ΉΤΑΝ ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ νέων που ονειρεύτηκαν τα αστρικά ταξίδια γιατί η δεκαετία του ’60 τους θάμπωσε με τις δυνατότητες φυγής και πειραματισμού που τους πρόσφερε. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου αλλά και πολλοί άλλοι, ο Κλάους Σούλτσε και οι Tangerine Dream, ο Βrian Eno, ο Μike Oldfield, ο Ζαν Μισέλ Ζαρ.
Δεν τους απορρόφησε η γήινη ροκ ενέργεια, ούτε καν οι πιο απαιτητικές και πολύπλοκες εκδοχές της στη δεκαετία του ’70. Πήγαν προς την ηλεκτρονική αφαίρεση, προς μια ηχητική των κοσμικών κυμάτων. Οι δικές τους Ινδίες, το δικό τους Κατμαντού ήταν το ανώτερο διάστημα.
Ο Παπαθανασίου θα γινόταν Vangelis ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο: ένας Έλληνας που παίρνει αποστάσεις από την Ελλάδα για να συναντήσει τη χώρα του και τις μυθολογίες της σε ένα άλλο επίπεδο.
Ο Vangelis ανήκει σε εκείνη τη συλλογική ορμή προς το άνοιγμα καινούργιων δυνατοτήτων που χαρακτήρισε τους baby boomers. Όσο και αν συζητούμε εδώ και χρόνια τα πλεονεκτήματα που έφεραν η μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη και η εξάπλωση του ποπ εμπορεύματος, παραμένει αξιοθαύμαστη η δημιουργικότητα αυτών των πολυμήχανων παιδιών.
Δεν ήταν οι «συνθήκες» που γέννησαν αυτόματα τους μουσικούς χάρτες και την πνευματικότητα που χαρακτήριζε τις ψυχεδελικές και ηλεκτρονικές συνθέσεις. Συγκεκριμένα πρόσωπα και ατομικές ιστορίες έδεσαν με τα συλλογικά όνειρα, με τη δυναμική πολιτιστικής ανόδου και δικαίωσης μιας γενιάς πιο μορφωμένης και πιο ανοιχτής στον κόσμο από τους προηγούμενους.
Ο Παπαθανασίου θα γινόταν Vangelis ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο: ένας Έλληνας που παίρνει αποστάσεις από την Ελλάδα για να συναντήσει τη χώρα του και τις μυθολογίες της σε ένα άλλο επίπεδο. Πώς θα μπορούσε να σταθεί ένα τέτοιο εξωτικό μουσικό ίχνος μέσα στην τεχνολογική και πολιτική στενότητα της Ελλάδας των χρόνων της δικτατορίας και της πρώιμης Μεταπολίτευσης;
Αν ο Παπαθανασίου έμενε εδώ, δεν θα είχε άλλη διέξοδο από το να γίνει μια καλτ ροκ περσόνα ή, έστω, ένας μουσικός για θεατρικές παραστάσεις και αξιοπρεπείς τηλεοπτικές παραγωγές. Στη χειρότερη εκδοχή, θα αποδεχόταν την πορεία προς το λεγόμενο έντεχνο, ντύνοντάς το εξωτερικά με τα πλήκτρα των synths.
Μην ξεχνάμε, όμως, πως η ελληνική προσδοκία ήταν και συνεχίζει να είναι κυρίως στιχουργική. Η καθαρή μουσική δεν ενδιαφέρει όσο η συνοδεία του τραγουδιού και τα λόγια. Μια μουσική δίχως λόγια, μια μουσική «διαστημικά» απογειωμένη και οργανική δεν θα είχε ποτέ την αγάπη των Ελλήνων. Και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου θα έπρεπε να προδώσει τη δική του αίσθηση και να δανειστεί σχήματα που δεν του ταίριαζαν για να επιπλεύσει σε μια χώρα τραγουδιστών.