ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ από αυτά τα κολασμένα ζεστά βράδια της Αθήνας. Οι τελευταίες σταγόνες του Ιουλίου κυλούσαν στα πεζοδρόμια προς τα φρεάτια. Οι μόνοι οργανισμοί που περνάνε καλά στην πόλη με αυτήν τη θερμοκρασία είναι οι τουρίστες και οι κατσαρίδες. Απέφευγα την παλιοκοινωνία ξαπλωμένη στον καναπέ, διχασμένη ανάμεσα σε δύο οθόνες. Στην οθόνη του λάπτοπ έπαιζε το «Ηow to get away with murder» για πολλοστή φορά, στην οθόνη του κινητού μου τσάταρα με ένα άγνωστο, αλλά πολλά υποσχόμενο τσόλι. Τεφατζής και foodstagrammer για πρωτεϊνικά κορμιά.
«Ξέρεις πόσες θερμίδες έχει ένα κουτάλι σπέρμα;» με ρώτησε.
«Της σούπας ή του γλυκού;» απάντησα με ειλικρινή απορία και, μπαμ, σκάει μήνυμα από το 112.
«Επείγουσα ειδοποίηση. Γενική Γραμματεία Προστασίας Τουρισμού. Από αύριο Σάββατο στις 06:00 ισχύει αυστηρός περιορισμός κυκλοφορίας στα Εξάρχεια. Ειδικότερα αγορές οπωροκηπευτικών και άλλων προϊόντων από τη Λαϊκή Καλλιδρομίου επιτρέπονται μόνο με άδεια για εξυπηρέτηση συγκεκριμένων αναγκών η για εργασία. Μείνετε σπίτι μείνετε ασφαλείς».
Πολύ θα το θέλανε να μας κλειδώσουνε μέσα διαπαντός! Για πότε θα ξαναψηφίσουν επιχειρήσεις «Αρετή» και θα μας στείλουν στα camps! Γιατί πια δεν περισσεύει ούτε ξερονήσι για εξορία, καταχωρίσθηκαν όλα επιτυχώς στην πλατφόρμα Αirbnb.
Να σας πάρει ο διάολος! Είχα ξεμείνει από αβοκάντο! Εν τω μεταξύ, το μήνυμα ανέφερε μόνο τη λαϊκή, όχι τα σούπερ μάρκετ. Ήθελα να τους πάρω τηλέφωνο να τους βρίσω! Βρε ερασιτέχνες! Βρε ανορθόγραφοι! Βρε ατζινάβωτα πλάσματα που τόσα χρόνια καλιαρντές και καλιαρντά δεν μάθατε! Πώς μας αφήνετε έτσι μετέωρα εμάς τα λόκαλ υποκείμενα της πόλης; Τώρα που καλόμαθα στα μπραντς με αυγοφέτες αβοκάντο να μου τα στερήσουνε κι αυτά. Τι θα τον ταΐσω τον τεφατζή για πρωινό; Φρουί ζελέ φράουλα;
Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο 112 και να τους πω ότι είμαι τρανς και ότι έχω και χαρτί γιατρού και είναι μεγάλη ανάγκη να κατέβω στη λαϊκή Καλλιδρομίου. Λες να με λυπόντουσαν; Μπα! Θα μου την έκαναν ολική την απαγόρευση από την κακία τους. Πολύ θα το θέλανε να μας κλειδώσουνε μέσα διαπαντός! Για πότε θα ξαναψηφίσουν επιχειρήσεις «Αρετή» και θα μας στείλουν στα camps! Γιατί πια δεν περισσεύει ούτε ξερονήσι για εξορία, καταχωρίσθηκαν όλα επιτυχώς στην πλατφόρμα Αirbnb.
Ήμουν αποφασισμένη να πάω στο σούπερ μάρκετ αψηφώντας, τον κίνδυνο της σύλληψης. Αν με συνελάμβαναν Σάββατο, θα έβγαινα Δευτέρα. Είχα φροντίσει να αφήσω έξτρα τροφή και νερό στο γατί, πότισα τα λουλούδια, γέμισα το νεροπίστολό μου και ήμουν έτοιμη για όλα. Θα έβγαινα Σάββατο πρωί στα Εξάρχεια κόντρα σε νόμους και σε ήθη, και όποιον πάρει ο χάρος!
Διάλεξα ένα διακριτικό στράπλες μίνι τζιν φόρεμα και τα γυαλιά ηλίου μου και βγήκα στην Ερεσού με αυτοπεποίθηση. Ανεβαίνοντας προς την Μπενάκη λαχανιασμένη πάνω στις πλατφόρμες συνάντησα το πρώτο μπλόκο: δύο ψηλοί ξανθοί άτριχοι γαλανομάτηδες με σορτσάκια, καβάλα σε ηλεκτρικά πατίνια, μου έκλεισαν τον δρόμο. Γερμαναράδες θα τους έλεγα με μια πρώτη ματιά. Ο ένας ήταν και μουστακαλού και μπρονζέ από το σολάριουμ.
Δεν είχα ξαναδεί Γερμανίδα κουήρ χίπστερ να περιπολεί τους λοκαλ. Ο άλλος, πιο προβλεπόμενος φαντάρος, πιο προσεκτικός στο στήσιμό του. Η φαντασίωση της φιλενάδας μου της Κάρμεν. Αυτή όχι μόνο θα τον παρακαλούσε αλλά θα τον πλήρωνε κιόλας για να τη συλλάβει.
«Pou pati?» μου λέει η μουστακαλού.
«Πουθενά δεν πάμε», του απαντάω. «Ψάχνω αβοκάντο και δεν θα γυρίσω σπίτι μου αν δεν το βρω».
«Ehete adia?» ρωτάει ο φαντάρος.
«Όχι δεν έχω άδεια, έχω γεμάτα!» του απαντάω και του κλείνω το μάτι, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο ντεκολτέ μου.
«Yohann». Μου συστήνεται. Τον τράβηξα από την τσέπη της βερμούδας και του είπα:
«Βοήθησέ με να βρω αβοκάντο και θα σε γνωρίσω σε μια φίλη μου, θα περάσεις τέλεια μαζί της».
«Esi den mi thelis?»
«Εγώ δεν σε θέλω, αλλά θέλω το αβοκάντο».
«Nein!»
Έπρεπε να παίξω και το τελευταίο μου χαρτί, λίγο δράμα, λίγο τραύμα και μια τζούρα σεξ.
«Γνωρίζεις τι έκαναν οι πρόγονοί σου κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα;» Κάρβουνο ο Yohann.
«Αν ήξερες ποια ήταν η γιαγιά μου, ναζιστικό γουρούνι! Βρομόσπερμα του Αδόλφου! Φτου!»
«Poia itan?»
«Σκάσε! Θέλω να πάρω αβοκάντο! Σε σιχαίνομαι, τ’ ακούς;»
Θα με συνόδευε με το ηλεκτρικό πατίνι μέχρι τη λαϊκή Καλλιδρομίου. Η μουστακαλού δεν έβγαλε κιχ. Φαντάσου τι εγκλήματα θα είχαν κάνει οι πρόγονοί της στην Αθήνα της Κατοχής, που ενώ και παραβίασα την απαγόρευση και της πήρα το τεκνό, δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να με μπουζουριάσει. Μάλλον θα μου την έχει στημένη για την επόμενη φορά.