«Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΠΑΝΙΑ είχε σχέση με τα γεγονότα της ζωής μου», λέει ο κεντρικός ήρωας στο βιβλίο Καναδάς του Ρίτσαρντ Φορντ, ενώ κάνει τον απολογισμό της ζωής του. Ο Φορντ περιγράφει τη συνειδητοποίηση ότι τα πράγματα, καλά ή κακά, έρχονται συχνά από κει που δεν τα περιμένουμε, ενώ εμείς έχουμε το βλέμμα μας εστιασμένο κάπου αλλού. Είναι όλα αυτά τα «καλά, εγώ πού ακριβώς κοιτούσα;», που όλοι, λίγο-πολύ, έχουμε πει στη ζωή μας.
Το ίδιο συμβαίνει και στον δημόσιο βίο με τις συλλογικές μας φοβίες. Η ατάκα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τη Μακεδονία «σε δέκα χρόνια θα το έχουμε ξεχάσει» έμεινε στην ιστορία όχι μόνο γιατί ήταν αληθινή αλλά γιατί συνόψισε το συλλογικό αίσθημα του τζάμπα και εφήμερου φόβου απέναντι σε κάτι που κατά βάθος γνωρίζαμε πως δεν θα μας συνέβαινε.
Ο φόβος για όσα δεν πιστεύουμε στα σοβαρά ότι τελικά θα συμβούν είναι καλοδεχούμενος: λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι είμαστε ασφαλείς. Το νιώθαμε ότι η ισχυρότερη βαλκανική χώρα δεν είχε τίποτε να φοβηθεί από ένα νέο και φτωχό κράτος. Γι’ αυτό και δεν πάψαμε ποτέ να θεωρούμε τους γείτονές μας ανάξιους λόγου: ακόμη και στην κορύφωση του φόβου μας, «κρατίδιο» τους ανεβάζαμε, «κρατίδιο» τους κατεβάζαμε.
Οι πραγματικοί φόβοι είναι συνήθως οι ανομολόγητοι, αυτοί που δεν ακουμπάμε. Δεν κάνουμε πανηγυρτζίδικα συλλαλητήρια με όσα μάς κόβουν την ανάσα. Αυτά που μας ακινητοποιούν τα παραμερίζουμε σιωπηρά και τελικά ορθώνονται μπροστά μας αξεπέραστα, γιατί δεν έχουμε αναμετρηθεί ποτέ μαζί τους.
Η Ελλάδα των συλλαλητηρίων για τις ταυτότητες και τη Μακεδονία δεν βγήκε ποτέ στον δρόμο τρομαγμένη απέναντι στο ενδεχόμενο της χρεοκοπίας. Βρεθήκαμε ξαφνικά να έχουμε το ίδιο νόμισμα με τους Γερμανούς, νιώσαμε το ύψος κάτω από τα πόδια μας, αλλά ανασηκώσαμε τους ώμους. Η οικονομική κρίση, το μεγαλύτερο χτύπημα στη χώρα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μας βρήκε να νομίζουμε ότι είχαμε γίνει ξαφνικά Ολλανδία. «Η αλήθεια σπάνια είχε σχέση με τα γεγονότα της ζωής μας».
Οι πραγματικοί φόβοι είναι συνήθως οι ανομολόγητοι, αυτοί που δεν ακουμπάμε. Δεν κάνουμε πανηγυρτζίδικα συλλαλητήρια με όσα μάς κόβουν την ανάσα. Αυτά που μας ακινητοποιούν τα παραμερίζουμε σιωπηρά και τελικά ορθώνονται μπροστά μας αξεπέραστα, γιατί δεν έχουμε αναμετρηθεί ποτέ μαζί τους.
Παιχνίδι με τον φόβο και εκ του ασφαλούς μπούλινγκ είναι και το καψόνι που έκανε τώρα ο Μητσοτάκης στον αρχιεπίσκοπο Αμερικής. Του έριξε πόρτα, τη διαφήμισε κιόλας στα μέσα ενημέρωσης, γιατί ο Ελπιδοφόρος πήγε σε εκδήλωση με τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Ερσίν Τατάρ. Πού είναι το κακό δεν μας είπε κανείς από την κυβέρνηση.
Η σύγχρονη ιστορία με την Κύπρο είναι γνωστή και γράφτηκε πια: η Ελλάδα και η Κύπρος είχαν υποσχεθεί σε όλους ότι το νησί θα ενωνόταν αν έμπαινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάναμε πίσω, αθετήσαμε τον λόγο μας και εξαπατήσαμε τη διεθνή κοινότητα.
Στο δημοψήφισμα του 2004 οι Τουρκοκύπριοι, στις εκδηλώσεις των οποίων δεν θέλουμε να πηγαίνουμε, είπαν πανηγυρικά «ναι» στην ένωση (65%). Οι Ελληνοκύπριοι, με μελοδραματικό σεγκόντο από την κυβέρνησή τους, είπαν ένα βροντώδες «όχι» (76%). Η ελληνική κυβέρνηση στήριξε το «όχι» διά της απουσίας της.
Ο Ελπιδοφόρος σε τι ακριβώς έφταιξε δηλαδή που ο Καραμανλής, σε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της σύγχρονης ελληνικής διπλωματίας, δεν έβγαινε από το δωμάτιο στο ξενοδοχείο στην τελική φάση της διαπραγμάτευσης, για να μην κάτσει καμία στραβή και προχωρήσει το σχέδιο Ανάν;
Για να μην πούμε επίσης για το κίνητρο με το οποίο ψήφισαν οι Ελληνοκύπριοι, αφού δεν επέλεξαν επί των τεχνικών όρων του σχεδίου αλλά απαξίωσαν τους Βόρειους γείτονές τους ως υπανάπτυκτους και ξένους προς την κουλτούρα τους ‒ οι νεότερες γενιές μάλιστα καταψήφισαν με ακόμη πιο εντυπωσιακά ποσοστά τη λύση.
Αν οι Ελληνοκύπριοι έχουν αυτήν τη σχέση με το βόρειο κομμάτι του νησιού τους, τι να περιμένουμε από τους Έλληνες, που δεν ξέρουμε καλά καλά πού πέφτει η Λάρνακα ή η Αμμόχωστος; Δεν έχουμε βιωματική σχέση με το νησί, αλλά ξαφνικά είμαστε στα πατώματα με τους όρους επίλυσης του Κυπριακού.
Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, να ανταλλάσσουμε τα δωδεκάρια μας στη Εurovision και να κάνουμε άρπα κόλλα face control για το ποιοι πηγαίνουν σε εγκαίνια. Αυτά είναι τα γεγονότα που επιλέγουμε ως σημαίνοντα και η επιλογή μας είναι ένας ευχάριστος αντιπερισπασμός προκειμένου να μην ομολογήσουμε τη δυσάρεστη αλήθεια: η συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους δεν είναι στα χαρτιά των Ελληνοκυπρίων, αντιθέτως η διχοτόμηση είναι προτιμότερη, γι’ αυτό και εδραιώνεται χρόνο με τον χρόνο.
Κάποια στιγμή θα τη δούμε, θα την ομολογήσουμε και ως συνήθως θα αναρωτηθούμε πού ακριβώς κοιτούσαμε όλα αυτά τα χρόνια.