ΕΧΟΝΤΑΣ ΔΙΑΤΡΕΞΕΙ ΑΠΟΨΕΙΣ και σχόλια ενός κόσμου που φαίνεται να δείχνει ενθουσιασμό με την υποψηφιότητα της Άννας Διαμαντοπούλου για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, μένω με μια παράξενη εντύπωση. Πολλοί/-ές αντιλαμβάνονται ως μεταρρυθμιστικό ή και προοδευτικό «σπάσιμο αυγών» κάποια, τουλάχιστον αμφιλεγόμενα αν όχι μάλλον ανατριχιαστικά, πράγματα. Λόγου χάρη:
1. Και άλλη επέκταση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης προς τα άνω ή την εξαήμερη εργασία αντί της τετραήμερης και δίχως μείωση αποδοχών απασχόλησης, που είναι πλέον βασικό σημείο αναφοράς όλων σχεδόν των σοβαρών ερευνών και σχεδίων για τους πολίτες-εργαζόμενους, την οικολογική ανθεκτικότητα και το συλλογικό ευ ζην.
2. Διάφορα μεγαλεπήβολα σχήματα που η κατάληξή τους είναι τελικά κοινωνίες τουριστών και προνομιούχων digital nomads που «ζουν το όνειρό τους» ενώ η πλειοψηφία των κατοίκων στις περισσότερες γειτονιές βιώνει υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής της.
Θεωρούν κουλτούρα αριστείας την εμπέδωση του ανταγωνιστικού-ωφελιμιστικού πνεύματος προσοντοθηρίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, μαγεμένοι από τα ψηφιακά νηπιαγωγεία και τις υπόλοιπες εκδοχές μιας εκπαίδευσης στην υπηρεσία των λογισμικών.
3. Κάθε είδους φορολογική και χωροταξική διευκόλυνση των εταιρειών της Big Tech ή των real estate εξαγορών και εξευγενισμών. Χαιρετίζεται η λεγόμενη «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» χωρίς προηγουμένως να έχει ληφθεί κάποια ουσιαστική μέριμνα για τα πνευματικά δικαιώματα και την εξασφάλισή τους, για τις θέσεις εργασίας και το ύψος των μισθών αλλά και για τους υπαρξιακούς, ψυχολογικούς και πολιτισμικούς κινδύνους που φέρει μαζί της η απερίσκεπτη εισαγωγή της Τεχνητής Νοημοσύνης (στην εκπαίδευση, στη δημοσιογραφία και αλλού).
4. Θεωρούν κουλτούρα αριστείας την εμπέδωση του ανταγωνιστικού-ωφελιμιστικού πνεύματος προσοντοθηρίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, μαγεμένοι από τα ψηφιακά νηπιαγωγεία και τις υπόλοιπες εκδοχές μιας εκπαίδευσης στην υπηρεσία των λογισμικών.
5. Έχουν σαφή προτίμηση για ένα συρρικνωμένο και «στοχευμένο» κοινωνικό κράτος ως μεικτό σχήμα δημόσιου-ιδιωτικού με επωφελούμενους και μαθητευόμενους/επανακαταρτιζόμενους ή επιδοτούμενους, όχι με πρόσωπα τα οποία διαθέτουν ηθική ακεραιότητα και εργασιακή αξιοπρέπεια. Η εμφύτευση ιδιωτικοοικονομικών μεθόδων μάνατζμεντ σε κάθε δημόσιο θεσμό επιδοκιμάζεται ως χειραφέτηση από τη φθαρμένη δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία. Η εργοδοτική αυθαιρεσία και το όνειδος των ταπεινωτικών σχέσεων εξάρτησης δεν προκαλούν κανέναν αποτροπιασμό.
