Στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας υπάρχουν ακόμη κάποια εμβληματικά οικοδομήματα, τα οποία, αν και παραδομένα στη φθορά του χρόνου, συναπαρτίζουν ένα ανεκτίμητο κτιριακό απόθεμα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η νεοκλασική κατοικία στη συμβολή των οδών Σωκράτους και Θεάτρου, πίσω από τη Βαρβάκειο Αγορά. Εδώ και πολλά χρόνια στο υπόγειο αυτού του ακατοίκητου κτιρίου λειτουργεί η παλαιότερη ταβέρνα της πόλης, το ξακουστό Δίπορτο.
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε η είδηση ότι το ιστορικό καπηλειό οδεύει προς κλείσιμο. Τελικά, τι ισχύει; Πουλήθηκε το κτίριο σε ξένους επενδυτές; Το αγαπημένο μαγειρείο της Αθήνας θα βάλει λουκέτο στα επόμενα ένα-δύο χρόνια; Αναζητήσαμε τον κ. Χρήστο Μαργαρίτη, συνιδιοκτήτη του διώροφου αστικού κτιρίου (ανήκει στον ίδιο και στον αδερφό του, Αιμίλιο) για να μας πει ποια είναι η αλήθεια. Η τόνωση του τουριστικού ρεύματος στην Αθήνα έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον αστικό ιστό, και τα εγκαταλελειμμένα κτίρια μπαίνουν πολλές φορές στο στόχαστρο, με κύριο σκοπό την ανάπλαση και τον εξευγενισμό διαφόρων περιοχών.
Στο ραντεβού μας ο κ. Μαργαρίτης καταφθάνει κρατώντας την προσεγμένη έκδοση του Μουσείου Μπενάκη με τίτλο «Στο Γεράνι. Γωνία Θεάτρου 2 και Σωκράτους 9» που έχει γράψει η ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη. Ουσιαστικά, το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας τους προκειμένου να συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και με την ενδελεχή έρευνα για την αρχιτεκτονική ανάδειξη του κτιρίου να βρει τη θέση που του αξίζει στην αθηναϊκή ιστοριογραφία.
Για μένα, το ιδανικό θα ήταν να βρούμε έναν φορέα που να σεβαστεί το οίκημα και να το αναδείξει όπως αρμόζει στην πολυετή ιστορία του. Προσωπική μου επιθυμία είναι το οικοδόμημα αυτό κάποια στιγμή να μετατραπεί σε μια κιβωτό πολιτισμού, φιλοξενώντας μουσειακούς χώρους με διακεκριμένες συλλογές, ενώ το υπόγειο να εξακολουθήσει να διατηρεί την απαρχής χρήση του.
Ο κ. Μαργαρίτης μού εξιστορεί πώς ξεκίνησαν όλα: «Το σπίτι της οδού Θεάτρου χτίστηκε σε οικόπεδο που ανήκε αρχικά στον Γεώργιο Σταύρου, ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας. Μετά τον θάνατό του, το 1869, άφησε γενικό κληρονόμο τη φίλτατη ανιψιά του Φαιναρέτη Φούγκα. Μετά από κάποιες αγοραπωλησίες, το οικόπεδο επί των οδών Θεάτρου και Σωκράτους καταλήγει –το 1885– στον Φώτη Λιάκο, εύπορο γαιοκτήμονα από τα Καλύβια Χασιάς, που αργότερα έγινε δήμαρχος Ασπροπύργου.
Το 1907 το οικόπεδο αυτό μεταβιβάζεται στην κόρη του Καλομοίρα ως προικώο για τον γάμο της με τον Χρήστο Μαργαρίτη, απόφοιτο Νομικής και στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής η οικογένεια του παππού μου παραχώρησε δύο από τα μεγάλα δωμάτια του πρώτου ορόφου σε δύο προσφυγικές οικογένειες που παρέμειναν εκεί τρία χρόνια. Στη συνέχεια, η οικογένειά μας έζησε στο σπίτι αυτό έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Μάλιστα, ο αδερφός μου κι εγώ γεννηθήκαμε σε αυτό το σπίτι και περάσαμε εκεί ένα τμήμα των παιδικών μας χρόνων, τη δεκαετία του ‘50».
Το κτίριο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα διώροφης κατοικίας των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, με καταστήματα στο ισόγειο και κατοικία στον όροφο. Σύμφωνα με το συμβόλαιο του 1913, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα ο παππούς του, Χρήστος Μαργαρίτης, είχε νοικιάσει στον Σπ. Μιχαλόπουλο τον υπόγειο χώρο «προς αποκλειστική χρήση οινοπωλείου αντί μηνιαίου μισθώματος δραχμών πεντήκοντα πέντε».
