ΚAΠΟΤΕ ΜΕ ΞΕΝΙΖΑΝ οι δημόσιες αναρτήσεις για ιδιωτικές απώλειες. Απορούσα, ύψωνα το φρύδι ή το δάχτυλο της επίκρισης. Έλεγα, το ιδιωτικό πένθος οφείλει να μένει ιδιωτικό, να χωνεύεται βουβά και εν στενώ. Γιατί να βγαίνει στο φως του ψηφιακού φόρουμ; Από αυταρέσκεια, για να μαζέψει συμπάθεια και likes; «Δείτε πώς πονάω εγώ», «δείτε για πόσο λυρισμό είμαι ικανός»;
Είχα καθαρίσει, πίστευα, με αυτόν τον κάθετο διαχωρισμό: τα ιδιωτικά ιδιωτικά και τα δημόσια δημόσια. Ιδίως όταν το επίδικο είναι ο πόνος της απώλειας. Έλα, όμως, που δεν είναι πάντα έτσι απλά τα πράγματα. Έλα που κάποτε αυτές οι βεβαιότητες αποδεικνύονται ρηχές ευκολίες. Η επίκριση έχει κοντά ποδάρια.
Έχω μια αγαπημένη συγγενή εξ αίματος, κυρίως όμως συγγενή ψυχή. Έζησε τη μεγαλύτερη από τις απώλειες πριν από οκτώ χρόνια, την πιο άφατη. Απώλεια που κάνει να σταματάει ο νους. Μια καλοκαιρινή πρωτομηνιά. Κάθε πρωτομηνιά, ενενήντα έξι πρωτομηνιές τώρα, με ένα μικρό ποστ μετράει τον χρόνο. Με λίγες λέξεις, μια φωτογραφία, ένα τραγούδι. Το κοντέρ των πρωτομηνιών τρεμοφέγγει στο ψηφιακό πέλαγος, καντηλάκι σε εικονοστάσι, σαν αυτά που στέκονται βουβά στην άκρη του δρόμου. Τηρεί πιστά ένα δικό της τυπικό, με ευλάβεια θρησκευτική χωρίς θρησκεία, γνέφει στον μακρινό λατρεμένο ταξιδιώτη.
Αυτά τα ποστάκια, οι ιστορίες, τα σχόλια από κάτω, προσθέτουν ψηφίδες στο μωσαϊκό, είναι πλούτος νέος. Γιατί τον θάνατο πάψαμε να τον ζούμε, τον σπρώχνουμε στο σκοτάδι, τον αναθέτουμε, τον εκχωρούμε. Τον αρνούμαστε. Τα εικονοστάσια στο Facebook γίνονται κοιτίδες δημόσιας μνήμης και χαραμάδες να ξεχυθεί το συναίσθημα.
Έπιασα κι εγώ τον εαυτό μου να θέλει να μοιραστεί απώλειες. Είτε ήταν πρόσωπο δημόσιο είτε όχι, θέλουμε κάποτε να πούμε για τα δικά μας αισθήματα και τις δικές του αρετές. Μπορεί να είναι η απώλεια ιδιωτική, αλλά η οφειλή της μνήμης γυρεύει να γίνει δημόσια. Το μοίρασμα είναι λίπασμα για τη μνήμη, μας δυναμώνει για τους μέσα αποχαιρετισμούς, τους πιο ζόρικους. Και σήμερα το μοίρασμα γίνεται και με αγνώστους, αυτή είναι η συνθήκη μας. Ο δημόσιος αποχαιρετισμός, οι λίγες λέξεις, ένα επικήδειο σημείωμα-αναφορά στον εκλιπόντα «ακούγονται» στα κοινωνικά δίκτυα. Αυτή είναι πια η πλατεία και η αγορά μας, το καφενείο του χωριού, η αγρυπνία της παρηγοριάς. Αυτή είναι η γειτονιά, η κοινότητα, ο περίγυρος.
