ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ που δεν νιώθεις ακριβώς τα πάντα να βαραίνουν πάνω σου. Που γίνεσαι κάτι που ρέει. Μπορεί τα πράγματα να ’ναι έτσι, να ’ναι κι αλλιώς. Δεν πολυνοιάζεσαι.
Συμβαίνει αυτό στους αναγνώστες. Την ώρα που διαβάζουν έχουν το προνόμιο να είναι και να μην είναι. Να υποφέρουν μαζί μ’ αυτούς που υποφέρουν και ταυτόχρονα να απολαμβάνουν τις ηδονές της θέασης μες στο μυαλό των άλλων.
Επειδή η ανάγνωση είναι κάτι που δεν χρειάζεται δικαιολόγηση, ας μην παρεξηγηθώ. Δεν προσπαθώ να εξηγήσω γιατί διαβάζουμε. Ούτε που ξέρω. Μα δεν με νοιάζει κιόλας, τόσο ωραίο που είναι. Έχω σημειώσει όμως τρεις νοσηρές απαιτήσεις, απ’ τις οποίες μας γλιτώνει το διάβασμα.
Μέσα σ’ αυτό το ασφαλές, ήσυχο κουκούλι των βιβλίων μπορείς να αφεθείς και να πεις, χωρίς να σε κρίνουν, ότι δεν έχεις σιγουριές, ότι φοβάσαι, ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται, ότι έχεις χαθεί. Εκεί έχεις την άδεια να νιώθεις.
1. «Να μην είσαι ο εαυτός σου». Δεν θέλω να είμαι ο εαυτός μου όλη την ώρα. Καταρχάς, δεν είμαι σίγουρη ποιος ακριβώς είναι αυτός ο εαυτός. Αλλάζει. Επίσης, με βαριέμαι. Μερικές φορές θέλω να μην είμαι τίποτα. Να ’μαι ένα μάτι πάνω στις γραμμές, που παρακολουθεί τους άλλους ανενόχλητα. Που μπαίνει μες στα σπίτια τους, ξέρει τα έπιπλά τους, τις πιο μύχιες σκέψεις τους, πώς κάνουν σεξ, τι τρώνε, τι τους ανησυχεί απ’ τις ιατρικές τους εξετάσεις.
Μερικές φορές θέλω απλώς ένα ωραίο χοντρό μυθιστόρημα που με απαλλάσσει απ’ το να είμαι εγώ, ενώ ταυτόχρονα σμιλεύει ύπουλα το ποια θα είμαι όταν τελειώσει.
2. Αγένεια. Δεν ξέρω αν και σε άλλες εποχές οι άνθρωποι ήταν τόσο γαϊδουρινά αγενείς (μάλλον ναι), αλλά τώρα έχουμε καθημερινά αυτές τις εκατομμύρια γραπτές αποτυπώσεις της τυφλής αγένειας στο διαδίκτυο. Σε ένα μουσείο στο μέλλον θα τα βλέπουν και θα τρομάζουν. Το σοκ του να βλέπεις ανθρώπους να ’χουν άλλες θέσεις απ’ τη δική σου. Η αναγκαία υπερβολή, για να ’ρθει η προσοχή. Τα σχόλια που ροκανίζουν σαν ψαράκια τις βάσεις οποιασδήποτε απόπειρας επικοινωνίας.
Όλα αυτά είναι εξαντλητικά στοιχεία της ζωής του χρήστη. Οι αναγνώστες μπορούν να διαβάζουν απόψεις για πολλές σελίδες χωρίς να ταράζονται. Λέγεται δοκίμιο. Είναι τυπωμένο σε χαρτί. Αν έχουν κάποιο σχόλιο, μπορεί να βάλουν ένα οργίλο θαυμαστικό πλάι στην παράγραφο. Μπορεί τη μία μέρα να απολαμβάνουν τα απομνημονεύματα ενός συντηρητικού πολιτικού, την άλλη να διαβάζουν άλλα.
Ίσως η εποχή μας να προσπαθήσει να διαβρώσει αυτό το στυλ αναγνώστη. Τον περίεργο που διαβάζει απ’ όλα. Στην εποχή μας έχουν πέραση όσοι είναι πολύ σίγουροι για όσα λένε και μάλιστα απ’ την αρχή και σταθερά. Πρέπει να ξέρεις με ποιους είσαι. Να μείνεις μόνο μ’ αυτούς και ταυτόχρονα να αγκαλιάσεις όσα σε προσδιορίζουν και να μην τ’ αλλάξεις ποτέ, για να ’σαι κατατάξιμος πάντα. Αλλά αυτό είναι εντελώς ανώμαλο, αν το σκεφτεί κανείς κάπως.
Μερικές φορές, όταν διαβάζω, χαϊδεύω ένα περίεργο αίσθημα ελευθερίας με το μυαλό μου: δεν χρειάζεται να αντιδράσω. Μπορώ απλώς να αφεθώ στη ροή γεγονότων και προσώπων και να είμαι όλα αυτά μαζί. Τώρα, υποτίθεται, πρέπει να ζούμε τις ζωές μας σαν βιογραφικά. Έχουμε ένα σταθερό αφήγημα να εξυπηρετήσουμε, έκανα το Χ, για να κάνω μετά το Ψ. Η μία επιλογή να οδηγεί στην άλλη. Όποιος διαβάζει μυθιστορήματα αναγνωρίζει τη ρηχότητα της ιδέας, αφού οι χαρακτήρες των βιβλίων διαμορφώνονται απ’ την κατάσταση, τις εμπειρίες, την τύχη.
Οι αναγνώστες αυτά τα γνωρίζουν. Οι απόψεις τους είναι πάντα προσωρινές. Όμως, κατά κανόνα, δεν τις φωνάζουν με αγένεια στους γύρω τους, είναι αθόρυβα πλάσματα στον δημόσιο χώρο, με την εκκεντρική συνήθεια να διαβάζουν, αντί να κοιτάνε το κινητό. Ψωνάρες.
3. Θετική ενέργεια. Διάβαζα τις προάλλες Πεσόα. Ένας αφηγητής χωρίς φιλοδοξίες, που δεν ξέρει αν ο κόσμος είναι αληθινός ή όνειρο και που ονειροπολεί περιδιαβαίνοντας στους δρόμους της Λισσαβόνας αντί να κάνει κάτι παραγωγικό. Έχει περίεργους πόνους, δεν κοιμάται καθόλου καλά και περηφανεύεται διαρκώς ότι δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο. Τι ωραίο διάλειμμα απ’ την απαίτηση να είμαστε διαρκώς καλά και «θετικοί».
Μέσα σ’ αυτό το ασφαλές, ήσυχο κουκούλι των βιβλίων μπορείς να αφεθείς και να πεις, χωρίς να σε κρίνουν, ότι δεν έχεις σιγουριές, ότι φοβάσαι, ότι δεν ξέρεις τι σου γίνεται, ότι έχεις χαθεί. Εκεί έχεις την άδεια να νιώθεις. Και με έναν παλιομοδίτικο τρόπο τα βιβλία δεν συμμετέχουν στον εορτασμό του μεγαλείου σου. Δεν λένε ότι όλα τα ’κανες καλά. Σου δείχνουν πόσο έχεις αποτύχει, σε πόσο πολλά πεδία. Πόσο στενά μπορεί να είναι μερικές φορές τα ανθρώπινα. Σου λένε: «Δεν πειράζει».