Όταν κάηκε η Σμύρνη ο παππούς μου ήταν εφτά χρονών παιδί. Οι έφιπποι Τούρκοι στρατιώτες σκότωναν στους δρόμους για αντίποινα όποιον έβρισκαν μπροστά τους, με ότι είχαν πρόχειρο: άλλους τους τουφέκιζαν, άλλους τους μαχαίρωναν κι άλλους τους αποκεφάλιζαν.
«Ο μπαμπάς μου ήταν τυχερός», μου 'λεγε. «Τον κοντύνανε με μια σπαθιά κι ο πόνος του κράτησε μόνο μια στιγμή. Κάποιοι απ' τους γείτονες έκαναν οι δυσμοιροι ώρες να πεθάνουν».
Το κεφάλι του προπάππου μου, του Έκτορα, το κλώτσησαν στο νερό μαζί με πολλά άλλα, οικοδομώντας εν αγνοία τους, δίπλα στ' αποκαΐδια και τα ερείπια, μια υποθαλάσσια μητρόπολη δίπατων κρανίων για ψάρια. Κάποιος μισοσφαγμένος έμπορος της περιοχής, αναγνώρισε τον ανήλικο τότε παππού μου και με τα τελευταία του λόγια συμβούλεψε τον Γιαννάκη να κρυφτεί. «Τρέξε. Μικρός είσαι,τζιέρι μου, τρέξε, μπορεί να σωθείς».
Έσπασε την πόρτα ενός οικογενειακού τάφου και πέρασε τις επόμενες εφτά μέρες πλάι σ' εύπορους σκελετούς. Κάθε δεύτερο βράδυ έβγαινε απ' το μνήμα σαν αναποφάσιστος Λάζαρος και τρύπωνε στα κοντινά, κατεστραμμένα σπίτια ψαχουλεύοντας στα σκοτάδια για κάνα παξιμάδι, κάνα ξηρό καρπό. «Οι σταφίδες μου σώσανε τότε τη ζωή», θυμόταν συχνά, και δε λείψανε ποτέ απ' το σπίτι του.
«Το μαρμαρο ήταν το χειρότερο. Κρύωνε ο κώλος σου όλη νύχτα και το πρωί κινδύνευες να σε καρφώσει ο βήχας σου. Ξέρεις πόσους ζωντανούς ξεθάψαν απ' το βήχα; Τουλάχιστον τους αφήνανε εκεί που τους σκοτώνανε, σε τάφους λιβανισμένους μια φορά κι από χέρι παπά, πλάι σε νεκρούς διαβασμένους».
Την όγδοη μέρα βγήκε απ' τον Άδη μόλις έπεσε ο ήλιος και παίζοντας κρυφτό με τους παλιούς του Τούρκους γειτόνους, βούτηξε στη θάλασσα και σκαρφάλωσε από μιαν άγκυρα σ'ένα γαλλικό που παρακολουθούσε από ασφαλή απόσταση την καταστροφή.
Ήταν εφτά χρονών κι οχτώ ημερών, με τις οχτώ τελευταίες μέρες να βαραίνουν πιο πολύ απ' όλα τα προηγούμενα εφτά του χρόνια. Δεν έμεινε στην πατρίδα του να παλέψει. Ήταν παιδί. Έφυγε από εκεί κυνηγημένος λαθρεπιβάτης κι έφτασε στην Ελλάδα ανεπιθύμητος πρόσφυγας, αλλά ήταν απλώς ένα παιδί.
Και ήθελε να πάει σχολείο.