ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ που ο διαδικτυακός όχλος έφτασε σε μένα ήταν το 2016. Μετέδιδα live, μέσω Twitter, την εμπειρία μου από τα συνέδρια των Δημοκρατικών –ένα ρεπορτάζ το οποίο έστειλα στο Vice–, σε μια περίοδο που γινόταν προσπάθεια να παρακινηθούν οι ψηφοφόροι και να ψηφίσουν τον υποψήφιο της επιλογής τους.
Εκείνη τη χρονιά, οι άνθρωποι του Martin O'Malley στέκονταν σχεδόν απροστάτευτοι σε όλο αυτό που συνέβαινε. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δημιουργήθηκε ένταση ανάμεσα στους υποστηρικτές του Sanders και της Clinton, και ένας υποστηρικτής του Sanders έφτασε στο σημείο να μου γράψει ότι ψήφισα με το... αιδοίο μου
«Λοιπόν, η Αμερική ψηφίζει με το πέος της τα τελευταία 240 χρόνια» απάντησα. Έχω δημοσιοποιήσει μέρος αυτής της συνομιλίας μέσω Twitter. Πολύ σύντομα αυτό το tweet το πήραν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και κάπως έτσι βρέθηκα στο κέντρο μιας καταιγίδας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ανάμεσα στα συνηθισμένα υβριστικά μηνύματα τύπου «είσαι μια άσχημη σκύλα που δεν αξίζει καν να τη βιάσουν», έλαβα και κάποια προσωπικά μηνύματα που μου έλεγαν ότι θα έπρεπε να πεθάνω από καρκίνο, επειδή τα παιδιά μου θα μεγάλωναν καλύτερα χωρίς εμένα. Κάποιοι μου έστελναν μέιλ που με απειλούσαν ότι θα απαγάγουν τα παιδιά μου.
Μερικές φορές οι άνθρωποι με ρωτούν γιατί συνέβη αυτό, κάτι που ως ερώτημα είναι γελοίο. Γιατί δεν γνωρίζω την απάντηση. Ρωτήστε τους ανθρώπους γιατί στέλνουν απειλές για βόμβες. Και πώς μπορώ να το απαντήσω; Είναι σα να γνωρίζω ότι έκανα κάτι που αξίζει να με απειλούν για τη ζωή μου.
Έτσι, το 2018, όταν δημοσίευσα ένα άρθρο για τον Tucker Carlson, νόμιζα ότι ήξερα τι θα ακολουθούσε. Τα προηγούμενα δύο χρόνια, είχα εισπράξει αρκετό μίσος στο Διαδίκτυο. Είχα συνηθίσει άγνωστοι να μου λένε ότι είμαι αλογομούρα, ότι έχω ένα συρτάρι γεμάτο δονητές, ότι είμαι μια γεροντοκόρη σ’ ένα σπίτι γεμάτο γάτες.
Όταν δούλευα στην AOL, διάβασα ένα ολόκληρο νήμα σχολίων αφιερωμένο στην ανάλυση του γιατί έγραφα το όνομά μου με τον τρόπο που το έγραφα και όχι κάπως αλλιώς. Το συμπέρασμα: Οι γονείς μου δεν με αγάπησαν και χρειαζόμουν την προσοχή του κόσμου. Επίσης, είχα λάβει στη διεύθυνση του σπιτιού μου δύο ανώνυμες χειρόγραφες επιστολές που ήταν απλώς στίχοι της Βίβλου, γραμμένες σ’ ένα λευκό χαρτί.
Αλλά αυτό που συνέβη στη συνέχεια δεν ήταν τίποτα μπροστά στα όσα είχα ζήσει μέχρι τότε. Το τηλέφωνό μου κυριολεκτικά έσπαγε. Ο αριθμός Google μου, τον οποίο χρησιμοποιούσα σχεδόν αποκλειστικά τότε, είχε φουλάρει από μηνύματα και memes από ανθρώπους της alt-right. Μηνύματα στο Facebook. Μηνύματα στο Twitter. Μηνύματα και σχόλια στο Instagram. Στο e-mail. Άπειρα e-mail.
Για έναν ολόκληρο χρόνο δεν είχαν σταματήσει. Ποτέ. Κάθε φορά που έγραφα κάτι, το Διαδίκτυο ξερνούσε πάνω μου απειλές και ύβρεις. Εκείνη τη χρονιά, έγραψα επίσης για το διαζύγιο του Richard Spencer και για το ότι δεν πρόκειται να μαγειρέψω ποτέ ξανά για έναν άνδρα. Αν οι άνθρωποι με μισούσαν πριν, τώρα με ήθελαν νεκρή. Κλείδωσα το Facebook μου. Το ίδιο έκανα με τα περισσότερα social media μου. Δεν βοήθησε πολύ.
