Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ γνωρίζει θεαματική άνοδο από τις ευρωεκλογές του 2014 και μετά. Στο υπόβαθρο της οικονομικής κρίσης που έπληξε αρκετές χώρες της Ε.Ε., προκαλώντας κινητοποίηση εναντίον του «κατεστημένου», συνέβη αυτό που ο «Economist» (12/10/2013) ονόμασε «Dédiabolisation» της άκρας δεξιάς.
Η αναφορά του «Economist» είχε ως αιχμή του δόρατος τη Γαλλία και εστίαζε στην άνοδο του Εθνικού Μετώπου (πλέον Εθνικός Συναγερμός) της Μαρίν Λεπέν, το οποίο στις εκλογές για την Ευρωβουλή του 2014 είχε έρθει πρώτο σε ψήφους στη Γαλλία. Η τάση της αποδαιμονοποίησης είναι γενικευμένη και η εικόνα της άκρας δεξιάς δείχνει να έχει ξεπλυθεί αρκετά όσον αφορά το κακόφημο παρελθόν της εξαιτίας των ιδεολογικών της συνδέσεών με τον φασισμό και την υπονόμευση των φιλελεύθερων αξιών.
Συνέχεια της αποδαιμονοποίησης αποτελεί η κανονικοποίηση της άκρας δεξιάς. Πρόκειται για μια διεργασία διπλής κατεύθυνσης. Η κανονικοποίηση σηματοδοτεί, κατά πρώτον, την υιοθέτηση μιας γραμμής οριακής προσαρμογής της λαϊκιστικής εκδοχής της άκρας δεξιάς στο τυπικό φορμάτ ενός κράτους δικαίου και, κατά δεύτερον, τη διάχυση στην πολιτική σκηνή μοτίβων από το πολιτικό αφήγημα της άκρας δεξιάς, εξομαλύνοντας το προφίλ και καθιστώντας πιο πολιτικά εύπεπτες τις θέσεις της.
Όσο η κανονικοποίηση προχωρά, τόσο τα κατεστημένα κόμματα μπαίνουν σε μια διαδικασία μίμησης της ακροδεξιάς. Μια τέτοια διαδικασία δεν επιφέρει την εκλογική της αποδυνάμωση. Αντίθετα, όσο πιο οικεία εμφανίζεται στους εκλογείς, τόσο περισσότερο διευκολύνεται στην εκλογική της ανέλιξη, προσελκύοντας εκλογικό κοινό από διαφορετικές αφετηρίες.
Η δήλωση της Μελόνι ότι «τα ζητήματα του κράτους δικαίου γίνονται ιδεολογικό όπλο για όσους δεν συμμορφώνονται» δείχνει ότι ο σκληρός πυρήνας των δεξιών λαϊκιστών και ανελεύθερων ηγετών στην Ε.Ε. βρήκε μια νέα συνοδοιπόρο.
Στις μισές χώρες της Ε.Ε. κόμματα της άκρας δεξιάς εκπροσωπούνται στα εθνικά Κοινοβούλια με διψήφια εκλογικά ποσοστά. Η περίπτωση των Σουηδών Δημοκρατών, που έφεραν το δεύτερο καλύτερο ποσοστό στις εκλογές της 11ης Σεπτεμβρίου στη χώρα, καταδεικνύει ότι η άνοδος της άκρας δεξιάς δεν είναι μόνο ένα αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης ούτε αποκλειστικό παράγωγο κοινωνικο-οικονομικής ανασφάλειας.
Η δημιουργία «παράλληλων κοινωνιών» στη Σουηδία δημιούργησε ένα παράθυρο ευκαιρίας για την εκλογική επιτυχία μιας ξενοφοβικής ακροδεξιάς. Ωστόσο, κομβικά στοιχεία για την ενίσχυση της σουηδικής ακροδεξιάς ήταν η έκρηξη της διάθεσης πολιτικής δυσαρέσκειας και η αντίθεση εναντίον του πολιτικού κατεστημένου και του συναινετικού (σκανδιναβικού) μοντέλου διακυβέρνησης που εμφάνιζε σημάδια κορεσμού από τη δεκαετία του 1970.
Στις ιταλικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου, ο (ακρο-)δεξιός κομματικός συνασπισμός των Μελόνι - Σαλβίνι - Μπερλουσκόνι συγκέντρωσε ένα υψηλό ποσοστό και έγινε ο ισχυρότερος πόλος στο ιταλικό κομματικό σύστημα. Η επιτυχία αυτή οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στον ένα από τους τρεις εταίρους, στο Fratelli d’Italia (FDI) της Τζόρτζια Μελόνι, που λειτούργησε ως δεξαμενή για τους δυσαρεστημένους και διαμαρτυρόμενους εναντίον του κατεστημένου εκλογείς.
