ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ πέθανε ένας πολύ καλός μου φίλος. Ξέρω πως όλοι περιγράφουν αυτούς που φεύγουν σαν κάτι ξεχωριστό, αλλά ο φίλος μου ήταν υπέροχος. Ήταν πολύ νέος και φοβερά λαμπερός, όμορφος και γεμάτος ζωή. Ο θάνατός του μου ήταν αβάσταχτος. Οι μέρες πριν φύγει ήταν θολές, σαν ένας πηχτός, συννεφιασμένος εφιάλτης. Θυμάμαι τη φθαρμένη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στη ΜΕΘ, τα φιστικί σοβατεπί, το μωσαϊκό της αίθουσας αναμονής. Είχα περάσει υπερβολικά πολύ χρόνο παρατηρώντας το πάτωμα.
Εκείνες τις ημέρες μου είχαν ζητήσει να γράψω ένα δοκιμαστικό κείμενο για το site ενός οργανισμού που παρήγε «περιεχόμενο». Τα κείμενα λειτουργούσαν με search engine optimization, δηλαδή υπήρχαν όροι-κλειδιά που έπρεπε να μπουν στο κείμενο για να τα ανακαλύπτει γρηγορότερα η Google. To κείμενο έπρεπε να αποτελείται από πέντε παραγράφους με ξεκάθαρο call to action. «Θα πρέπει να αναφέρετε συγκεκριμένα τοπωνύμια» μου είχε πει η κυρία στο τηλέφωνο. Ήταν ο πέμπτος κατά σειρά χρόνος κρίσης, μέτραγα και το τελευταίο ευρώ για να πάω στο σούπερ-μάρκετ.
Ξαφνικά, υπήρχε παντού πάρα πολύ συναίσθημα. Όλοι ένιωθαν βαθιά και πολύ. Μελό κατεβατά μιλούσαν με συγκίνηση για μια κρέμα ενυδάτωσης. Συντάκτες στέκονταν με δάκρυα στα μάτια πάνω από ένα κουτί με φρυγανιές.
Έγραψα:
Τίτλος: Kαρδίτσα,
Yπότιτλος: Τόπος της φύσης και της παράδοσης
Lead in: Ο προορισμός στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδας που συνδυάζει την παράδοση με τις ομορφιές της ελληνικής φύσης
«Κοντινοί προορισμοί: Γραφικά χωριουδάκια και μια … άγνωστη λουτρόπολη»
Call to action: Ταξιδέψτε στην Καρδίτσα, ένα τόπο χαλάρωσης και ηρεμίας
Φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα νιώθουν οι άνθρωποι που γράφουν τεχνικά εγχειρίδια για αφυγραντήρες. Ήταν σαν να έχω βάλει τις λέξεις σε μπλέντερ για να φτιάξω πουρέ. Tα κείμενα στο site δεν διαβάζονταν, έμοιαζαν με κάτι που θα έγραφε ρομπότ. Ήταν η εποχή που όλοι παπαγάλιζαν ατάκες όπως «content is king» και «native is the future». Δεν ήμασταν πια γραφιάδες αλλά «παραγωγοί περιεχομένου». Τα κείμενα έπρεπε να γίνουν αλγοριθμικοί γρίφοι, φόρμουλες φτιαγμένες για την επιτυχία στα social, οι διαφημίσεις έπρεπε να θυμίζουν κανονικά κείμενα και να προσαρμόζονται στο ψηφιακό περιβάλλον.
Ξαφνικά, υπήρχε παντού πάρα πολύ συναίσθημα. Όλοι ένιωθαν βαθιά και πολύ. Μελό κατεβατά μιλούσαν με συγκίνηση για μια κρέμα ενυδάτωσης. Συντάκτες στέκονταν με δάκρυα στα μάτια πάνω από ένα κουτί με φρυγανιές. «Αφού κάνουν διαφήμιση, μπορούν απλώς να το πούνε “κάνω διαφήμιση”. Γιατί το λένε “δημοσιογραφία” αυτό το πράγμα;» γκρίνιαζε ο φίλος μου ο Πέτρος, αγαπημένη ασχολία του οποίου ήταν να τυραννάει φιλόδοξους interns σε γραφεία δημοσίων σχέσεων.
Η κηδεία του φίλου μου έγινε τέλος Μαΐου, αλλά έκανε φριχτή ζέστη. Φορούσα ένα ζέρσεϊ φόρεμα της μητέρας μου και ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη μου την ώρα που έκλαιγα έξω από την εκκλησία χωρίς λυγμούς, σαστισμένη, σαν να είχα μόλις φάει το μεγαλύτερο χαστούκι του κόσμου.
Τότε συνέβη κάτι παράξενο: άνθρωποι που είχαν δει τον φίλο μου μία φορά έγραψαν κείμενα που έλεγαν πράγματα όπως «Κλαίω από χτες το βράδυ, ήταν πολύτιμος φίλος» και «Δεν τον είχα γνωρίσει, αλλά του είχα δείξει κάποιες φωτογραφίες μου από τη Λατινική Αμερική. Είχε αναγνωρίσει το μοναδικό ταλέντο μου και μου είχε προτείνει να διοργανώσω μια έκθεση». Τότε είχα θυμώσει πολύ, αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω το γιατί.
Τώρα, που έχουν περάσει χρόνια, πιστεύω πως ο θάνατός του δεν ήταν παρά η συγκίνηση της εβδομάδας τους στο Facebook, κάτι σαν το native advertising της ευαισθησίας τους. Ήταν σαν ο κόσμος να είχε γεμίσει με «κάλπηδες», σαν αυτούς που περιέγραφε ο Χόλντεν στον Φύλακα στη Σίκαλη ‒ η προσποίηση στο συναίσθημα είχε γίνει πια δεύτερη φύση τους.
Την επόμενη εβδομάδα μπορεί να έγραφαν μια λυπητερή ιστορία για κάποιο κουταβάκι που είχε παγιδευτεί στις λάσπες μιας νεροποντής («Ένα ασπρόμαυρο μουσουδάκι που πάλευε να επιπλεύσει σε μια θάλασσα λάσπης») ή για κάποια ηρωική τους παρέμβαση σε έναν καβγά στο λεωφορείο μεταξύ κάποιου πρόσφυγα και ενός ρατσιστή («Γιατί, πάνω απ’ όλα, είμαστε καρδιές που χτυπάνε, είμαστε η αλληλεγγύη μας, είμαστε οι ενωμένες μας γροθιές»).
Γράφουμε για να καταλάβουμε τον κόσμο, γράφουμε για να νιώσουμε πως τον ελέγχουμε. Δεν έγραψα ποτέ για τον θάνατο του φίλου μου.
Το Facebook με βομβαρδίζει στο on this day με ανάκατες αναμνήσεις από τη ζωή μας μαζί: φωτογραφίες από την παραλία του Λαυρίου, βραδιές σε μπαρ που δεν υπάρχουν πια, inside jokes για συναυλίες («Ο Pat Metheny δεν είναι μάρκα σαπουνιού, Δέσποινα Τριβόλη»). Στην αρχή με πονούσαν αυτές οι υπενθυμίσεις. Μετά άρχισα να σκέφτομαι τις αναμνήσεις αυτές ως Κinder έκπληξη από το παρελθόν, απρόσμενα ψηφιακά δώρα της ζωής μας μαζί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.