Θυμάμαι ότι το καλοκαίρι καθόμουν έχοντας στην αγκαλιά μου το μωρό ενός συναδέλφου και έκλαιγα διαβάζοντας το ένα υβριστικό tweet μετά το άλλο ή βλέποντας φωτομοντάζ που έδειχνε τον Pepe τον Βάτραχο να με βιάζει.
Ό,τι πιθανώς είχα γράψει παλιά στα social εμφανιζόταν μπροστά μου παραμορφωμένο, ακόμη και τα αστεία ή ό,τι πιο χαζό μπορεί κανείς να φανταστεί. «Το έγραψες αυτό;» με ρωτούσαν. Φυσικά και το είχα γράψει, αλλά όχι με τον τρόπο που το παρουσίαζαν τώρα.
Όλα αυτά κορυφώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν συν-φιλοξένησα το ΛΟΑΤΚΙ+ φόρουμ της και ο Joe Biden με αποκάλεσε «πραγματικά γλυκιά». Εκεί ήρθαν και οι πρώτες απειλές περί βόμβας. Απειλούσαν να με ανατινάξουν.
Μερικές φορές οι άνθρωποι με ρωτούν γιατί συνέβη αυτό, κάτι που ως ερώτημα είναι γελοίο. Γιατί δεν γνωρίζω την απάντηση. Ρωτήστε τους ανθρώπους γιατί στέλνουν απειλές για βόμβες. Και πώς μπορώ να το απαντήσω; Είναι σα να γνωρίζω ότι έκανα κάτι που αξίζει να με απειλούν για τη ζωή μου.
Τι είναι, όμως, αυτό που σε βάζει στο ραντάρ του διαδικτυακού όχλου; Τίποτα. Μπορεί να είναι ένα tweet, ένα αστείο, ένα σχόλιο, το ότι είσαι γυναίκα, το είσαι μη λευκή γυναίκα. Το ότι κάνεις τη δουλειά σου και την κάνεις σωστά. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι να είσαι επιτυχημένος.
Οι άνθρωποι θέλουν να αποδώσουν το μίσος τους σε κάτι, σε μια αδύναμη στιγμή σου, σε ένα λάθος σου, σε οτιδήποτε. Νομίζω ότι το κάνουν επειδή θέλουν να νιώθουν ασφαλείς, ότι θέλουν να πιστεύουν πως ποτέ και τίποτα δεν θα συμβεί σ’ αυτούς. Αν μπορείς να με κατηγορήσεις για κάτι, οτιδήποτε, τότε μπορείς να στέκεσαι πάνω από οτιδήποτε, κανένα πρόβλημα να μη σε αγγίζει.
Κάποτε, ένας άντρας εδώ στην πόλη μου είπε ότι ο έφηβος γιος του δεχόταν μπούλινγκ για περισσότερο από έναν μήνα. Ήταν απλώς μια καταιγίδα μίσους πάνω σ’ ένα παιδί. Γιατί; Ήταν ένα μαύρο παιδί που δημοσίευσε μια φωτογραφία του στο Instagram μια φορά. Αυτό ήταν όλο.
Τον Σεπτέμβριο, οι απειλές περιελάμβαναν πλέον φωτογραφίες ενός σπιτιού από τη διασταύρωση στην οποία όντως διέμενα. Έχω ακόμη αυτές τις εικόνες σε ένα αρχείο και δεν τις δημοσιεύω επειδή πρόκειται όντως για ένα σπίτι της περιοχής. «Θα τη βομβαρδίσω την περιοχή» μου έγραψε κάποιος στο Twitter. Οι φωτογραφίες αυτού του σπιτιού κρέμονταν κάτω από κάθε απάντησή μου στο Twitter. «Δεν είσαι ασφαλής» μου έγραψε ένας άλλος.
Μίλησα με έναν φίλο δικηγόρο. Χρειάστηκα σχεδόν μια εργάσιμη ημέρα για να αναφέρω τις απειλές στο FBI και στην τοπική αστυνομία. «Δεν συμφωνούμε πολιτικά», μου είπε ο πράκτορας του FBI, «αλλά κανείς δεν αξίζει κάτι τέτοιο»...
Δεν του είπα τίποτα πολιτικό καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας. Ανέφερα ωστόσο ότι ήμουν ανύπαντρη μητέρα και με απειλούσαν. Έφυγα από εκεί πιο φοβισμένη από ό,τι όταν μπήκα μέσα.
