ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ βγω απόψε. Φυσάει κι αυτός ο αθηναϊκός αέρας, που δεν είναι ικανός να δροσίσει ούτε θάλαμο ασανσέρ. Τα μόνα που φέρνει είναι ντουμάνια από μπάφους και τσίκνα από το απέναντι σουβλατζίδικο στη Θεμιστοκλέους. Τόσο γκουρμέ και ακριβό σουβλάκι, και να βρομάει και να ζέχνει; Καλά τα λένε οι βίγκαν μπαχαλοσατανίστριες.
Άσε που άμα βγω και κατηφορίσω προς την πλατεία, θα τον κάνω τον κύκλο αναγκαστικά· καλησπέρα στην καλησπέρα, λαμαρίνα στη λαμαρίνα, θα τρακάρω με τον άλλον. Εγώ, αγάπη μου, δεν έχω κάνει ποτέ φιλική δήλωση με γκόμενο. Και καλά θα κάνει να προσέχει πού κυκλοφορεί. Άμα θέλει καραμπόλα μαζί μου, θα την έχει. Ποιος είναι στην τελική; Ούτε το όνομά του δεν θυμάμαι. Κλάντιο, Κλαούντιο ή μήπως Ντίο; Εύχομαι να έχει ξεμείνει από τον Δεκαπενταύγουστο στο ελεύθερο κάμπινγκ, ξάπλα στην αιώρα με τον φραπέ στο χέρι και την τζιβάνα στο στόμα. Το καλό που του θέλω, μην τυχόν και τον πετύχω να παρκάρει καμαρωτό πάνω στη μηχανή, με το κράνος στον αγκώνα, γιατί θα έχουμε δράματα.
Όσο κι αν έχουν αλλάξει οι δρόμοι στις γειτονιές, όσο κι αν άλλαξα κι εγώ μέσα σε αυτές, δεν δικαιολογούνται τόσα λάθη. «Δεν αλλάξαμε και τόσο πολύ, μωρή Αθήνα».
Μήπως να περιμένω να πάει αργάμιση, να έχουν μαζευτεί και οι τουρίστες με τα παιδιά στα Αirbnb τους. Πρώτα θα βάλω μια λίστα best of Μοσχολιού να παίζει, μια βοτκίτσα να παγώνει, θα κάνω τα αφρόλουτρά μου, θα ισιώσω το μαλλί και θα κατέβω για μια μικρή τσάρκα. Ίσως τρακάρω και τα φιλαράκια μου. Τον Διπρόσωπο, τη La usurpadora, την αναπληρωματική Σταρ Δουργούτι 1996, τον Αντιδήμαρχο και τον λατρεμένο μου Κουταλιανό. Κι άμα δεν τους βρω στα γνωστά στέκια, θα ψάξω να βρω εμένα, κι έτσι ψάχνοντας όλο και σε κάποιο ψαγμένο καφέ μπαρ θα καταλήξω.
Κάτι δεν πάει καλά με τον προσανατολισμό μου σε αυτή την πόλη. Παίρνω λάθος τις στροφές και σπάνια φτάνω στον προορισμό μου. Όσο κι αν έχουν αλλάξει οι δρόμοι στις γειτονιές, όσο κι αν άλλαξα κι εγώ μέσα σε αυτές, δεν δικαιολογούνται τόσα λάθη. «Δεν αλλάξαμε και τόσο πολύ, μωρή Αθήνα».
Δεν μπορεί να φταίνε μόνο τα φτηνά τσιγάρα και τα φεγγάρια, τις νύχτες που κυκλοφορώ χτυπάνε οι καμπάνες στις εκκλησίες, οι λύκοι γρυλίζουν από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών όταν ακούνε το βάδισμά μου και κάθε Σάββατο βράδυ ξημερώνει τη Δευτέρα.
Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη για την οδό και τον αριθμό, όπως δεν είμαι σίγουρη ότι περπατάω στο σωστό πεζοδρόμιο, ότι κουβεντιάζω με τον σωστό άγνωστο άντρα, ότι φοράω το σωστό χαμόγελο και το σωστό βλέμμα, ότι έστειλα το σωστό ηχητικό μήνυμα στον σωστό παραλήπτη και ότι είναι η σωστή ώρα της νύχτας για να πάνε όλα καλά. Ούτε τι θα μου κοστίσει αν κάτι απ’ όλα αυτά δεν είναι σωστό… Ούτε το μίνι φόρεμά μου είναι σωστό. Κι ας είναι second hand, miss sixty, 5 ευρώ!
Το μόνο σωστό είναι το μπρελόκ με τα κλειδιά μου. Ένας σιδερένιος κρίκος που χωράει μέσα μια γροθιά. Και η γροθιά μου είναι πολύ σωστή. Διαθέτει πέντε κόκκινα ακρυτζέλ νύχια, σωστά και αυτά, έτοιμα για επίθεση.
Όσες ρακές και να πιω με τον Κουταλιανό θα καταφέρω να επιστρέψω στο σωστό δυάρι, σε αυτό που με περιμένει το σωστό ασπρόμαυρο γατί, και το κλειδί που κρατάω στο χέρι μου θα ανοίξει μία από τις ελάχιστες πόρτες που δεν χρειάζεται να σπάσω. Επειδή καταφέρνω να την πληρώνω κάθε μήνα.
Κάθε βράδυ που κλειδώνω όλες τις πληρωμένες πόρτες πίσω μου για να μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη ξαγρυπνάω στη σκέψη πως την ίδια στιγμή, κάποια άλλη, κάπου αλλού, περιπλανιέται στον δρόμο κι εύχομαι να περάσει όμορφα το βράδυ της και να έχει το σωστό μπρελόκ με τα σωστά κλειδιά στο χέρι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.