ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ να μετατρέψει πέντε μεγάλα μουσεία (Εθνικό Αρχαιολογικό, Ηρακλείου, Θεσσαλονίκης, Βυζαντινό και Βυζαντινού Πολιτισμού) σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με το επιχείρημα ότι έτσι θα έχουν μεγαλύτερη αυτονομία στη διοίκησή τους και θα δουν αύξηση των πόρων τους από εισιτήρια, πωλητήρια και χορηγίες έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον πρωθυπουργό.
Η διαφωνία 487 ειδικών από την Ελλάδα και το εξωτερικό όσον αφορά την αποκοπή των μεγάλων μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και η έκκλησή τους να ενισχυθούν με προσωπικό, οικονομικούς πόρους και τεχνογνωσία απαντήθηκαν από θιασώτες του μέτρου.
Κατά τον Νίκο Παπανδρέου («Τα Νέα», 5.6), ξαφνικά τα μουσεία θα γίνουν πιο λειτουργικά και θα λύνουν τα προβλήματά τους, απαλλάσσοντας το υπουργείο και από χρονοβόρες λειτουργικές λεπτομέρειες. Ο Αντώνης Καμάρας («Καθημερινή», 26.5) ψέγει «την έωλη επιχειρηµατολογία των πολέµιων της απόφασης» και αναρωτιέται: «Αν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ήταν διοικητικά αυτόνοµο και είχε ένα Δ.Σ. που να αποτελείται από κορυφαίες προσωπικότητες της Ελλάδας και της διασποράς, όντας ο σηµαντικότερος θεµατοφύλακας της κλασικής κληρονοµιάς, δεν θα είχε προικοδοτηθεί µε µερικές εκατοντάδες εκατοµµύρια ευρώ από την ευεργεσία;».
Ας δούμε τα δεδομένα με νηφαλιότητα. Ο διεθνής ανταγωνισμός πολιτιστικών ιδρυμάτων για δωρεές είναι αμείλικτος· δεν αρκεί ένα Δ.Σ. για να ανοίξουν οι κρουνοί των τραπεζικών καταθέσεων και να αρχίσει να βρέχει δολάρια. Χρειάζεται επαγγελματικό κυνήγι χορηγιών (fundraising). Οι αμοιβές όσων το κάνουν κυμαίνονται από εκατό ως πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια τον χρόνο.
Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, με υψηλό εισιτήριο, μεγάλη επισκεψιμότητα και πρόσβαση στους πλουσιότερους χορηγούς στον κόσμο, έχει έλλειμμα 150 εκατ. δολάρια και σχεδιάζει την πώληση μέρους των συλλογών του. Προϋπόθεση για δωρεές από ομογενείς είναι ο αποδέκτης της δωρεάς να αναγνωρίζεται ως κοινωφελής οργανισμός στη χώρα κατοικίας του ομογενούς. Μετά την ένταξη των ομογενών στις νέες χώρες κατοικίας τους, η δεύτερη και η τρίτη γενιά της διασποράς προτιμούν δωρεές σε αυτές και δεν εμπιστεύονται ελληνικούς οργανισμούς, είτε δημόσιους είτε ιδιωτικούς.
Αλλαγή στο καθεστώς πέντε μουσείων δεν είναι η μαγική φράση «σουσάμι άνοιξε», που θα δώσει στα μουσεία την πρόσβαση σε κρυμμένους θησαυρούς. Αντίθετα, θα επιτείνει τον ανταγωνισμό για την εξασφάλιση χορηγιών κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Η αυτονομία των μουσείων που θα γίνουν ΝΠΔΔ είναι αυτονομία αλά ελληνικά. Ας δούμε τι προβλέπει ο νόμος 3711/2008 για το Μουσείο Ακρόπολης, που είναι ΝΠΔΔ. Το διοικητικό του συμβούλιο και ο προϊστάμενος της γενικής διεύθυνσης διορίζονται από τον εκάστοτε υπουργό Πολιτισμού (άρθρα 6 και 9).
Σύμφωνα με το άρθρο 8, «το Δ.Σ. είναι αρμόδιο για την υλοποίηση της πολιτικής του Μουσείου, στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας, του οργανισμού του και της πολιτικής που χαράσσεται από το υπουργείο Πολιτισμού»· αυτή η ευέλικτη διατύπωση επιτρέπει κάθε είδους παρεμβάσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 4.3, «με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού μπορεί να καθορίζεται ποσοστό επί των εσόδων του μουσείου υπέρ του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων»: απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα.
