Η ΙΔΕΑ ΕΝΟΣ γαμήλιου πάρτι για φίλους στροβιλιζόταν για αρκετό καιρό στο μυαλό μας. Μετά από οκτώ χρόνια ενός ατέλειωτου αρραβώνα το μόνο που ψάχναμε με τη σύντροφό μου ήταν η αφορμή για να το διοργανώσουμε. Ως ετερόφυλο ζευγάρι δεν είχαμε να περιμένουμε κάποιου είδους νομοθετικές καλένδες και για να το κάνουμε όσο πιο casual γίνεται, θέλαμε να πάμε, αντί για δημαρχείο, στον φίλο των γονιών μου που τυγχάνει συμβολαιογράφος.
Στις πολλές συζητήσεις που έγιναν γύρω από συνήθως άδεια πιάτα σε εστιατόρια έπεσε η ιδέα ενός κοινού πάρτι με ένα φιλικό ζευγάρι. Οι κοινοί φίλοι, άρα και καλεσμένοι, ήταν αρκετοί και η οικονομία που θα προσέφερε ο ένας σμπάρος για δυο τρυγόνια μάς έκανε να δώσουμε τα χέρια.
Το μόνο περίεργο σε αυτήν τη σύμπραξη; Το γεγονός ότι το άλλο ζευγάρι αποτελείται από τον Αλέξανδρο και τον Γιώργο, δυο άντρες που αγαπιούνται, ζουν μαζί και ήθελαν να μοιραστούν αυτήν τη στιγμή της «επισημοποίησης» της σχέσης τους με φίλους. Είπα «περίεργο», αλλά για ποιον και γιατί; Για να καθόμαστε να συζητάμε αυτές τις μέρες το θέμα της επέκτασης του δικαιώματος του γάμου και στα ομόφυλα ζευγάρια, μάλλον σε κάποιους φαίνεται περίεργο, αλλά πόσοι είναι αυτοί και τι πραγματικά πιστεύουν;
Η σιωπηρή πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας είναι έτοιμη από καιρό για το τελευταίο θεσμικό βήμα της πλήρους εξίσωσης του δικαιώματος του γάμου. Τόσο έτοιμη, που ο βασικός λόγος για τον οποίο το ζητά αυτό είναι για να ασχοληθούμε πιο σοβαρά με τα θέματα που δεν λύνονται στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές αλλά απαιτούν κοινωνικές τομές που θα εξαλείψουν μορφές κακοποίησης και εκφοβισμού.
Η απορία μου είναι ειλικρινής γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου έμαθα πως δεν είναι καθόλου αστείο να γελάς με τις «αδερφές», πως οι λεσβίες δεν θέλουν ένα καλό σεξ για να «έρθουν στον ίσιο δρόμο» και οι τρανς δεν είναι κινούμενος στόχος για ρίψη αυγών. Για το τελευταίο ειδικά ίσως φταίει και το ότι η Πάολα (μία είναι η Πάολα) ήταν συμμαθήτρια του πατέρα μου και ειδικά γι’ αυτό ίσως αξίζει να κάνω ένα μικρό κινηματογραφικό flashback, από αυτά που το φιλμ θαμπώνει και θυμίζει τρεμουλιαστό Super 8.
Μπορώ να πω ότι μεγάλωσα σε μια sui generis οικογένεια, με μια μητέρα δημοσιογράφο και έναν πατέρα στρατιωτικό που κατάφερε να αφήσει το Πολεμικό Ναυτικό μόνο μετά από τριάντα έξι χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας. Ταυτόχρονα, στο σπίτι υπήρχαν βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου και του Βασίλη Ραφαηλίδη. Η βελόνα του ραδιοφώνου ήταν κολλημένη στην εκάστοτε συχνότητα που φιλοξενούσε τον Τζίμη Πανούση τα Σαββατοκύριακα και κάθε Πέμπτη απόγευμα είχαμε το «Ποντίκι», το παλιό, του Παπαϊωάννου.