Κοιτάξτε τώρα πώς πάει όλο αυτό: μπορείτε να απενεργοποιήσετε το τηλέφωνό σας. Να είστε offline. Αλλά δεν μπορείτε να ξεφύγετε. Εάν χτυπήσει η πόρτα, παγώνετε. Εάν ένας άντρας στον δρόμο σας κοιτάζει έντονα, ο λαιμός σας στεγνώνει από τον φόβο και αναρωτιέστε εάν μπορείτε να τον κλωτσήσετε αρκετά δυνατά για να ξεφύγετε. Στο μανάβικο ένας άντρας σας χαμογελά και αναρωτιέστε αν είναι εντάξει ή αν είναι ο υδραυλικός της πόλης που σας έγραψε ένα e-mail για το πουλί του.
Μια κυρία λέει «γεια» στο βιβλιοπωλείο και είναι αυτή που σας έστειλε e-mail για να σας αποκαλέσει «πόρνη», λόγω του ρούχου που φορούσατε στην τηλεόραση μια φορά. Ίσως είναι η σύζυγος του δικηγόρου, του οποίου το γραφείο δεν απέχει πολύ από εσάς, που πέρασε πολύ χρόνο μιλώντας για τα ρούχα και το σώμα σας στο Facebook.
Όλος ο κόσμος γίνεται ένα σκοτεινό μικρό μέρος γεμάτο τρόμο. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησα να πηγαίνω στο σινεμά μόνη. Θα κατέβαζα κανά δυο μπουκάλια κρασί Sutter Home, θα αγόραζα ένα μεγάλο ποπ κορν, θα απενεργοποιούσα το τηλέφωνό μου και θα κρυβόμουν στο σκοτάδι. Ένιωθα ασφαλής εκεί στη σκοτεινή, δροσερή αίθουσα, όπου κανείς δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό μου.
Προσπαθώ να μη ζήσω έτσι. Δουλεύω σκληρά για να θυμηθώ τα καλά σχόλια και να σβήσω το κακό από το μυαλό μου. Έχω έναν καλό θεραπευτή. Αλλά έχω ακόμα στιγμές όπου κρύος τρόμος με λούζει στη μέση του δρόμου. Ξυπνάω στις 2 το πρωί από το μικρό μου σκυλί που γαβγίζει και τρέμω. Έχω κι ένα μεγάλο σκυλί. Τα σκυλιά μου κοιμούνται μαζί μου. Οι πόρτες μου είναι κλειδωμένες. Αλλάζω τις διαδρομές μου και κάνω τζόκινγκ σε διαφορετικές ώρες της ημέρας. Αν είμαι μόνη στο σπίτι, κάτι που συμβαίνει συχνά, δεν ανοίγω ποτέ την πόρτα. Ούτε καν στο delivery.
Είμαι ευγνώμων για τους συναδέλφους που με βοήθησαν εκείνες τις στιγμές. Ειδικά οι δημοσιογράφοι που εργάζονται στο HuffPost και με προσέχουν λίγο περισσότερο μετά τη δημοσίευση της ιστορίας του Richard Spencer, που μου έδωσαν συμβουλές επί συμβουλών και που παρακολούθησαν τα βίντεο του Spencer που μιλούσαν για μένα και με ενημέρωσαν εάν ακουγόταν κάτι που έπρεπε να το γνωρίζω.
Μία συγγραφέας που υπήρξε τόσο χρήσιμη και τόσο απίστευτα βοηθητική μαζί μου ήταν η Talia Lavin. Η Talia είναι η συγγραφέας των «Πολέμαρχων του Πολιτισμού» και εκείνη που με μύησε στο πρώτο μου σκοτεινό κανάλι τρόμου. Της είχα κάνει μία σχετική συνέντευξη για το μίσος στο διαδίκτυο, την παρενόχληση και πώς να επιβιώνει κανείς από τον όχλο. Δεν ισχυρίζομαι ότι εγώ και εκείνη είμαστε μάρτυρες ή βασανιζόμενες. Ελπίζω απλώς ότι αν μιλήσουμε γι’ αυτό που μας έχει συμβεί, θα ανοίξουμε μία ευρύτερη κουβέντα για το θέμα.
Για την ιστορία: η δημοσιογράφος απευθύνθηκε και στην υπηρεσία DeleteMe, μία πανάκριβη υπηρεσία η οποία αναλαμβάνει να σβήνει ίχνη και απειλές εναντίον ενός προσώπου στο Διαδίκτυο. Ωστόσο, όπως εξηγεί, αναγκάστηκε πολύ νωρίτερα να σβήσει αρκετά από τα social της. Να μην επαναπαυθεί στο ενδιαφέρον των συναδέλφων της και να επαγρυπνεί για οτιδήποτε γραφόταν. Όπως εξηγεί, έχει κάνει στόχο ζωής πλέον να βοηθά όποιον βρέθηκε στη μέση ενός τέτοιου τοξικού κυκεώνα για το τίποτα, απλώς επειδή αναπνέει...
ΠΗΓΗ: NiemanLab.org