Σύμφωνα με την έρευνα της κ. Καρδαμίτση-Αδάμη, η νεοκλασική κατοικία πιθανολογείται ότι είναι έργο του διάσημου αρχιτέκτονα Έρνεστ Τσίλερ ή κάποιου μαθητή του. Ο συνδυασμός γύψινων και ζωγραφικών στοιχείων που κυριαρχούν στο κτίριο αποδίδεται στον Τσίλερ, ωστόσο χωρίς να μπορεί κάποιος να το τεκμηριώσει με βεβαιότητα. Αυτό που ενισχύει, όμως, την άποψη αυτή είναι ότι η οικογένεια του κ. Μαργαρίτη διατηρούσε κοινωνικές σχέσεις με τον γνωστό αρχιτέκτονα.
Η κυρίως κατοικία αποτελείται από έξι δωμάτια, μαγειρείο και χώρο υγιεινής. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι όλοι οι χώροι επικοινωνούν μεταξύ τους κυκλικά, κατά το πρότυπο των hotels prives της Γαλλίας. Καθώς περνάμε το κατώφλι της εγκαταλελειμμένης κατοικίας παρατηρώ ότι η οροφογραφία στον χώρο υποδοχής του πρώτου ορόφου διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ οι υπόλοιπες είναι φανερό ότι έχουν επηρεαστεί από τον χρόνο αλλά και την παραποίηση από προηγούμενες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις.
Στη συνέχεια, ο κ. Μαργαρίτης στέκεται στα κιγκλιδώματα από χυτοσίδηρο των δύο εξωστών αλλά και στους κλειδόλιθους με ανάγλυφη κεφαλή του Ερμή που είναι τοποθετημένοι στις θύρες του κτιρίου, κάποιοι εκ των οποίων δυστυχώς, όπως με ενημερώνει, έχουν κλαπεί. «Αξίζει να επισημάνουμε ότι τα κιγκλιδώματα της οικίας κατασκευάστηκαν σ’ ένα από τα καλά χυτήρια-μηχανουργεία τα οποία εκτελούσαν κυρίως σχέδια του ίδιου του Τσίλερ», προσθέτει.
Το συγκεκριμένο κτίριο έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο από τη δεκαετία του 1980. Ο κ. Μαργαρίτης μού θυμίζει ότι: «Στον πρώτο όροφο λειτουργούσε για πολλά χρόνια μια βιοτεχνία που κατασκεύαζε τις φωτεινές επιγραφές Νέον. Μέχρι πρότινος που καθαρίζαμε ανακαλύπταμε αντικείμενα μεγάλης αξίας, αφού ήταν ο βασικός προμηθευτής της Εμπορικής Τράπεζας. Δυστυχώς, ένα μέρος από αυτά έχει εξαφανιστεί πιθανόν από ληστές που είχαν μπει στο κτίριο. Μετέπειτα, δεν νοικιάσαμε ποτέ τον όροφο, παρά μόνο τους χώρους του ισογείου, στους οποίους λειτουργούσαν μαγαζιά πώλησης και αποθήκης ελιών, που ενοικιάζονταν από τον Λιδωρίκη και τους αδελφούς Ρέκουνα».
Καθώς μπαίνω στο εμβληματικό υπόγειο κυριαρχούν οι απίστευτες μυρωδιές που αναδύονται από τη μικροσκοπική κουζίνα του κυρ-Μήτσου. Το μενού σήμερα έχει φασολάδα, ρεβίθια, φάβα και σαρδέλες. Σύμφωνα με την παράδοση, το Δίπορτο πήρε το όνομά του από τις δύο πόρτες του στην οδό Θεάτρου και στην οδό Σωκράτους. Ο κυρ-Μήτσος, κατά κόσμον Δημήτρης Κολιολιός, ήταν ο παραγιός του πρώην ιδιοκτήτη και, όπως μου λέει, τα έχει αφήσει όλα όπως ήταν το 1958 που ανέλαβε τη διαχείριση του μαγαζιού: το τσιμεντένιο πάτωμα, τα λιγοστά ξύλινα τραπέζια, τις ψάθινες καρέκλες και τα φθαρμένα βαρέλια, τις χάλκινες κούπες κρασιού, τον μαρμάρινο νεροχύτη, το μαντεμένιο ντουλάπι και το ψυγείο Ιζόλα, τη λαδόκολλα αντί για τραπεζομάντιλο, τα κομμάτια χαρτιού αντί για χαρτοπετσέτες, και φυσικά τα καλομαγειρεμένα, μέσα στην απλότητά τους, φαγητά.
Σήμερα, το Δίπορτο κατακλύζεται από τουρίστες, ενώ φιγουράρει στους μεγαλύτερους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Παραμένει ένα ξεχωριστό γαστρονομικό καταφύγιο που το συνοδεύουν αστικοί μύθοι, όπως εκείνος που λέει ότι αυτή είναι η «υπόγεια ταβέρνα» στην οποία αναφέρεται ο Βάρναλης στους «Μοιραίους» του («Μες την υπόγεια την ταβέρνα / μες σε καπνούς και σε βρισιές / (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα) / όλη η παρέα πίναμε εψές...»).
