ΤΟ 2021 ΕΛΗΞΕ μετά από δεκατρία χρόνια η κηδεμονία της Μπρίτνεϊ Σπίαρς από τον πατέρα της, όμως κατά πόσο έχει ανακτήσει το έλεγχο της ζωής της; Δύο χρόνια μετά, οι συζητήσεις για την ψυχική της υγεία είναι πιο έντονες από ποτέ. Τα πρόσφατα σκηνικά –οι καβγάδες με άλλες διασημότητες, το φρέσκο διαζύγιο από τον Σαμ Ασγκάρι– δεν καλύπτονται εδώ.
Όπως γράφει η ίδια, βρήκε ξανά τη «γυναίκα μέσα της» και κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία της στις 24 Οκτωβρίου (σ.σ. στην Ελλάδα κυκλοφόρησε στις 13 Νοεμβρίου), προφανώς γνωρίζοντας ότι το βιβλίο θα γίνει best seller – και έγινε. Πριν κλείσει τον πρώτο μήνα κυκλοφορίας του είχε πουλήσει ήδη 1 εκατομμύριο αντίτυπα.
Και; Μάθαμε πραγματικά κάτι για την Μπρίτνεϊ και γιατί αυτό το πολυσυζητημένο βιβλίο δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα coffee table book;
«Όταν έκοψα τα μαλλιά μου δεν μου μιλούσε κανείς γιατί φαινόμουν άσχημη. Τα μακριά μαλλιά μου ήταν ένα χαρακτηριστικό μου που άρεσε στους άλλους. Με το να τα ξυρίσω ήταν ο δικός μου τρόπος να πω: Άντε γ***ου στον κόσμο. Θέλεις να είμαι όμορφη για σένα; Άντε γ***ου. Θέλεις να είμαι καλή για σένα; Άντε γ***ου».
Ας το δούμε λίγο
Στην αρχή του βιβλίου γίνεται μια σύντομη αναφορά στην ιστορία της οικογένειάς της και γρήγορα ο αναγνώστης βρίσκεται ξανά στο τέλος της δεκαετίας του ’90, τότε που το «Baby, one more time» ήταν το απόλυτο hit της χρονιάς, και ακολούθησαν πολύ πετυχημένα άλμπουμ και κλασικές πλέον εμφανίσεις σε απονομές βραβείων (ποιος ξεχνά την περφόρμανς του «I’m a slave for you» με το φίδι;).
Britney Spears - «I'm a slave 4 U»
Από κει και μετά αρχίζεις να νιώθεις ότι η ποπ σταρ δεν χρειάστηκε καν ghostwriter. Είναι σαν να διηγήθηκε τη ζωή της σε κάποιον που απλώς έκανε απομαγνητοφώνηση και μετά αυτές οι διηγήσεις κατέληξαν στο χαρτί, με όσες παγίδες μπορεί να κρύβει αυτό: δηλαδή χωρίς διάθεση για ανασκόπηση, βάθος ή αυτοκριτική.
Όλες αυτές οι ζουμερές αποκαλύψεις αναφορικά με τη σχέση της με τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, τις απιστίες του, την άμβλωση που έκανε και τον χωρισμό τους, τη σύντομη σχέση της με τον Κόλιν Φάρελ αλλά και τον γάμο της με τον Κέβιν Φέντερλαϊν, όλα αυτά που δόθηκαν μονοκοπανιά στα tabloids ως «τυράκι» δεν συνοδεύτηκαν από κάτι άλλο; Πρακτικά όχι.
Γιατί η ποπ σταρ αναφέρεται μεν στον πόλεμο που δεχόταν από τα μέσα αλλά και στο πόσο διαφορετικό ήταν το κριτήριό τους επειδή ήταν γυναίκα, όμως στις 286 σελίδες του βιβλίου καλύπτονται γεγονότα από την παιδική της ηλικία έως και τις αρχές του τρέχοντος έτους –πριν από το διαζύγιό της με τον Σαμ Aσγκάρι– και μέχρι εκεί.
Υπάρχει gossip, αυτό που εκείνη σιχαινόταν όλα τα προηγούμενα χρόνια, όμως δεν υπάρχουν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα: τι συνέβη με την κηδεμονία, γιατί αποφασίστηκε, γιατί διήρκεσε τόσα χρόνια και κυρίως τι πραγματικά συμβαίνει με την ψυχική της υγεία.
