ΤO ΕΡΩΤΗΜΑ ΑΝ Η ΑΚΡΑ ΔΕΞΙΑ μπορεί να κυβερνήσει θα θεωρούνταν αφελές, αν όχι προβακατόρικο, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Μέχρι τότε, και παρά την ευδιάκριτη εκλογική της ορατότητα στην κομματική σκηνή αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, πολιτικά και συμβολικά η τοποθέτηση της άκρας δεξιάς ήταν στο περιθώριο του κομματικού συστήματος.
Λίγο μετά, ωστόσο, το Αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) του προκλητικού και τότε ακόμη κραταιού Jörg Haider βρέθηκε στη θέση του μικρού εταίρου σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες του ÖVP (2000).
H E.E. απάντησε με κυρώσεις εναντίον της Αυστρίας, στιγματίζοντας την επιλογή να βρεθεί στην κυβέρνηση της χώρας ως μικρός κυβερνητικός εταίρος και εκ των πραγμάτων στην αντικαγκελαρία ένα κόμμα της λαϊκιστικής-ριζοσπαστικής εκδοχής της άκρας δεξιάς, οι πρόγονοι του οποίου ήταν υπέρμαχοι του Anschluss, δηλαδή της προσάρτησης της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία, έχοντας και οι ίδιοι συνεργαστεί με το ναζιστικό καθεστώς.
Η περίπτωση της Ιταλίας, με την Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής ενός κόμματος της λαϊκιστικής-ριζοσπαστικής εκδοχής της άκρας δεξιάς, να αναμένεται να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας, καθιστά το σενάριο κυβερνητικής συμμετοχής αυτών των κομμάτων μια όχι περιθωριακή εξέλιξη.
Παρά τις δικαιολογημένες ανησυχίες της Ε.Ε. αλλά και τον θυμό που προκάλεσε μια τέτοια συμμετοχή σε ένα μεγάλο τμήμα της εγχώριας και ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, στην περίπτωση της Αυστρίας δεν υπήρχε εναλλακτική προκειμένου να συγκροτηθεί μια εθνική κυβέρνηση, εκτός κι αν Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες αποφάσιζαν να συγκυβερνήσουν με έναν μεγάλο συνασπισμό, υπογράφοντας με τον τρόπο αυτό την πολιτική τους καταδίκη.
Παρά τη μυθολογία που θέλει τις κυβερνήσεις συνεργασίας να προκρίνονται από τους εκλογείς έναντι των μονοκομματικών κυβερνήσεων, συχνά μια τέτοια επιλογή δεν επιδοκιμάζεται από το εκλογικό σώμα. Ειδικά στην περίπτωση των κυβερνήσεων μεγάλου ή ευρέος συνασπισμού, οι ακροδεξιοί εμφανίζονται να αποτελούν τον μοναδικό συλλέκτη της πολιτικής διαμαρτυρίας από τη συγκυβέρνηση των σημαντικότερων και ισχυρότερων κομμάτων, όπως ακριβώς επί χρόνια γινόταν στην Αυστρία στο πλαίσιο ενός συμφωνικού μοντέλου δημοκρατίας που την προχωρημένη μεταπολεμική περίοδο έδειχνε να έχει φθάσει στα όριά του.
Η προσδοκία ότι με τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση ή στην κοινοβουλευτική υποστήριξη μιας κυβέρνησης μειοψηφίας οι ακροδεξιοί θα φθαρούν εκλογικά δεν επιβεβαιώνεται ούτε στην περίπτωση της Αυστρίας με το FPÖ, αλλά ούτε και σε άλλες περιπτώσεις κομμάτων από την κομματική οικογένεια της άκρας δεξιάς (π.χ. στην Ιταλία με τη Lega Nord, στην Ελβετία και στη Δανία με το Λαϊκό Κόμμα, στην Ολλανδία με το Κόμμα της Ελευθερίας) που έλαβαν μέρος στη διακυβέρνηση.
Η θεσμοποίηση στην οποία εκ των πραγμάτων υποβάλλονται τα κόμματα όταν από το περιθώριο της κομματικής σκηνής βρεθούν να συμμετέχουν στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων μπορεί να περιορίσει μόνο προσωρινά τη δυναμική τους, αλλά δεν τα αποκαθηλώνει στα μάτια των εκλογέων τους.
Από τη μέχρι τώρα εμπειρία κομμάτων της λαϊκιστικής-ριζοσπαστικής δεξιάς που είτε τα ίδια βρέθηκαν στον κυβερνητικό θώκο είτε έμμεσα συμμετείχαν στη διακυβέρνηση, υποστηρίζοντας κυβερνήσεις μειοψηφίας για τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, συνάγεται ότι το κόστος της διακυβέρνησης δεν είναι μεγάλο από μια τέτοια συμμετοχή και, πάντως, δεν δείχνει να είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι αυτό για κόμματα με διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό, π.χ. για τα πράσινα κόμματα, που επίσης κάνουν το ντεμπούτο τους ως κόμματα διαμαρτυρίας, μη έχοντας ως πρώτιστο στόχο τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση.
Όχι ότι δεν υπάρχουν κόμματα του ακροδεξιού milieu που δεν κατέρρευσαν μετά από μια τέτοια συμμετοχή· π.χ. η Λίστα του Πιμ Φορτούιν στην Ολλανδία είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, με το κόμμα να κατρακυλά εκλογικά λίγους μήνες μετά τη συμμετοχή του σε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση. Ωστόσο η κατάρρευση της Λίστας του Φορτούιν, όπως και άλλων κομμάτων με αντίστοιχο προφίλ, έρχεται πρώτιστα από το εσωτερικό τους και αποτυπώνει το έλλειμμα ηγεσίας και συνοχής από το οποίο συχνά δοκιμάζονται αυτά τα κόμματα.
Το σενάριο κόμματα με ιδεολογικό υπόβαθρο δεξιού ριζοσπαστικού λαϊκισμού να μετέχουν σε κυβερνητικά σχήματα γίνεται ολοένα και πιο πιθανό. Η εδραίωσή τους στο κομματικό σύστημα, η κατάκτηση υψηλών εκλογικών ποσοστών, η πολυσυλλεκτική τους δυναμική, το γεγονός δηλαδή ότι οι ψηφοφόροι τους προέρχονται από ένα ευρύ πολιτικό/ιδεολογικό φάσμα, μετατρέπει τους άλλοτε παρίες της κομματικής σκηνής σε δρώντες που αξιώνουν να επηρεάσουν κεντρικά τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.
Η περίπτωση της Ιταλίας με την Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής ενός κόμματος της λαϊκιστικής-ριζοσπαστικής εκδοχής της άκρας δεξιάς, να αναμένεται να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας καθιστά το σενάριο κυβερνητικής συμμετοχής αυτών των κομμάτων μια όχι περιθωριακή εξέλιξη.
Το ενδιαφέρον στρέφεται στο τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια πραγματικότητα για το κομματικό σύστημα και ποια επίδραση μπορεί να προκύψει για τα κατεστημένα κόμματα που, εκτός από έναν ακόμη ανταγωνιστή στον εκλογικό αγώνα, έχουν να αντιμετωπίσουν κόμματα στο επίπεδο της διακυβέρνησης που μπορεί να μετέχουν στη λήψη των αποφάσεων, διατηρώντας συγχρόνως το προφίλ των εκφραστών της πολιτικής διαμαρτυρίας και των πολέμιων του κομματικού κατεστημένου με το οποίο κέρδισαν μεγάλη ορατότητα και εκλογική ελκυστικότητα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.