Πολλοί από τους πελάτες ρωτούν αν ισχύει η πληροφορία περί κλεισίματος της ταβέρνας και πώλησης του κτιρίου. Ο κ. Μαργαρίτης με αυστηρό ύφος αποσαφηνίζει: «Αρχικά, αν ήταν να πουληθεί το κτίριο, ο πρώτος που θα το μάθαινε είναι ο Μήτσος, ως ενοικιαστής του υπογείου. Προφανώς και κάποια στιγμή θα πουληθεί, αλλά αυτό, μέχρι στιγμής, δεν έχει συμβεί. Ειλικρινά, δεν μπορώ να γνωρίζω πώς και γιατί ξεκίνησε αυτή η παραφιλολογία, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πώληση. Ίσως να έγινε κάποιου είδους παρανόηση, διαφορετικά δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση. Πάντως, ο Μήτσος, ας μην ανησυχούν οι ενδιαφερόμενοι, θα συνεχίσει να μας σερβίρει τα γευστικά πιάτα του μέχρις ότου εκείνος το επιθυμεί. Επίσης, είναι αστείο ότι γράφτηκε πως του έχει δοθεί χρονικό περιθώριο (να ξεκαθαρίσουμε για άλλη μια φορά ότι είναι ο ενοικιαστής και όχι ο ιδιοκτήτης του Δίπορτου) να αποχωρήσει μέσα στα επόμενα ένα με δύο χρόνια. Ξέρετε πολλούς επενδυτές που να είναι τόσο γενναιόδωροι, δίνοντας τέτοια άνεση χρόνου; Νομίζω ότι δημιουργήθηκε τόσος ντόρος άνευ λόγου και αιτίας».
Στο σημείο αυτό τού επισημαίνω ότι το τελευταίο διάστημα πολλοί επενδυτές «φλερτάρουν» με το ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, φιλοδοξώντας να υλοποιήσουν μεγάλα project σε εμβληματικά ακίνητα. Άραγε, έχει γίνει αποδέκτης αιτημάτων για αγορά; «Μα φυσικά. Το διπλανό κτίριο επί της οδού Θεάτρου κάποτε ανήκε και αυτό στην οικογένειά μας, αλλά πλέον έχει αλλάξει χέρια και έχει αγοραστεί από Ισραηλινούς. Μας είχαν ζητήσει λοιπόν να αγοράσουν και το δικό μας, προκειμένου να προχωρήσουν σε μια συνολική αξιοποίηση, αλλά ούτε αυτή η πρόταση είχε θετική εξέλιξη.
Παράλληλα, μεγάλα μεσιτικά γραφεία έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους, όπως και διάφορα ξένα funds, τα οποία έχουν καταθέσει συγκεκριμένες προσφορές. Ωστόσο, δεν έχει ευοδωθεί καμία απολύτως διαδικασία αγοραπωλησίας του κτιρίου. Μπορεί να έχει ζήτηση το συγκεκριμένο κτίριο, αλλά καμία από τις προσφορές δεν καλύπτει τις απαιτήσεις όσον αφορά την αξιοποίησή του. Και δεν σας κρύβω ότι το γεγονός πως έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο επιφέρει πολλαπλά εμπόδια και ακολουθείται από γραφειοκρατικές και τεχνικές δυσκολίες. Δεν μπορείς να αποκλίνεις από εκείνα που προβλέπει η νομοθεσία, με αποτέλεσμα να μην πωλούνται εύκολα επειδή η αποκατάσταση ενός τέτοιου κτιρίου μπορεί τελικά να αποδειχθεί μια μακροπρόθεσμη ή και μη συμφέρουσα επένδυση. Συγχρόνως, από την πλευρά της η πολιτεία δεν στέκεται αρωγός και επιδεικνύει πρωτοφανή αδιαφορία όσον αφορά τον κτιριακό μας πλούτο».
Κλείνοντας, υποστηρίζει: «Για μένα, το ιδανικό θα ήταν να βρούμε έναν φορέα που να σεβαστεί το οίκημα και να το αναδείξει όπως αρμόζει στην πολυετή ιστορία του. Προσωπική μου επιθυμία είναι το οικοδόμημα αυτό να μπορούσε κάποια στιγμή να μετατραπεί σε μια κιβωτό πολιτισμού, φιλοξενώντας μουσειακούς χώρους με διακεκριμένες συλλογές, ενώ το υπόγειο να εξακολουθήσει να διατηρεί την απαρχής χρήση του».
Αφήνοντας πίσω το εμβληματικό κτίριο σκέφτομαι ότι υπάρχει ένας κτιριακός πλούτος που συνδέει το χθες με το σήμερα και δίνει τη δυνατότητα στους Αθηναίους να έρθουν σε επαφή με αφηγήσεις του παρελθόντος καθώς και με την ιστορία της πόλης όπου κατοικούν. Ας ελπίσουμε ότι το Δίπορτο θα συνεχίσει να ξεχωρίζει ως ένα σημαντικό τοπόσημο και το οίκημα, με την κατάλληλη αξιοποίησή του, θα επιβιώσει, ως συνώνυμο της διαχρονικής αξίας και της αισθητικής της πόλης.
Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν από την έκδοση του βιβλίου παραχωρήθηκαν με την άδεια του κ. Χρήστου Μαργαρίτη και της συγγραφέως, Μάρως Καρδαμίτση – Αδάμη.