ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΡΜΑΝΣΗ ΤΩΝ σχέσεων της με την Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν μετά από κάποια χρόνια σχετικής ψυχρότητας, ειδικά μετά την αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ, η οποία ήταν εκείνη που φρόντιζε να έχει την Τουρκία από κοντά και ικανοποιημένη, λαμβάνοντας σημαντικά ποσά και υποστήριξη.
Για «αναζωογόνηση» μίλησε από τις Βρυξέλλες την προηγούμενη εβδομάδα ο πρώην αρχηγός της Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών της Τουρκίας και νυν υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών που προσκλήθηκε και συμμετείχε στο γεύμα εργασίας των υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περασμένη Πέμπτη, το χαρακτήρισε ως «θετική και σημαντική εξέλιξη», επισημαίνοντας ότι η Τουρκία είχε πολύ καιρό να προσκληθεί σε συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ και ζήτησε να επαναλειτουργήσει ο διάλογος Τουρκίας-ΕΕ που έχει διακοπεί από το 2019.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης, μιλώντας στους ευρωπαίους ομολόγους του δήλωσε ότι η Ελλάδα ενθαρρύνει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, «η οποία δύναται να είναι αμοιβαία επωφελής τόσο για την Ε.Ε. όσο και για την Τουρκία» υπό την προϋπόθεση ότι θα σέβεται το το διεθνές δίκαιο, την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα όλων των κρατών-μελών.
Μετά από πολύ καιρό, ακούγονται ξανά τα περί «ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας» που είχαν ξεχαστεί, με την ελληνική κυβέρνηση να δηλώνει ένθερμος υποστηρικτής της πορείας αυτής, αν και αυτή η πορεία δεν έχει αντίκρισμα.
Η Τουρκία, που ήταν σε κάποια σχετική απομόνωση από τη Δύση τα τελευταία χρόνια, λόγω της δικής της συμπεριφοράς, επαναπροσεγγιζει τώρα την ΕΕ (αυτό σηματοδότησε άλλωστε η συμμετοχή του Φιντάν στο δείπνο των ευρωπαίων ΥΠΕΞ) με την παρότρυνση των ΗΠΑ και την συμβολή της Ελλάδας, η οποία είναι σημαντική, καθώς είναι ένα κράτος-μέλος της οποίας την εθνική κυριαρχία απειλεί. Έτσι, μετά από πολύ καιρό, ακούγονται ξανά τα περί «ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας» που είχαν ξεχαστεί, με την ελληνική κυβέρνηση να δηλώνει ένθερμος υποστηρικτής της πορείας αυτής, αν και αυτή η πορεία δεν έχει αντίκρισμα.
Ο Χακάν Φιντάν ωστόσο, παρά την καλή θέληση που έδειξαν η Ελλάδα και η Κύπρος, αποδεχόμενες την πρόσκλησή του, ζήτησε να αφήσουν το κυπριακό έξω από την «αναζωογόνηση» των σχέσεων Τουρκίας-Ε.Ε, αν θέλουν αυτή η σχέση να είναι προς το συμφέρον όλων και να έχει αποτελέσματα, όπως ισχυρίστηκε.
Οι περισσότεροι υπουργοί Εξωτερικών που μίλησαν πάντως, δεν συμφώνησαν μαζί του, υποστήριξαν την Κυπριακή Δημοκρατία και την ανάγκη να υπάρξει πρόοδος στο Κυπριακό, ενώ ευχαρίστησαν ιδιαίτερα τον υπουργό Εξωτερικών της Κυπριακής κυβέρνησης, που δέχθηκε να προσκληθεί ο Χακάν Φιντάν στο πλαίσιο του άτυπου συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, χωρίς να ξεχνούν ότι η Τουρκία είναι δύναμη κατοχής στην Κύπρο.
