Η ΛΕΞΗ «ΗΡΩΑΣ», και όλα όσα τη συνοδεύουν, μοιάζει με ρητορικό άνθος άλλων εποχών. Συνομιλώντας συνήθως με ιστορικά κατορθώματα και παλιές ιστορίες, o ήρωας φέρνει στον νου δάφνες και δόξες οικείες από επετείους και επίσημους εορτασμούς. Φυσικά εδώ και χρόνια η δημοσιογραφική γλώσσα έχει επισημάνει και τους «ήρωες της καθημερινότητας».
Οι έκρυθμες καταστάσεις της κοινωνικής ζωής χρειάζονταν κι αυτές τους/τις ξεχωριστούς/-ές άνδρες και γυναίκες που υψώνονται πάνω από τα κοινά μέτρα. Και έπειτα προκύπτουν οι κρίσεις και οι μεγάλες καταστροφές για να δούμε ήρωα τον διασώστη, τον πυροσβέστη, τους ανθρώπους της μεγάλης προσπάθειας που βαφτίζουμε «ηρωική».
Έχοντας ακόμα έντονη την εικόνα από κάποιους νέους που επέζησαν από το δυστύχημα στα Τέμπη, θα πρότεινα να σκεφτούμε ως ήρωα τον άνθρωπο που πράττει το παραπάνω. Είναι ο άνθρωπος του περισσεύματος, αυτός που δεν διστάζει για το καλό. Με αυτή την έννοια, μπορούμε να δούμε στο ηρωικό στοιχείο την προέκταση και την ανθοφορία ενός ήθους αλληλεγγύης που προφανώς προϋπάρχει. Κάποιος/-α δρα υπερβάλλοντας για το Καλό, δίχως κατ’ ανάγκη ο ίδιος/-α να έχει κάτι το εξαιρετικό.
Ο ηρωισμός είναι εν τέλει το αντίθετο της ανεύθυνης εξουσίας ή εκείνης της ανώνυμης γραφειοκρατικής ακολουθίας όπου κρύβονται οι ευθύνες: έρχεται σαν ένα χέρι βοήθειας που δεν υπολογίζει την κόπωση και τον προσωπικό φόβο.
Λέμε συχνά πως οι κοινωνίες μας δεν πρέπει να χρειάζονται τους ήρωες για να λειτουργούν καλά, για να ζουν οι πολίτες τους αξιοπρεπώς. Σωστό είναι αυτό, όμως την ίδια στιγμή ξέρουμε καλά πως κάποια πρόσωπα θα σηκώνουν πάντα ένα άλλο (και μεγαλύτερο) βάρος. Και αυτά τα πρόσωπα είναι οι άνθρωποι της ευθύνης δίχως να έχουν, συχνά, έναν θεσμικό ρόλο ευθύνης.
Ο Ανδρέας Αλικανιώτης, που έβγαλε πολλούς συνεπιβάτες του από το κατεστραμμένο δεύτερο βαγόνι του τρένου, δεν ήταν υπάλληλος, δεν εκπροσωπούσε κάποια Αρχή (εξουσία), όπως ο περιβόητος σταθμάρχης: μοναδική του Αρχή στάθηκε η ανάγκη να βοηθήσει, να βγει έξω από τη δική του προσωπική περίπτωση.
Η μοναχική εξουσία του ήταν η επιταγή μιας συνείδησης, μια εσωτερική ώθηση για το παραπάνω. Κάπως έτσι υπάρχει ο ηρωισμός στον κόσμο μας: σαν μια παρουσία που επιμένει να ψάχνει ένα νόημα όταν οι άλλοι εγκαταλείπουν. Ο ηρωισμός είναι εν τέλει το αντίθετο της ανεύθυνης εξουσίας ή εκείνης της ανώνυμης γραφειοκρατικής ακολουθίας όπου κρύβονται οι ευθύνες: έρχεται σαν ένα χέρι βοήθειας που δεν υπολογίζει την κόπωση και τον προσωπικό φόβο.
Έχουν δίκιο προφανώς όσοι λένε πως οι κοινωνίες μας κινούνται από τις μη ηρωικές ή αντιηρωικές καταστάσεις της καθημερινής παραγωγής. Τα άτομα στις δημοκρατικές κοινωνίες έχουν κάθε δικαίωμα να μένουν στα απαραίτητα, να κάνουν δηλαδή ό,τι ακριβώς επιτάσσει η θέση τους και όχι το παραπάνω. Έτσι λειτουργεί η συμβατική κοινωνική πραγματικότητα και οι «επιβάτες» της, εμείς όλοι. Με κοινούς, χαμηλούς φωτισμούς, αναρίθμητες μικρές παρτιτούρες που συνθέτουν τη μουσική της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησής μας.
Μέσα όμως από τους κοινούς φωτισμούς που κάνουν λειτουργική τη ζωή αναδύονται εκείνες οι αποφάσεις που την κάνουν αξιοθαύμαστη. Το Καλό είναι ό,τι υπερβαίνει την απλή λειτουργικότητα, τον μηχανισμό της αυτοσυντήρησης ή τις ζυγισμένες μερίδες συνετής ευδαιμονίας του καθενός. Όχι μια φαφλατάδικη «αριστεία» που περιφρονεί τους λιγότερο ικανούς ή τους άτυχους αλλά ένα δώρο που μας κάνουν άνθρωποι σαν τον Ανδρέα Αλικανιώτη του τρένου των Τεμπών.
Ο ήρωας στις δημοκρατίες έρχεται τελικά ως αιφνίδια πιστοποίηση της αλληλεγγύης και της γενναιόψυχης συμπόνιας σε έναν κόσμο που ξαφνιάζεται πάντα όταν τις συναντά.