Ιδίως τώρα που η πανδημία μάς απέκλεισε από τις κηδείες, επιβλήθηκε μια παράξενη αναστολή των νεκρικών εθίμων. Αφού πρώτα ο ασθενής απομονώνεται στο νοσοκομείο χωρίς επαφή με την οικογένεια, ακολουθεί η μοναχική, χωρίς αποχαιρετισμό φυγή. Και πώς θα μετάσχει ο περίγυρος στον πόνο, στον θρήνο; Πώς θα στηρίξει τους συγγενείς; Πώς θα εκφράσει τη λύπη, τη συμπόνια;
Αυτά τα ποστάκια, οι ιστορίες, τα σχόλια από κάτω, προσθέτουν ψηφίδες στο μωσαϊκό, είναι πλούτος νέος. Γιατί τον θάνατο πάψαμε να τον ζούμε, τον σπρώχνουμε στο σκοτάδι, τον αναθέτουμε, τον εκχωρούμε. Τον αρνούμαστε. Τα εικονοστάσια στο Facebook γίνονται κοιτίδες δημόσιας μνήμης και χαραμάδες να ξεχυθεί το συναίσθημα. Μικρά ποστάκια της απώλειας προσφέρουν κάποτε ένα ωραίο παιχνίδι του χρόνου: φεύγει, ας πούμε, ο γέροντας πλήρης ημερών και αφήνει ο εγγονός να ταξιδεύει σαν καραβάκι χάρτινο στο Facebook ή στο Instagram η παλιά εικόνα του εικοσάχρονου παππού του. Με φροντισμένο μουστακάκι, μαλλί κατάμαυρο και μάτι να λάμπει, ο 90χρονος νεκρός ταξιδεύει στα σόσιαλ μίντια τσαχπίνης 20χρονος, με λουλούδι στο πέτο.
Συντίθεται μια νέα λαογραφία, ένας κύκλος θρηνητικών εθίμων την εποχή του διαδικτύου. Έχει, φυσικά, και ξινές όψεις. Κείμενα που μιλάνε μόνο για τον γράφοντα με αυτάρεσκο αυτοοικτιρμό, με τον θανόντα σκέτο φόντο. Πάντα υπήρχαν, τώρα ακόμα πιο δημόσια. Και από την άλλη, μοιάζει να χάνεται η ιδιωτικότητα της θλίψης. Αιώνες μοναχικής πρόσληψης του θανάτου γίνονται αστρική σκόνη. Όπως όλη η πληροφορία στα δίκτυα φαίνεται να μην ανήκει σε κανέναν (άρα να ανήκει σε όλους), έτσι φαίνεται να ανήκει σε όλους και το πένθος (άρα σε κανέναν). Γίνεται κι αυτό εικονικά διαδραστικό.
Tην ώρα που εξορίζουμε τον θάνατο από την κανονική μας ζωή, στο διαδίκτυο ο θάνατος κανονικοποιείται, γίνεται μπανάλ ψηφίδα στο χαοτικό παζλ, χιονόμπαλα στη χιονοθύελλα της πληροφορίας. Μπαίνει πάνω από τη σέλφι και κάτω από τη διαφήμιση, τα γενέθλια, το κατοικίδιο. Χάνει τη μοναδικότητά του ο θάνατος του οικείου προσώπου, ένας από τους πολλούς, θα προκαλέσει ελαφρά συμπάθεια ακόμα και στους αγνώστους που θα πατήσουν like.
Ας είναι. Μικρή σημασία έχουν αυτά μπροστά στο μείζον, μπροστά στο μεγάλο κενό. Είτε με ιδιωτικούς θρήνους είτε με δημόσιες εικονικές τελετές, συνεχίζουμε αμήχανοι και ανήμποροι να γνέφουμε στους νεκρούς μας από μακριά. Στον αόρατο θίασο που περνά.