Είναι σαφές ότι η Τουρκία, στην προσπάθεια προσέγγισής της με την ΕΕ θα επιδιώξει να κρατήσει το κυπριακό απ' έξω για να μην συνδεθεί με την πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων, καθώς η στρατιωτική κατοχή σε κράτος-μέλος της ΕΕ την καθιστά υπόλογη. Υπάρχουν άλλωστε και οι αποφάσεις του ΟΗΕ που θα εκθέτουν πάντα την Τουρκία, όσο δεν συμμορφώνεται. Οπότε, σύμφωνα με το σκεπτικό της Τουρκίας, το κυπριακό πρέπει να μπαίνει στην άκρη για να μην χαλάνε οι σχέσεις τους. Αυτό περίπου τους είπε και ο Φιντάν, ο οποίος πήγε στις Βρυξέλλες ως απεσταλμένος του Ερντογάν για να αναθερμάνει τις σχέσεις με τους Ευρωπαίους.
Εν τω μεταξύ η Τουρκία προωθεί καθημερινά το δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας», που περιλαμβάνει την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών. Πρόκειται για ένα δόγμα που μοιάζει με εκείνο του «ζωτικού χώρου» της ναζιστικής Γερμανίας και κάποτε η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας ήλπιζε ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ επίσημη θέση και θα έμενε στην ατζέντα μόνο μιας μικρής ακροδεξιάς εθνικιστικής μειοψηφίας. Η ελπίδα εκείνη διαψεύστηκε και η σημερινή πολιτική ηγεσία παρακολουθεί τώρα τον Ταγίπ Ερντογάν να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του.
«Η “Γαλάζια Πατρίδα” είναι μια παράνομη κατά το διεθνές δίκαιο αξίωση, την οποία προβάλλει η Τουρκία» σχολίασε την Παρασκευή ο Γιώργος Γεραπετρίτης, εκτιμώντας ότι «δεν θα υπαναχωρήσει από αυτή τη βασική της θέση από τη μία μέρα στην άλλη». Στην κυβέρνηση εκφράζεται σχετική αισιοδοξία, ότι υπάρχει χρόνος για να ανατραπεί. Κυβερνητικός βουλευτής ανέφερε πρόσφατα ότι «η προετοιμασία της επιβολής της ατζεντας της «γαλάζιας πατριδας» από την Τουρκία γίνεται σε βάθος χρόνου και δεν θα γίνει αύριο».
«Ηρεμα νερά» VS «Γαλάζιας Πατρίδας»
Ο υπουργός Εξωτερικών δηλώνει σταθερά ότι η κυβέρνηση επενδύει στα «ήπια νερά», παρότι ο Ερντογάν σε άλλο μήκος, δήλωσε πάλι πρόσφατα πως «δεν δώσαμε και δεν θα δώσουμε καμία αξία σε όσους προσπαθήσουν να μας περιορίσουν σε ρηχά νερά. Θα σκεφτόμαστε με επίκεντρο την Τουρκία, αλλά θα κρατήσουμε το όραμά μας αρκετά ευρύ, ώστε να συμπεριλάβουμε και ολόκληρο τον κόσμο».
Σε τηλεοπτική του εμφάνιση την Παρασκευή στον Σκαϊ και στην εκπομπή «Οι αταίριαστοι», που επέλεξε να μιλήσει ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, (ίσως επειδή αποφεύγει τους διπλωματικούς συντάκτες που γνωρίζουν καλά τα θέματα, αλλά είναι ενοχλημένος μαζί τους για όσα έγραψαν για το περιστατικό της Κάσου) ξεκαθάρισε ότι είναι επιλογή της κυβέρνησης η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. «Χτίζουμε βήμα βήμα. Φροντίζουμε έτσι ώστε το πρώτο βήμα να είναι να πάμε σε ήρεμα νερά. Εάν ωριμάσουν οι συνθήκες, θα μπούμε και στα πιο σύνθετα ζητήματα, τα οποία θα μας διασφαλίσουν πιο μακρά ειρήνη» είπε.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης εξήγησε πως αυτή ήταν η εντολή του πρωθυπουργού όταν ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών, να προχωρήσουν σε μία εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να δουν σταδιακά πώς είναι δυνατόν να μπουν και σε πιο σύνθετα ζητήματα. Κάνοντας μία αποτίμηση 13 μήνες μετά την ανάληψη του υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε πως αισθάνεται ικανοποίηση για το πώς έχουν πάει τα πράγματα. Την πρόοδο στα ελληνοτουρκικά την εντοπίζει όπως είπε, στον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, των παραβιάσεων και της επιθετικης ρητορικής.