Σας ακούγεται αρκετά παράξενο, το καταλαβαίνω, τα στερεότυπα που ακολουθούν τους στρατιωτικούς και τους δημοσιογράφους προηγούνται της φήμης τους, πόσο μάλλον ένας συνδυασμός αυτών.
Θα έλεγε κανείς ότι το οικογενειακό μου περιβάλλον με προόριζε να γίνω agent provocateur, αν και για λόγους βιοπορισμού έγινα δημοσιογράφος, κληρονομώντας από τον πατέρα μου την απέχθειά του στην ηθικολογία. Μια ηθικολογία με την οποία είχε ανοιχτές παρτίδες και ο ίδιος, μέχρι που έκλεισαν οριστικά με τις αλλαγές του οικογενειακού δικαίου του 1982. Βλέπετε, οι περισσότεροι θυμούνται την –επιτέλους– θέσπιση του πολιτικού γάμου, την ισότητα των δύο φύλων και την τραγελαφική αποποινικοποίηση της μοιχείας, αλλά για τον ίδιο ήταν πολύ πιο σημαντική η κατάργηση της υποχρεωτικής προίκας για τους στρατιωτικούς.
Ένας αναχρονιστικός θεσμός που οδήγησε πολλούς συναδέλφους του σε εικονικές συναλλαγές με πεθερικά, πλαστά προικοσύμφωνα αλλά και παράξενες φιλίες με γνωστούς παπάδες που έκαναν διπλή καριέρα και ως τηλεπερσόνες και τελούσαν γάμους, κάνοντας τα στραβά μάτια στην έλλειψη των «απαραίτητων δικαιολογητικών». Ευτυχώς για όλους μας γνώρισε τη μητέρα μου τη σωστή χρονική στιγμή, την οποία και νυμφεύθηκε με πολιτικό γάμο και μοναδική προίκα το κόκκινο φόρεμα που φόρεσε στο δημαρχείο της Αθήνας, αξιοποιώντας το σύνολο των διαθέσιμων νεοπαγών μεταρρυθμίσεων.
Αυτό το μικρό οικογενειακό δράμα δεν ήταν διδακτικό μόνο για μένα και για τον υγιή τρόπο με τον οποίο μεγάλωσα, χωρίς να νιώθω να απειλούμαι από φανταστικούς εχθρούς. Είναι μια διδακτική ιστορία και σε σχέση με το ότι πάντα θα υπάρχουν συμπολίτες μας που πιστεύουν ότι πρέπει να έχουν λόγο στο πώς θα ζουν τη ζωή τους άνθρωποι που δεν τους πέφτει κανένας λόγος· και για όλους αυτούς τους μοιραίους και άβουλους που μειοψηφούν στην εθνική αντιπροσωπεία και θαρρούν ότι μπορούν να πορεύονται ως ποιμένες ενός πλήθους που έχει ανάγκη από περισσότερο φως και περισσότερη αγάπη και όχι περισσότερη καλλιέργεια αποκτήνωσης.
Η σιωπηρή πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας είναι έτοιμη από καιρό για το τελευταίο θεσμικό βήμα της πλήρους εξίσωσης του δικαιώματος του γάμου. Τόσο έτοιμη, που ο βασικός λόγος για τον οποίο το ζητά αυτό είναι για να ασχοληθούμε πιο σοβαρά με τα θέματα που δεν λύνονται στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές αλλά απαιτούν κοινωνικές τομές που θα εξαλείψουν μορφές κακοποίησης και εκφοβισμού.
Για την ιστορία, το κοινό μας πάρτι είχε μεγάλη επιτυχία και αν έπρεπε να ξεχωρίσω μια στιγμή ήταν όταν ο πατέρας μου είπε στον Γιώργο «να ζήσετε», κλείνοντας με μια ευχή έναν κύκλο μεταρρυθμίσεων του ελληνικού οικογενειακού δικαίου.
Ο Βασίλης Κουρουμιχάκης είναι δημοσιογράφος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.