Η χρονιά του 2007
Δεν είναι λίγοι οι σταρ που έχουν μιλήσει για τον αντίκτυπο που έχει η έκθεση στη δημοσιότητα σε μικρή ηλικία, και η Μπρίτνεϊ δεν αποτελεί εξαίρεση. Το καταλαβαίνει ο αναγνώστης, επιστρέφοντας στο 2007, τότε που η τραγουδίστρια «έσπασε» μετά από χρόνια εκμετάλλευσης μπροστά σε όλους.
Και όμως, ενώ γίνονται αναφορές στο βιβλίο σε αυτήν τη χρονιά, είναι όλες επιφανειακές. Μιλά επιγραμματικά για τις ορμονικές μεταπτώσεις που προκάλεσαν οι δύο απανωτές εγκυμοσύνες –δύο μέσα δύο χρόνια–, για τη δύσκολη διαμάχη για την κηδεμονία των γιων της αλλά και για την επικριτική στάση των γονιών της και την ανάγκη της να βγαίνει τα βράδια με τις φίλες της.
Μιλά για τη μέρα που «πάγωσαν» τα media, όταν ξύρισε δημοσίως το κεφάλι της, τότε που όντως κανείς δεν αναφερόταν σε θέματα ψυχικής υγείας, αντίθετα χλευάζονταν, και το μόνο που αναφέρει ήταν ο θυμός που ένιωθε επειδή ο Κέβιν Φέντερλαϊν της απαγόρευε να βλέπει τα παιδιά της.
«Όταν έκοψα τα μαλλιά μου δεν μου μιλούσε κανείς γιατί φαινόμουν άσχημη. Τα μακριά μαλλιά μου ήταν ένα χαρακτηριστικό μου που άρεσε στους άλλους. Με το να τα ξυρίσω ήταν ο δικός μου τρόπος να πω: Άντε γ***ου στον κόσμο. Θέλεις να είμαι όμορφη για σένα; Άντε γ***ου. Θέλεις να είμαι καλή για σένα; Άντε γ***ου», αναφέρει – τίποτε άλλο.
Σε ένα από τα λίγα σημεία που η αφήγηση γίνεται πιο αυθόρμητη και όχι μεταφορά αναμνήσεων σε κάποιον τρίτο που τις καταγράφει, αναφέρεται στην ψυχολογική της κατηφόρα, λόγω του θυμού που ένιωθε όταν άφηνε τα παιδιά της στον πατέρα τους και δεν ήξερε πότε θα τα ξανάβλεπε. Επίσης, στις ημέρες που έβγαινε έξω να διασκεδάσει και ο κόσμος (μαζί και οι γονείς της) την έκανε να νιώθει ενοχές, πως είναι κακή μητέρα.
Αποκαλύπτει ακόμα πως έπαιρνε αρκετά Adderall, ήταν πολύ θυμωμένη με το θέμα της κηδεμονίας των παιδιών της αλλά και το γεγονός ότι οι γονείς της απλώς εκμεταλλεύονταν τη φήμη της και τα χρήματά της, χωρίς πραγματικά να ενδιαφέρονται.
Τότε μπήκε σε καθεστώς κηδεμονίας. Η ίδια αναφέρει πως ένα πρωινό απλώς της ανακοινώθηκε πως θα αναλάβει ο πατέρας της τη διαχείριση της ζωής της, υποχρεώνοντάς την να υπογράψει ένα χαρτί, αποκρύπτοντας το γεγονός πως μπορούσε να προσλάβει η ίδια δικό της δικηγόρο και διορίζοντάς της εκείνος έναν.
Όπως εξηγεί, ο πατέρας της μαζί με μια σύμβουλό του της ανακοίνωσαν πως έπρεπε να «συμμορφωθεί» με τους κανόνες αν ήθελε να βλέπει τα παιδιά της κι εκείνη «αντάλλαξε την ελευθερία της με αντίτιμο να βλέπει τους γιους τους», όπως έγραψε χαρακτηριστικά.