Η ιταλική ακροδεξιά που επιβίωσε της κατάρρευσης της Α’ Ιταλικής Δημοκρατίας διαγράφει μια επιτυχημένη πορεία από τη δεκαετία του 1990, συγκυβερνώντας με τη Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ένα κόμμα που εμφανιζόταν ως το αντίπαλο δέος της κακοφημισμένης partitocracia.
Ο Τζιανφράνκο Φίνι ανέλαβε να μετασχηματίσει το νεο-φασιστικό Movimento Sociale Italiano (MSI) που είχαν ιδρύσει συνεργάτες του Μουσολίνι μετά το τέλος του ιταλικού φασισμού, δημιουργώντας τη μετα-φασιστική Alleanza Nazionale, η οποία απέβαλε τον αντισημιτισμό και φιλοφασισμό του προγόνου της MSI.
Σε ό,τι αφορά τη Lega Nord του Ουμπέρτο Μπόσι, σταδιακά απομακρύνθηκε το σεπαρατιστικό της προφίλ και μετατράπηκε σε ένα λαϊκιστικό κόμμα της ριζοσπαστικής δεξιάς, την αντιμεταναστευτική Lega του Ματέο Σαλβίνι.
Στην περίπτωση του FDI, έχουμε να κάνουμε με ένα κόμμα της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς που δεν έχει κανονικοποιηθεί ακόμα. Βέβαια, προεκλογικά η Μελόνι περιόρισε τις αντιευρωπαϊκές θέσεις της και μετρίασε τη ρητορική περί εθνικής προτεραιότητας. Αναλαμβάνοντας πρωθυπουργός, θα τεθεί εκ των πραγμάτων σε λειτουργία μια διαδικασία θεσμοποίησης και, συνεπώς, προσαρμογής της ίδιας στις απαιτήσεις του ρόλου της.
Ωστόσο, η θεσμική προσαρμογή δεν θα την εμποδίσει να διατηρήσει ξεκάθαρες αποστάσεις από την ευρωπαϊκή ελίτ, συντηρώντας τον ρόλο κάποιου που δεν συμμορφώνεται με τις επιταγές του ευρωπαϊκού κατεστημένου.
Σε αυτό το μονοπάτι η Μελόνι πορεύεται με τον Όρμπαν, στο πλευρό του οποίου στάθηκε εξαιτίας της απόφασης της Ε.Ε. να περιορίσει τη ροή χρημάτων προς την Ουγγαρία, αν στη χώρα δεν αποκατασταθεί το κράτος δικαίου. Η δήλωση της Μελόνι ότι «τα ζητήματα του κράτους δικαίου γίνονται ιδεολογικό όπλο για όσους δεν συμμορφώνονται» δείχνει ότι ο σκληρός πυρήνας των δεξιών λαϊκιστών και ανελεύθερων ηγετών στην Ε.Ε. βρήκε μια νέα συνοδοιπόρο.
Παρακολουθώντας κανείς τη Μελόνι, η ένταση που εκπέμπει ο λόγος της και οι αμφισημίες που δημιουργεί, σε συνδυασμό με κάποια γνωστά μοτίβα από το φασιστικό credo που δήθεν αθώα επαναλαμβάνει η προαλειφόμενη πρωθυπουργός της Ιταλίας, κλείνουν το μάτι όχι μόνο στα απομεινάρια του νεοφασισμού αλλά κυρίως σε όσους τροφοδοτούνται από αντιπάθεια και αγανάκτηση για το κομματικό κατεστημένο. Παρότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ιστορικό déjà vu, το επικοινωνιακό στυλ της Μελόνι μας θυμίζει την πολιτική αφετηρία της που βρίσκεται στο νεοφασιστικό MSI.
Εξάλλου τα Αδέλφια της Ιταλίας έχουν ανοίξει τις αγκάλες τους σε νεοφασίστες από το Fiamma Tricolore του Pino Rauti. Όσο οπορτουνίστρια κι αν αποδειχθεί η Μελόνι, η Ευρώπη δεν μπορεί να αισθάνεται άνετα με την απόφαση των Ιταλών να παραδώσουν τα ηνία της κυβέρνησης στην επικεφαλής ενός κόμματος που επιδέξια ταλαντεύεται μεταξύ νεοφασισμού και μετα-φασισμού.