Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ δυσάρεστες εκπλήξεις και φυσικά ούτε ευχάριστες, αλλά αυτές δεν τις περίμενε κανείς. Ολοι ανησυχούσαν για τυχόν προκλήσεις του Ερντογάν στην Αθήνα, για αυτό στο Μέγαρο Μαξίμου ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν ακόμα και πολύ δύσκολες καταστάσεις, αλλά δεν χρειάστηκε, τουλάχιστον σύμφωνα με όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, γιατί πίσω από τις κλειστές πόρτες κανένας δεν γνωρίζει ακριβώς τι συνέβη.
Το πρόγραμμα της σύντομης επίσκεψης του Ερντογάν στην Αθήνα ολοκληρώθηκε χωρίς τελικά να επιβεβαιωθούν τα χειρότερα σενάρια ή να προκληθεί κάποια κρίση. Η δυσκολότερη στιγμή ήταν όταν στις κοινές δηλώσεις που έγιναν στο Μέγαρο Μαξίμου μετά τη συνάντηση, ο Ταγίπ Ερντογάν ανέφερε τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκη ως τουρκική, αλλά ο πρωθυπουργός πήρε τον λόγο και τον διόρθωσε επισημαίνοντας ότι ο προσδιορισμός της ιδιότητας της μειονότητας ως μουσουλμανικής καθορίζεται από την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάνης. Και τότε ο πρόεδρος της Τουρκίας όχι μόνο δεν έδωσε συνέχεια, αλλά χειροκρότησε μετά την παρέμβασή αυτή, ξαφνιάζοντας όλους όσους παρακολουθούσαν.
Την επόμενη της επίσκεψης του Ερντογάν στην Αθήνα, πολλοί μιλάνε για ένα «νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις» και για «ιστορικής σημασίας διακήρυξη», αλλά στην πράξη δεν έχει αλλάξει κάτι που να δικαιολογεί τέτοια αισιοδοξία.
Ο Τούρκος πρόεδρος, από ότι φάνηκε, αυτή τη φορά δεν ήρθε στην Αθήνα για να τσακωθεί ή να κάνει επίδειξη ισχύος. Καμία από τις δύο πλευρές όμως δεν μετακινήθηκε από τις θέσεις της και περιορίστηκαν στην λεγόμενη θετική ατζέντα με τα μικρότερα θέματα, για τα οποία μπορούν να συμφωνούν. Ο Ερντογάν δείχνει, για την ώρα τουλάχιστον, να έχει πειστεί ότι η σχέση του με την ΕΕ, από την οποία προσδοκά οικονομικά οφέλη, περνά και από την Ελλάδα, όπως και ότι δεν μπορεί να λάβει τους πόρους που ζητά, όσο απειλεί ένα κράτος-μέλος. Αλλά κυρίως, το τεκμήριο "φιλίας" με την Ελλάδα το χρειάζεται για τα F16, ως απόδειξη ότι δεν απειλεί χώρα του ΝΑΤΟ. Από την άλλη, αντιλαμβάνεται προφανώς ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αλλά ένας μετριοπαθής πολιτικός που δεν έχει αντίρρηση να προωθήσει τα οικονομικά του αιτήματα προς την ΕΕ, αν δεν προκαλεί, παραβιάζει και απειλεί.
Οσοι προέβλεπαν (ή επιθυμούσαν) ότι η Κύπρος θα αντιμετωπιστεί ως εμπόδιο στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και για αυτό δεν θα γινόταν καμία αναφορά στο κυπριακό ζήτημα, ώστε να μην ενοχληθεί ο Ερντογάν, δεν επιβεβαιώθηκαν. Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στη διαφωνία για την επίλυση του Κυπριακού, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει άλλη λύση πέραν των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και ζητώντας να επανεκκινήσει ο διάλογος από εκεί που διακόπηκε το 2017, γιατί« μόνο μέσα από αυτόν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος».
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, που έλεγαν πριν από λίγες μέρες ότι η επίσκεψη Ερντογάν δεν ήταν καλή ιδέα και αν όντως είχε υπάρξει κάποια κρίση, σήμερα θα εμφανίζονταν δικαιωμένοι. Υπάρχει και η πολιτική σχολή που λέει ότι δεν μπορείς να μιλάς φιλικά με τον ηγέτη της Τουρκίας, η οποία κατέχει παράνομα τη βόρεια Κύπρο, απειλεί με πόλεμο (casus belli) την Ελλάδα αν επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, όπως δικαιούται κι έχει εκδιώξει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής μειονότητας από την Κωνσταντινούπολη. Και δεν μιλάς φιλικά ειδικά με τον Ερντογάν, λένε, έναν αυταρχικό ηγέτη που διεκδικεί το μισό Αιγαίο (Γαλάζια πατρίδα) προχώρησε στο παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο και εργαλειοποιεί όποτε θέλει το μεταναστευτικό για να εκβιάσει.
Αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι αυτής της σχολής του «μη διαλόγου» που θεωρεί ότι κάνει τη χώρα να μοιάζει με μαύρο πρόβατο, ακόμα και αν πρόκειται να συζητάς με ηγέτες σαν τον Ταγίπ Ερντογάν, και πιστεύει ότι η Ελλάδα μπορεί να κερδίζει πόντους αν συνομιλεί, έχει μια δυνατή οικονομία μαζί με στέρεες και ισχυρές συμμαχίες. Επίσης θεωρεί ότι όσο δεν λύνονται τα προβλήματα, είναι καλύτερο η Ελλάδα να βρίσκεται σε διάλογο με την Τουρκία για να αποφεύγονται οι επικίνδυνες εντάσεις και να μην επηρεάζεται η οικονομία.
Όσοι τον γνωρίζουν καλά, λένε ότι δεν αναφέρθηκε τυχαία στο «Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας» του 1930, ούτε στη φράση του Ελευθέριου Βενιζέλου προς τον Ισμέτ Ινονού: «ερχόμεθα να τείνομεν ειλικρινώς το χέρι και να δηλώσομεν ότι ο μακραίων ανταγωνισμός ετερματίσθη οριστικώς», καθώς επιθυμεί να εμφανίσει τον εαυτό του ως συνεχιστή εκείνης της πολιτικής. Βεβαια οι καιροί δεν είναι ίδιοι, από τότε έχουν μεσολαβήσει πολλά και πολιτική ειρήνης με casus belli, όσο η Τουρκία δεν το παίρνει πίσω, δεν είναι εφικτή. Επίσης, μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να θαυμάζει τον Βενιζέλο και την εξωτερική του πολιτική, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Ερντογάν δεν τρέφει παρόμοια αισθήματα για τον Ινονού και τον Κεμάλ.
Η κυβέρνηση δέχθηκε με ανακούφιση ότι ο Ταγίπ Ερντογάν δεν ζήτησε να πάει στη Θράκη. Ηρθαν ωστόσο από την Κομοτηνή και την Ξάνθη για να τον συναντήσουν στην τουρκική πρεσβεία, στην ΑΘήνα, τα στελέχη της μειονότητας που διατηρούν στενότερη σχέση με την Τουρκία, όπως οι ψευτομουφτήδες και μέλη της αποκαλούμενης «Συμβουλευτικής Επιτροπής της τουρκικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης». Από βουλευτές πήγαν να τον συναντήσουν οι δύο που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και εντάχθηκαν στην κοινοβουλευτική ομάδα της «Νέας Αριστεράς», ο Φερχάτ Οζγκιούρ και ο Χουσεΐν Ζειμπέκ, ενώ οι άλλοι δύο μειονοτικοί βουλευτές, που ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ, δεν έδωσαν το παρών.
Την επόμενη της επίσκεψης του Ερντογάν στην Αθήνα, πολλοί μιλάνε για ένα «νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις» και για «ιστορικής σημασίας διακήρυξη», αλλά στην πράξη δεν έχει αλλάξει κάτι που να δικαιολογεί τέτοια αισιοδοξία. Ούτε το casus belli αποσύρθηκε, ούτε το παράνομο τουρκολυβικό μνημόνιο, που θα ήταν πραγματικές ενδείξεις καλής θέλησης και καλής γειτονίας. Ο Ερντογάν ξέχασε το «Μητσοτάκης γιοκ», έχει καιρό να απειλήσει ότι «πύραυλοι Tayfun θα χτυπήσουν την Αθήνα», κατέβαλε εμφανή προσπάθεια να είναι συγκρατημένος και υπέγραψε διακήρυξη φιλίας. Αν σημαίνουν κάτι όλα αυτά όμως, θα φανεί στην πορεία. Για την ώρα, δεν υπάρχουν πολλοί που θα στοιχημάτιζαν ότι δεν θα αρχίσει πάλι τα ίδια.