Με βάση το ηχητικό ντοκουμέντο που κυκλοφόρησε το 2021, όταν αυτή η περίοδος έλαβε τέλος, η Σπίαρς ανέφερε πως ο πατέρας της έλεγχε όλες τις πτυχές της ζωής της. Την ανάγκαζε να πάρει λίθιο, να μπαίνει σε κέντρα αποτοξίνωσης, ενώ παράλληλα δούλευε όσο περισσότερο γινόταν μαζί του –κάτι που του εξασφάλιζε εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε μηνιαία βάση–, της επέβαλε να φορέσει σπιράλ ως μέθοδο αντισύλληψης, της απαγόρευε να τρώει τα φαγητά που ήθελε, όσο κι αν παρακαλούσε, της πήρε το δίπλωμα οδήγησης, της απαγόρευσε το ποτό και τις εξόδους, εκτός κι αν ήταν ενήμερος.
Με λίγα λόγια, της φερόταν όπως θα φερόταν μια χειριστική προσωπικότητα σε ένα νήπιο –από πλευράς πνευματικής κατάστασης– και σε ένα άλογο κούρσας από πλευράς επαγγελματικής απόδοσης. Και πάλι, όμως, πέρα από τη στεγνή αφήγηση, δεν υπάρχει κανένα ίχνος συναισθήματος.
Ήταν ένα βιβλίο για να βγάλει μερικά εκατομμύρια παραπάνω; Και ναι και όχι. Ναι, γιατί αυτό τουλάχιστον προκύπτει απ’ όσα βγαίνουν τελικά στο φως. Όχι, γιατί για πρώτη φορά η Σπίαρς μιλάει για τον εαυτό της σε πρώτο πρόσωπο και δεν μπορεί κανείς να έχει απαιτήσεις από μια φρικτά ταλαιπωρημένη διασημότητα.
Ωστόσο, μένει άλυτος ο γρίφος αναφορικά με τη δύναμη που είχε ο πατέρας της πάνω της, το ότι την έβλεπαν ως sex symbol ήδη απ' όταν ήταν έφηβη, την έλλειψη βάθους όταν αναφέρεται στα double standards στον κόσμο του θεάματος και πώς όλο αυτό «έγραψε» μέσα της.
Και, φυσικά, δεν δίνεται καμία απάντηση για το πώς, ενώ υποτίθεται ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μόνη της, την ανάγκαζαν να κάνει εξαντλητικές περιοδείες και εμφανίσεις, ενώ παράλληλα η μητέρα και η αδελφή της κυκλοφορούσαν τα απομνημονεύματά τους, φυσικά εκμεταλλευόμενες τη φήμη της. Καμία άβολη αλήθεια εδώ, για κανέναν απολύτως.
Τα βίντεο στο Instagram
Όσο για τα βίντεο στο Ιnstagram; Ανέφερε πως ξεκίνησαν όταν πήρε την απόφαση να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένειά της και θέλησε να κάνει βίντεο όπου χορεύει ή δοκιμάζει ρούχα ώστε να αποδείξει «πως είναι άνθρωπος πίσω από την περσόνα» και να κάνει τους ακολούθους της να ταυτιστούν μαζί της, τη στιγμή που το κίνημα #FreeBritney θέριευε. Ήθελε να παρουσιάσει τον εαυτό της έτσι όπως ήθελε και την ευχαριστούσε, ενώ όλα αυτά τα χρόνια πάντα την παρουσίαζαν οι άλλοι όπως ήθελαν.
Και κάπως έτσι το βιβλίο τελειώνει, με τον αναγνώστη να μένει με την αίσθηση του «ακίνδυνου» αναγνώσματος, χωρίς κουβέντα για την εργαλειοποίησή της από την οικογένειά της ή για όλα όσα την «κρατούσαν φυλάκισμένη» για πάνω από μία δεκαετία.
Η ίδια δηλώνει πως πλέον έχει «αφήσει πίσω της το παιδί που είχε μάθει να είναι και πλέον βρίσκει τη γυναίκα μέσα της», με τις τελευταίες σελίδες να θυμίζουν οδηγό αυτοβοήθειας: μια γυναίκα τόσο τραυματισμένη που μιλά για τον εαυτό της σαν να είναι κάποια άλλη.
Είναι αυτό αυτοβιογραφία; Περίπου. Περισσότερο είναι μια εξιστόρηση γεγονότων και αναμνήσεων σε κάποιον αόρατο ακροατή. Μια ιστορία για όσα περίμενε ο κόσμος από εκείνη, από τα οποία δεν ξεφεύγει, δίνοντας και πάλι αυτό που απλώς νομίζει ότι θέλει ο κόσμος από εκείνη.