Ενώ τα δήθεν πλεονεκτήματα του ΝΠΔΔ δεν υπάρχουν, τα μειονεκτήματα είναι απτά. Οι δωρεές έρχονται με ένα τίμημα: την επιρροή που ασκεί ο χορηγός στην πολιτική του μουσείου. Αυτό μπορεί να μην είναι σημαντικό σε ιδιωτικές συλλογές χωρίς σύνδεση με την ιστορία και την παράδοση μιας χώρας, αλλά σε μια χώρα της οποίας η ταυτότητα και αυτοπροβολή στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτιστική της κληρονομιά και στα αρχαία μνημεία, ιδιωτικές παρεμβάσεις στο δημόσιο μουσείο ενέχουν κινδύνους.
Είναι αθέμιτο ιδιώτες χορηγοί να χρησιμοποιούν το δημόσιο μουσείο για την προώθηση των δικών τους οραμάτων, ιδεών ή ιδεοληψιών. Δεν ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας το ενδεχόμενο κάποιος μεγαλοχορηγός να θεωρήσει ότι η μετακλασική εποχή δεν αποτελεί άξιο λόγου, μνήμης και προβολής κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και να υποβαθμίσει την παρουσία της στα χρηματοδοτούμενα μουσεία.
Η αναπόφευκτη και καθόλου αμελητέα συνέπεια που θα έχει η ιδιαίτερη μεταχείριση πέντε μουσείων είναι η δημιουργία μουσείων δύο ταχυτήτων. Εκείνα που θα είναι ΝΠΔΔ, εκτός από τα δικά τους έσοδα, θα δέχονται επιχορηγήσεις για τις λειτουργικές τους ανάγκες από το ΥΠ.ΠΟ.
Αναπόφευκτα, τα ποσά που θα διατίθενται από τον ούτως ή άλλως περιορισμένο προϋπολογισμό του ΥΠ.ΠΟ. για τις ανάγκες των προνομιούχων μουσείων θα τα στερούνται τα επαρχιακά μουσεία, που τις τελευταίες δεκαετίες, κάτω από δύσκολες συνθήκες, έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά στην επανέκθεση και διδακτική παρουσίαση των εκθεμάτων τους (π.χ. τα μουσεία Θηβών, Πατρών, Θάσου, Λήμνου, Μυτιλήνης και Ιωαννίνων).
Τα πέντε μεγάλα μουσεία που δεν είναι ΝΠΔΔ δεν υστερούν του Μουσείου Ακρόπολης σε εκθέσεις, εξωστρέφεια και διαρκή αύξηση των επισκεπτών τους. Το πρόβλημα δεν είναι το νομικό τους καθεστώς. Όλα τα μουσεία, όχι μόνο πέντε, χρειάζονται ευελιξία σε διοικητικά θέματα, αυτονομία στη διαχείριση των πωλητηρίων και κυλικείων –που σημειωτέον τα διαχειρίζεται ένα ΝΠΔΔ, το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων– και, κυρίως, μορφές διοίκησης που προσιδιάζουν σε αυτό που είναι πρώτιστα, δηλαδή επιστημονικοί οργανισμοί.
Η ύπαρξη εξωτερικών συμβουλίων, επιλεγμένων από τα ίδια και όχι από το ΥΠ.ΠΟ, με συμμετοχή επιστημόνων, πολιτιστικών παραγόντων και μελών της τοπικής αυτοδιοίκησης –συμβουλίων που κρίνουν, χωρίς να ελέγχουν και δίνουν ιδέες χωρίς να αποφασίζουν–, μπορεί να συμβάλει στην εξωστρέφεια και τη διαρκή προσαρμογή των μουσείων στα δεδομένα της επιστήμης και τις ανάγκες της κοινωνίας.
Αλλαγή στο καθεστώς πέντε μουσείων δεν είναι η μαγική φράση «σουσάμι άνοιξε», που θα δώσει στα μουσεία την πρόσβαση σε κρυμμένους θησαυρούς. Αντίθετα, θα επιτείνει τον ανταγωνισμό για την εξασφάλιση χορηγιών κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Το χειρότερο είναι ότι το ΥΠ.ΠΟ. συνεχίζει μια πολιτική αποσπασματικής αντιμετώπισης ενός πλέγματος συνδεδεμένων θεμάτων, που περιλαμβάνει την αρχαιολογική εκπαίδευση, τη στελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με κριτήρια επιστημονικού οργανισμού και τη μελέτη, συντήρηση και προβολή των αρχαιοτήτων.