6. Εκφράζουν σχεδόν πάντα απέχθεια για κάθε συνδικαλιστική ή όποια άλλη οργανωμένη έκφραση διεκδίκησης. Έχοντας ως δικαιολογία τις πραγματικά διεφθαρμένες πελατειακές/συντεχνιακές πρακτικές ενός ορισμένου συνδικαλισμού της Μεταπολίτευσης, συμπεραίνουν πως η κοινωνική ειρήνη προκύπτει μόνο από μια διαρκή υποχρέωση… συναίνεσης του πολίτη σε κυβερνητικές αποφάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες. Απορρίπτοντας κάποια αντιδημοκρατικά παραπροϊόντα της κινηματικής κουλτούρας, έχουν φτάσει στην ξινή περιφρόνηση για κάθε έκφραση κινημάτων και «εξωθεσμικής» κοινωνικής ενεργοποίησης.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να δει κανείς πως βρίσκονται στους αντίποδες μιας πραγματικής σκέψης για τις κρίσεις της εποχής μας. Μοιάζουν περισσότερο με επιβιώσεις και παραλλαγές στο τέλος του εικοστού αιώνα και στις αυταπάτες μιας ευεργετικής για όλους φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Δεν έχουν σχέση με μια νέα δημόσια φιλοσοφία για το κοινό καλό, ούτε συνδέονται με τα επείγοντα της ριζοσπαστικής αναθεώρησης του μοντέλου κοινωνικής ευημερίας. Σπεύδουν απλώς να αναβιώσουν στη φαντασία τους τις ευκαιρίες, τη γλώσσα και τα σύμβολα μιας εξιδανικευμένης «χρυσής εποχής».
Το 2024, ωστόσο, δεν χρειαζόμαστε έναν επαναφορτισμένο «μπλερισμό», ούτε τις ρητορικές υποσχέσεις των ‘90s. Αν η δεκαετία της μνημονιακής χρεοκοπίας και έπειτα τα χρόνια της συριζαϊκής διακυβέρνησης έφεραν μαζί τους τα δικά τους ηθικά και πολιτικά τραύματα, η «μητσοτακική» υβριδική κεντροδεξιά δοκιμάζει πλέον κάτι άλλο: να δεσμεύσει εκ προοιμίου το πεδίο της διακυβέρνησης προωθώντας ομοιόμορφες πολιτικές και συγγενή μέχρι ταυτίσεως προγράμματα. Πώς; Παίζοντας πάντα με το φετίχ μιας μεγεθυμένης μεσαίας τάξης, με τα συναισθήματα πικρίας και θυμού από πράξεις και λόγια μέσα στην ελληνική αριστερά, με την κόπωση πολλών πολιτών από τις λυρικές μεγαλοστομίες που δεν βοήθησαν πολιτικά μια δικαιότερη και πιο ανθρώπινη ζωή. Έτσι, ο λεγόμενος σοβαρός κεντρώος τεχνοκρατικός λόγος εμφανίζεται ως μοναδικός λόγος κυβερνησιμότητας. Εκμεταλλεύεται τις ανεπάρκειες, τις αποτυχίες, την ιδεολογική ατροφία και τα τοξικά πρόσωπα που συναντάμε σε διάφορες τοποθεσίες της κεντροαριστεράς και της αριστεράς.
Παρά την ανανεωτική φιλοδοξία του, ωστόσο, αυτός ο κεντρώος τεχνοκρατικός παραινετικός λόγος εκφράζει απλώς μια συμμαχία συντηρητικών προνομίων της θέσης, της γνώσης και του πλούτου. Είναι μια φιλοσοφία για υψηλούς αξιωματούχους του κράτους, επιτελείς του επιχειρείν και την ανώτερη, παγκοσμιοποιημένη μερίδα της μεσαίας τάξης και των seniors. Η πιο κεντροαριστερή του έκφανση έχει κάποιες πολιτισμικές και πολιτικές διαφορές από τη φιλελεύθερη δεξιά, όχι όμως τόσες ώστε να δικαιολογείται η αυτόνομη πολιτική έκφραση μιας τέτοιας τεχνοκρατικής συνιστώσας. Όσο, ωστόσο, δεν δημιουργείται μια άλλη διανοητική και κοινωνική συμμαχία, ένα αντίπαλο μέτωπο με τη δική του, αυτόνομη λογική διακυβέρνησης (πέρα από τη συντηρητική «κυβερνησιμότητα»), τόσο θα επανακάμπτουν εξαντλημένα σχήματα ιδεολογίας και οι φυσιογνωμίες που τα ενσαρκώνουν. Και εδώ κάπου βρισκόμαστε σήμερα, με την αμηχανία, την παραζάλη και τις αναβιώσεις, κυρίως όμως με τη συνδρομή του φόβου για το χειρότερο. Και ο φόβος για το χειρότερο είναι ο αιώνιος ψυχολογικός ρυθμιστής μιας κοινωνίας μετριασμένων και ηττημένων προσδοκιών.