Οι μεταναστευτικές ροές ωστόσο, έχουν αυξηθεί ξανά σημαντικά από πέρσι, οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου μειώθηκαν πράγματι, αλλά υπήρξαν προσφατα κάποια περιστατικά και όσο για την επιθετική ρητορική, ο Ερντογάν μπορεί να έχει κόψει τελευταία τα “Θα έρθουμε ένα βράδυ”, αλλά δεν έχει σταματήσει να αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, ούτε στα λόγια, ούτε στην πράξη και το περιστατικό στην Κάσο που τάραξε τα «ήρεμα νερά» ήταν ένα τέτοιο απτό παράδειγμα.
Ο υπουργός εξωτερικών, που όπως τότε έτσι και τώρα δεν κρύβει την ενόχληση του για όσα έγραφαν το καλοκαίρι τα ΜΜΕ, συνεχίζει να υποστηρίζει ότι υπήρξε στρέβλωση των πραγματικών γεγονότων στην Κάσο. «Οπως κινούνται ελληνικά πολεμικά πλοία, (σ.σ στην περιοχή) κινούνται και τουρκικά. Δεν υπήρξε όμως σε καμία περίπτωση κίνδυνος να υπάρξει κρίση» δήλωσε, επιμένοντας πως και η έρευνα ολοκληρώθηκε και δεν υπήρξε καμία αναγνώριση οποιουδήποτε δικαιώματος ή αξίωσης της τουρκικής πλευράς.
Οι τοποθετήσεις του Γ.Γεραπετρίτη δέχονται αρκετή κριτική από πολλούς καθηγητές Διεθνούς Δικαίου, αλλά και αντιδράσεις μέσα στη Νέα Δημοκρατία. Ισως για αυτό αισθάνθηκε την ανάγκη να δηλώσει δημόσια ότι η πολιτική που ασκεί είναι εντολή του πρωθυπουργού.
Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Στρατηγικής, Αθ.Πλατιάς, έγραψε πρόσφατα στα «Νέα» ότι το επεισόδιο στην Κάσο αποτέλεσε «κλασική εφαρμογή της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», όπου η Τουρκία ακύρωσε στην πράξη τη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδος-Αιγύπτου. Σύμφωνα με τον κ. Πλατιά, με την άποψη του οποίου συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές, «η στρατηγική της Τουρκίας συνοψίζεται στο εξής: για να κάνει η Ελλάδα οποιαδήποτε ενέργεια πέρα από τα χωρικά της ύδατα σε «αμφισβητούμενες περιοχές» χρειάζεται η συναίνεση της Αγκυρας».
Ο καθηγητής υποστηρίζει ότι με επεισόδια σαν της Κάσου, η Τουρκία προσπαθεί να επιβάλει στην πράξη συνδιαχείριση στο Αιγαίο καθώς η Άγκυρα έχει βγάλει το συμπέρασμα ότι η Αθήνα δεν έχει πλέον «κόκκινες γραμμές» και έτσι μπορεί να δρα ατιμώρητα, ενώ η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί τις αρνητικές εντυπώσεις με επικοινωνιακά αφηγήματα.
Οταν, πριν από τέσσερα χρόνια πάντως, ο Γ. Γεραπετρίτης είχε ερωτηθεί ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές», απάντησε: «Η κόκκινη γραμμή είναι η εθνική κυριαρχία, και όταν λέμε εθνική κυριαρχία εννοούμε αυτονοήτως τα εθνικά χωρικά ύδατα τα οποία σήμερα είναι προσδιορισμένα στα έξι ναυτικά μίλια».