναι) οικοδόμος μπορεί να είναι χίλιες φορές καλύτερα ενταγμένος στη κοινωνία και να αγαπάει τη χώρα κι ας κοιτάει τις ερωτήσεις με απορία, όπως εξάλλου, ο Έλληνας κουμπάρος του. Και μη μου πει κανείς ότι δεν γνωρίζει τέτοιους, διότι τότε σημαίνει ότι είχε μπει σε λοκντάουν πολύ πριν την πανδημία.
Ένας πολύ στενός συνεργάτης που τον ρώτησα για το αν αξίζει να γράψω κάτι για το ζήτημα με απέτρεψε λέγοντάς μου πως «το συντριπτικότερο επιχείρημα κατά των ερωτήσεων είναι να δημοσιευθούν ατόφιες». Δεν τον άκουσα. Σταματώ όμως εδώ και αφήνω τις ερωτήσεις στην κρίση σας.